Πόσο “σωτήρια” και ειλικρινής είναι η παρέμβαση Μέρκελ μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν;

 Πόσο “σωτήρια” και ειλικρινής είναι η παρέμβαση Μέρκελ μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν;

Μετά από μια μακρά κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας –απότοκο δυο αποτυχημένων, όπως αποδείχθηκε, συναντήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν (Νέα Υόρκη, Λονδίνο)– ο πρωθυπουργός κατόρθωσε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον Τούρκο πρόεδρο. Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε περιχαρής πως είναι θετικό να υπάρχει απευθείας επικοινωνία των δύο πλευρών. Ορθό και λογικό, αναμφίβολα. Όσο ανορθόδοξο και παράλογο, ήταν, όμως, όταν ο προηγούμενος πρωθυπουργός συναντούσε τακτικά τον ομόλογό του, στο πλαίσιο των προσπαθειών ελέγχου της έντασης; Εάν θυμηθεί κανείς τις τότε αντιδράσεις της Ν.Δ , μάλλον σε αυτή την αντίφαση καταλήγει.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Η αποκατάσταση της επικοινωνίας των δύο ηγετών, ωστόσο, εμφανίζεται να έχει γίνει κατόπιν παρεμβάσεως της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ (σχετικό ρεπορτάζ δημοσιεύει το “Βήμα της Κυριακής”). Όχι στο πλαίσιο των επαφών της ελληνικής διπλωματίας και της αποδοχής της Άγκυρας, αλλά επειδή διαμεσολάβησε το Βερολίνο. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό- οι συμμαχίες υπάρχουν και για να ανοίγουν διαύλους εκεί που δεν είναι απευθείας εφικτό.

Προδίδει, όμως, από την άλλη, αυτή η εξέλιξη πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση. Ακόμα και μετά την τηλεφωνική επικοινωνία Μητστάκη-Ερντογάν, άλλωστε, οι υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά του Αιγαίου συνεχίστηκαν, καμία, δε, από τις τουρκικές απειλές για γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης, ή για τις θαλάσσιες ζώνες της ανατολικής Μεσογείου, δεν έχει αποσυρθεί. Ακόμα κι αν η ανοχή της τουριστικής περιόδου –στην οικονομική πλευρά της οποίας ποντάρουν και οι δύο χώρες– οδηγεί σε σχετική ηρεμία, ο τουρκικός σχεδιασμός της “Γαλάζιας Πατρίδας” και το τουρκολιβυκό σύμφωνο παραμένουν στην προμετωπίδα του εσωτερικώς πιεζόμενου Ερντογάν, ο οποίος έχει μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ τον ακροδεξιό σύμμαχό του.

Το πως θα κινηθεί η Τουρκία είναι λίγο ή πολύ γνωστό. Διαχρονικά, η ανάγνωση των δηλώσεων των αξιωματούχων της γείτονος επιβεβαιώνει την συνέπεια των προθέσεών του.

Η Ελλάδα αναζητεί, λοιπόν, συμμάχους για να αντιμετωπίσει το βαρύτατο φορτίο του πολεμικού κλίματος που δημιουργεί η Τουρκία. Η “από μηχανής” (;) Άνγκελα Μέρκελ έρχεται …αρωγός στο τεράστιο κενό που αφήνει η ολιγωρία του αμερικανικού παράγοντα και του ΝΑΤΟ, κυρίως, όμως, η επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ να στηρίζει με κάθε μέσο και τρόπο τον “φίλο του” Ερντογάν (όπως αποκάλυψαν ο πρώην σύμβουλος Μπόλτον στο βιβλίο του και το CNN).

Μεταναστευτικό: Τηλεφωνική επικοινωνία Μέρκελ-Ερντογάν πριν τη ...

Αξίζει να θυμηθούμε πως μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο καλλιεργήθηκε φιλόδοξα η προσδοκία μιας ευθείας παρέμβασης του Μάϊκ Πομπέο ώστε να διακοπεί η τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η προσδοκία αυτή αναπαρήχθη ως “επιτυχία” της Αθήνας από εγχώρια μέσα ενημέρωσης, δεν κατέστη, όμως, ποτέ πραγματικότητα. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ –με εξαίρεση τις φιλότιμες προσπάθειες και δηλώσεις του πρέσβη Τζέφρι Πάϊατ– απείχαν εντελώς από την ένταση που καλλιεργεί η Άγκυρα και ένιψαν τας χείρας του με τις γνωστές “ποντιοπιλατικές” ανακοινώσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ.

