ΕΚΤ: Δύο στις 10 επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο το 2021
Στην έκθεσή της για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκτιμά ότι οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων εντός θα αυξηθούν στη χώρα μας φέτος κατά 20%. Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, οι ευάλωτοι κλάδοι, που επλήγησαν περισσότερο και εμφανίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα στην επανεκκίνηση, είναι οι εξής: υπηρεσίες, εμπόριο (χονδρικό και λιανικό), μεταφορές και τουρισμός.
Η ΕΚΤ αναφέρει υψηλότερους κινδύνους για τις οικονομίες υπηρεσιών και όσες είναι εξαρτημένες από τους παραπάνω κλάδους, εντοπίζοντας μάλιστα το πρόβλημα στις μικρές επιχειρήσεις. Αντίθετα, άλλοι κλάδοι όπως η βαριά βιομηχανία φαίνεται ότι θα ανακάμψουν ταχύτερα και ευκολότερα.
Σημειώνεται, ότι η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τους περισσότερους ευάλωτους κλάδους, που εντοπίζει η ΕΚΤ (υπηρεσίες, τουρισμός, μεταφορές, εμπόριο) και αυτό εξηγεί τις προβλέψεις της για υψηλό αριθμό πτωχεύσεων.
Η εκτιμώμενη αύξηση πτωχεύσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία θα αποτελέσει, όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, δοκιμασία για τις αντοχές των δικαστικών συστημάτων και των καθεστώτων πτώχευσης. Η ΕΚΤ αναφέρει στην ίδια έκθεση ότι μια απότομη αύξηση των πτωχεύσεων μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για τα πλαίσια αφερεγγυότητας, εμποδίζοντας την αποτελεσματική ανακατανομή των πόρων. Αν και παρά την άνευ προηγουμένου πτώση των εταιρικών εσόδων και κερδών, οι πτωχεύσεις στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν κατά περίπου 20% το 2020 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, η αιτία για αυτό αποδίδεται στα μέτρα υποστήριξης που παρείχαν οι δημόσιες αρχές, τα οποία ανέστειλαν σε αρκετές περιπτώσεις τις υποθέσεις αφερεγγυότητας.
«Μόλις λήξουν τα μέτρα στήριξης, τα πτωχευτικά δικαστήρια θα βρεθούν αντιμέτωπα με μια απότομη αύξηση των υποθέσεων αφερεγγυότητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλη επιβάρυνση του νομικού συστήματος και η επίλυση των υποθέσεων αφερεγγυότητας θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο», σημειώνει η ΕΚΤ. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναποτελεσματική και καθυστερημένη ανακατανομή πόρων σε πιο βιώσιμες επιχειρήσεις, με αρνητικές μακροοικονομικές συνέπειες μεσοπρόθεσμα και γι’ αυτό οι δημόσιες αρχές πρέπει εγκαίρως να διασφαλίσουν ότι τα πλαίσια αφερεγγυότητας διαθέτουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο αριθμό εταιρικών πτωχεύσεων.
Ακόμη και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια γενική συνέλευσης της ΤτΕ, είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για κύμα πτωχεύσεων και εκτόξευση της ανεργίας, μετά την πανδημία, με συνακόλουθη αύξηση των κόκκινων δανείων και σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις,
Ειδικότερα, αναφερόμενος στο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της πανδημίας ο Γ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους, την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.
Όπως ανέφερε, το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.