Πανεπιστημιακοί: Η Κεραμέως ψεύδεται για τους εισακτέους
“Ψευδή χαρακτηρίζει η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης τον ισχυρισμό της Κεραμέως ότι «τα πανεπιστημιακά ιδρύματα επέλεξαν τον αριθμό εισακτέων και όχι το υπουργείο Παιδείας» υπογραμμίζοντας ότι το υπουργείο έχει τον τελικό λόγο.
«Με έκπληξη και αγανάκτηση ακούσαμε την υπουργό παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως να ψεύδεται ανερυθρίαστα, δηλώνοντας ότι “Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα επέλεξαν τον αριθμό εισακτέων και όχι το υπουργείο Παιδείας”, κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, προσπαθώντας να μεταθέσει τις ευθύνες της και να στρέψει την διογκούμενη δυσφορία από τις επιπτώσεις της πολιτικής της σε τρίτους», υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά οι πανεπιστημιακοί.https://a8f9014afa633cd971748321b0a06de9.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Επιπλέον, τονίζουν ότι «ο αριθμός των εισακτέων κάθε χρόνο ορίζεται από το Υπουργείο και όχι από τα πανεπιστήμια. Τα πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές δηλώνουν έναν αριθμό εισακτέων που τα ίδια θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν επαρκώς, ανάλογα με τους πόρους που διαθέτουν, ενώ το υπουργείο κάθε φορά ορίζει για δικούς του λόγους αριθμό εισακτέων μεγαλύτερο έως και 50%».
«Η εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής χωρίς μείωση των εισακτέων δεν θα ελαφρύνει τις μεγάλες σχολές από τον υπερβολικό αριθμό φοιτητών, ενώ οι αυξημένες θέσεις που δόθηκαν εσπευσμένα ως αντιστάθμισμα σε σχολές χαμηλής ζήτησης δεν θα περιορίσουν τις απώλειές τους, γιατί δεν πρόκειται να πληρωθούν», τονίζει επιπλέον η ΚΙΠΑΝ.
Αναλυτικά η σχετική ανακοίνωση:
Θέμα: «Να αναλάβετε τις ευθύνες σας, κυρία υπουργέ!»
Με έκπληξη και αγανάκτηση ακούσαμε την υπουργό παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως να ψεύδεται ανερυθρίαστα, δηλώνοντας ότι «Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα επέλεξαν τον αριθμό εισακτέων και όχι το υπουργείο Παιδείας», κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής [1], προσπαθώντας να μεταθέσει τις ευθύνες της και να στρέψει την διογκούμενη δυσφορία από τις επιπτώσεις της πολιτικής της σε τρίτους.
Η αλήθεια είναι ότι ο αριθμός των εισακτέων κάθε χρόνο ορίζεται από το Υπουργείο και όχι από τα πανεπιστήμια. Τα πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές δηλώνουν έναν αριθμό εισακτέων που τα ίδια θεωρούν ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν επαρκώς, ανάλογα με τους πόρους που διαθέτουν, ενώ το υπουργείο κάθε φορά ορίζει για δικούς του λόγους αριθμό εισακτέων μεγαλύτερο έως και 50%. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ίδια την υπουργό [2], που δηλώνει ότι «αν το υπουργείο ικανοποιούσε τις προτάσεις των ΑΕΙ για τον αριθμό των εισακτέων στο ακέραιο, θα είχαμε μείον 40% φοιτητές στα ΑΕΙ».
Η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης υποστηρίζει πάγια την εκλογίκευση και σταδιακή μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια, με προϋπόθεση την ουσιαστική ενίσχυση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Όχι μόνο επειδή ο αυξημένος αριθμός εισακτέων ξεπερνά την ικανότητα των πανεπιστημίων να εκπαιδεύσουν ποιοτικά έναν υπερβολικό αριθμό φοιτητών, αλλά και για να αναταχθεί η στρέβλωση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, που παρέχει αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ περίπου ίσο με τον αριθμό αποφοίτων του γενικού λυκείου, ενώ οδηγεί μόνο το 1/3 των μαθητών στην τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση, όταν η αναλογία αυτή στην Ευρώπη είναι αντίστροφη.