Το Βερολίνο, υποτίθεται πως έρχεται να καλύψει αυτό το κενό και, αναμφίβολα, κάθε πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση είναι ενδιαφέρουσα. Όμως, ας γίνει κατανοητό πως η Άνγκελα Μέρκελ δεν το πράττει αυτό μόνο λόγω της ανησυχίας της για τα τεκταινόμενα στο Αιγαίο, αλλά, κυρίως, επειδή διαθέτει την δική της ατζέντα έναντι της Τουρκίας. Η ίδια είναι, άλλωστε, που δεν επέτρεψε ποτέ στην Ελλάδα να διεκδικήσει πιο έντονα την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων με βάσει την απόφαση της Συνόδου Κορυφής, πριν περίπου ένα χρόνο, η ίδια ειναι, επίσης, που αποδέχεται την καταπάτηση της συμφωνίας εκεχειρίας στη Λιβύη και “βάζει πλάτη” στον εκεί σχεδιασμό του Ερντογάν, με την Ελλάδα επισήμως αποκλεισμένη από τις εξελίξεις. Η ίδια είναι, ακόμα, που κάνει τα δικά της “deals” με την Ερντογάν για τις ενεργειακές οδούς και το μεταναστευτικό, αδιαφορώντας, συχνά, για τις σε βάρος μας γεωπολιτικές εξελίξεις που διαμορφώνουν.

Η Μέρκελ εμφανίζεται να προωθεί έναν απευθείας διάλογο της Αθήνας με την Άγκυρα επί ενός ασαφούς πεδίου. Διάλογος για εκτόνωση της έντασης αλλά με ποια ατζέντα; Και εκτόνωση ποιας έντασης; Αυτής που μονόπλευρα καλλιεργεί ο Ερντογάν;

Εν μέσω αυτών, προωθείται στο εσωτερικό ένας δημόσιος διάλογος σχετικά με την επήρεια του Καστελλορίζου, με γνωστές και κατηγορηματικές τις τουρκικές θέσεις επ΄αυτού. Όσα είπε ο καθηγητής Ροζάκης δεν είναι πρωτότυπα αλλά αποτελούν σταθερές απόψεις που ακούγονται εδώ και πολλά χρόνια, προετοιμάστηκαν, δε, σε άλλους χρόνους. Ανάλογες απόψεις έχουν διατυπώσει -αν και προσεκτικότερα- ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Θάνος Ντόκος, και διεθνολόγοι που διατηρούν πάντοτε σχέση με την λεγόμενη “Σημιτική” εκδοχή περί ελληνοτουρκικών και εξωτερικής πολιτικής. Ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, άλλωστε, μας προετοίμαζε προ έτους -με άρθρο του στην “Καθημερινή”- για “μη ευχάριστες λύσεις” που πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε.

Η γερμανική παρέμβαση δεν απέχει απ΄ όλα αυτά και γι αυτό θέλει προσοχή. Αποκλιμάκωσης της έντασης έναντι ποιου διαλόγου, ποιας ατζέντας και ποιων ανταλλαγμάτων;

Η επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου του πανεπιστημίου του ΚΙέλου Νέλε Ματς-Λυκ περιέγραψε, τις προάλλες,τον τρόπο με τον οποίο ο φορέας που εκπροσωπεί αντιλαμβάνεται μια διευθέτηση (…) των θαλασσίων ζωνών και της ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο και, πιθανώς, και στο Αιγαίο. Δεν πρόκειται για τυχαίο πρόσωπο. Το συγκεκριμένο Ινστιτούτο είναι άτυπος σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης και μοχλός προετοιμασίας και τεκμηρίωσης των θέσεων της καγκελαρίας (ακόμα πιο αναβαθμισμένο από το δικό μας ΕΛΙΑΜΕΠ).

Σε συνέντευξή της στην DW περιγράφει μια δυνητική πορεία Ελλάδας και Τουρκίας προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (αξίζει να την διαβάσετε), μετά και το τουρκολιβυκό σύμφωνο (που δεν παράγει, κατά τα άλλα, έννομα αποτελέσματα…), εκείνο, ωστόσο, που αποτελεί “κώδωνα κινδύνου” είναι η κατακλείδα:

Ερώτηση DW: Ποιες δυνατότητες βλέπετε για να αποκλιμακώσουν η Άγκυρα, η Αθήνα και η Λευκωσία την ένταση που επικρατεί για την οριοθέτηση των ΑΟΖ και ενδεχομένως να λύσουν τις διαφορές;

Απάντηση: Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή ένα διεθνές δικαστήριο διαιτησίας θα μπορούσαν να αναλάβουν την υπόθεση. Προϋπόθεση είναι να συμφωνήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη. Μέχρι να εκδοθεί μια απόφαση ή να συναφθεί μια διμερής συμφωνία, θα μπορούσαν τα κράτη να συμφωνήσουν σε μια προσωρινή λύση που θα προβλέπει την από κοινού οικονομική ανάπτυξη (Joint Development) των επίμαχων θαλάσσιων περιοχών. Από αυτή την προσωρινή λύση δεν θα προέκυπταν αξιώσεις και ούτε θα προκαταλάμβανε το αποτέλεσμα μιας μεταγενέστερης διευθέτησης. Τα κέρδη θα μοιράζονται ώσπου κάποτε, ίσως, συμφωνηθεί μια οριοθέτηση. Στην πράξη, ωστόσο, αυτή η κοινή διαχείριση μπορεί τελικά να γίνει η μόνιμη λύση.

Είναι, λοιπόν, μια “διμερής συμφωνία” Μητσοτάκη- Ερντογάν μέσα στον σχεδιασμό της παρέμβασης της Άνγκελα Μέρκελ; Κι ακόμα περισσότερο, υπάρχει στο τραπέζι της γερμανικής πρωτοβουλίας για αποκλιμάκωση της έντασης η “προσωρινή λύση” (μεχρι να…αποφανθεί η Χάγη) η “απο κοινού οικονομική ανάπτυξη των ΕΠΙΜΑΧΩΝ θαλασσίων περιοχών”; Μια προσωρινή λύση που, όπως λέει, μπορεί να καταλήξει και στην συνεκμετάλλευση ως “μόνιμη λύση”;

Γνωστός αρθρογράφος έγραψε -στον απόηχο των δηλώσεων Ροζάκη– ένα ενδιαφέρον άρθρο με ακόμα πιο ενδιαφέροντα τίτλο: “Θα πεθάνουμε για το Καστελλόριζο;”. Η ερώτηση είναι προφανές πως εκμαιεύει την απάντηση. Και συνάδει με το “κείται μακράν” (το Καστελλόριζο) του καθηγητή Ροζάκη.

Το χειρότερο, όμως, δεν είναι τι λέει η επικεφαλής του Ινστιτούτου του Κιέλου, τι θέλει η Μέρκελ, ή τι λένε Ροζάκης, Ντόκος και άλλοι. Το χειρότερο είναι πως, για ακόμα μια φορά, γίνεται δημοσίως μια προ-διαπραγμάτευση μέσω συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων, η ατζέντα της οποίας δεν έχει συμφωνηθεί πουθενά. Πρόκειται για μια φανερή…μυστική διπλωματία;

Ή, απλώς, για την γνώριμη αφέλεια μερίδας της ελληνικής διπλωματίας και του πολιτικού συστήματος; Δεν θα έπρεπε όλα τα παραπάνω να είναι αντικείμενο επεξεργασίας και συζήτησης των πολιτικών αρχηγών; Ή εξαντλήσαμε, ως πολιτικό σύστημα και κοινωνία, τις “πατριωτικές” ιαχές μας σχετικά με την Συμφωνία των Πρεσπών και τώρα κατάκοποι και βραχνιασμένοι θα αφήσουμε να εξελιχθούν πράγματα, πολύ σημαντικότερα, χωρίς συνεννόηση και λογοδοσία;

Σχετικά Άρθρα