Η κυβέρνηση επέλεξε φέτος, με την επαναφορά της βάσης εισαγωγής, να επιφέρει μια μεγάλη μείωση στον αριθμό των εισαγομένων στα πανεπιστήμια, διατηρώντας όμως ονομαστικά τον αριθμό των εισακτέων και χωρίς προηγουμένως να έχει εργαστεί συστηματικά για το προαπαιτούμενο, την ενίσχυση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι κενές θέσεις υπολογίζονται σε τουλάχιστον 9 χιλιάδες από το ίδιο το υπουργείο έως και 20 χιλιάδες από άλλες εκτιμήσεις. Είναι προφανές ότι η υπουργός, χωρίς να διαθέτει το πολιτικό θάρρος να υποστηρίξει την επιλογή της και να απομακρυνθεί από λαϊκιστικές πολιτικές, «νίπτει τας χείρας» της για τη μείωση των εισαγομένων προκειμένου να αποφύγει το πολιτικό κόστος.
Επιπλέον, η μείωση των εισαγομένων στα πανεπιστήμια, μέσω της βάσης εισαγωγής αντί της εξ αρχής μείωσης του αριθμού των εισακτέων, δεν γίνεται, όπως υποστηρίζει το υπουργείο, με ακαδημαϊκά κριτήρια, επειδή τάχα είναι τα ΑΕΙ που όρισαν τον συντελεστή (από 0,8 έως 1,20) για τη βάση εισαγωγής. Δεν είναι ακαδημαϊκό κριτήριο μείωσης των εισακτέων η προτίμηση των υποψηφίων, όταν επιλέγουν σχολή με βάση το πού είναι κοντά ή πιο οικονομικά ή το πού έχει καλή φοιτητική ζωή. Και δυστυχώς, αυτές οι επιλογές προβλέπεται να καθορίσουν και την τύχη κάποιων τμημάτων «χαμηλής ζήτησης» στην προσεχή αναδιάρθρωση. Ακαδημαϊκό κριτήριο είναι οι προτάσεις των τμημάτων και η αξιολόγησή τους από την ΕΘΑΑΕ, που μαζί με ειδικούς εθνικούς και περιφερειακούς αναπτυξιακούς στόχους έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον εξορθολογισμό της κατανομής των εισαγομένων.
Η εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής χωρίς μείωση των εισακτέων δεν θα ελαφρύνει τις μεγάλες σχολές από τον υπερβολικό αριθμό φοιτητών, ενώ οι αυξημένες θέσεις που δόθηκαν εσπευσμένα ως αντιστάθμισμα σε σχολές χαμηλής ζήτησης δεν θα περιορίσουν τις απώλειές τους, γιατί δεν πρόκειται να πληρωθούν.
Παράλληλα, καθώς η χώρα μας δεν διαθέτει μια δημόσια συστηματική και ποιοτική τεχνολογική και επαγγελματική εκπαίδευση, ένας μεγάλος αριθμός από όσους αποφοίτους λυκείου μείνουν εκτός πανεπιστημίου θα απευθυνθεί στα κολέγια, τα οποία παραπλανητικά υπόσχονται «πανεπιστημιακές σπουδές», ενώ από τον ιδρυτικό τους νόμο (Ν.3696/2008) «είναι πάροχοι υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης» και τα οποία έχουν σκανδαλωδώς υποστηριχθεί από διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις της σημερινής υπουργού παιδείας.
Όλα τα ανωτέρω είναι γνωστά στην κυβέρνηση. Όπως γνωστό είναι, και δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε, ότι η εκπαιδευτική πολιτική χρειάζεται μακροπρόθεσμο σχεδιασμό με συναινέσεις και συγκλίσεις, και όχι βραχυπρόθεσμες μονοκομματικές επιλογές και κομματικό ανταγωνισμό σε υποκρισία και λαϊκισμό.
Το υπουργείο όμως έχει κάνει άλλες επιλογές. Και την ευθύνη για αυτές δεν την έχουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αλλά την έχει ακέραια η κυβέρνηση και η υπουργός παιδείας.