Οι μειώσεις στην κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη

Οι μειώσεις στην κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη

Το  κυβερνητικό  εγχείρημα  της  κεφαλαιοποίησης  της  επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης  συνοδεύεται, μεταξύ των άλλων, από ανάλογα επιχειρήματα και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν στο αντίστοιχο αποτυχημένο παράδειγμα της Χιλής, όπου για να πεισθούν οι πολίτες και να επιλέξουν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα παρουσιάζονταν παραδείγματα που εμφάνιζαν συντελεστές αναπλήρωσης 70%,  αποσιωπώντας  επιμελώς  τους κινδύνους (Ν. Barr & P. Diamond (2016), “Reforming pensions in Chile”).

Των Σάββα  Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

Η ίδια κατεύθυνση δυστυχώς  ακολουθείται  και  στην  χώρα  μας, όπως  διαπιστώνεται από  τα συγκριτικά παραδείγματα που  βλέπουν  το  φως  της  δημοσιότητας, αναφορικά  με  το  επίπεδο των μελλοντικών συντάξεων με το σημερινό και με το προτεινόμενο  κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

Έτσι, στα συγκεκριμένα παραδείγματα παρουσιάζεται η υπεροχή του προτεινόμενου κεφαλαιοποιητικού  συστήματος, έναντι του σημερινού σε διάφορα έτη ασφάλισης (30, 35 και 40 έτη) και σε ηλικίες 62, 65 και 67 ετών, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα να εμφανίζεται ότι  καταβάλλει  μηνιαία επικουρική σύνταξη από 200 ευρώ μέχρι και 560 ευρώ και με συντελεστές αναπλήρωσης από 20% μέχρι και 40%. Όμως, στα συγκεκριμένα παραδείγματα δεν παρουσιάζεται μία βασική  παράμετρος  με  την  οποία καθορίζεται το ύψος της σύνταξης.  Αυτή η  παράμετρος  είναι η μέση ετήσια απόδοση που χρησιμοποιείται σε κάθε σύστημα για την συσσώρευση των εισφορών των ασφαλισμένων.

Σύμφωνα με το σημερινό σύστημα  επικουρικής  ασφάλισης,  η συσσώρευση των εισφορών υπολογίζεται  με  βάση  ένα συντελεστή  ο  οποίος  καθορίζεται από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή εξαρτάται από την πραγματική οικονομία.

Ενώ, στο  κεφαλαιοποιητικό σύστημα που προτείνεται από την Κυβέρνηση, η συσσώρευση των εισφορών  υπολογίζεται  με βάση την ετήσια απόδοση των επενδύσεων στις χρηματιστηριακές κεφαλαιοαγορές. Βέβαια, αυτό που απαιτείται να παρατηρηθεί αναφορικά με τα δημοσιοποιημένα παραδείγματα είναι η υπάρχουσα  έλλειψη συνοχής μεταξύ των ποσών για 30, 35 και 40 έτη ασφάλισης, γεγονός που  αναδεικνύει, μεταξύ  των  άλλων,  την έλλειψη ιδιαίτερης προσοχής. 

  • Όμως  εκείνο  που  απαιτεί  ιδιαίτερη επισήμανση είναι ότι  προκειμένου να επιτυγχάνονται τα συγκεκριμένα ποσά έχει  θεωρηθεί ότι η μέση ετήσια ονομαστική απόδοση των επενδύσων θα είναι 5%, δηλαδή 3%  εάν  θεωρηθεί ο μακροχρόνιος  πληθωρισμός 2%, που αποτελεί  και  στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Στην πραγματικότητα όμως αυτή η απόδοση θα είναι πολύ μικρότερη εάν ληφθεί υπόψη το κόστος διαχείρισης και ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος (μεταβλητότητα των χρηματιστηριακών κεφαλαιαγορών), ο οποίος  σε  σχετική  έρευνά μας είναι 4 φορές μεγαλύτερος από την μεταβλητότητα του ετήσιου ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, ο  οποίος  στα  συγκεκριμένα  παραδείγματα  έχει  θεωρηθεί ίσος  με 1%. Δηλαδή, θεωρείται  ότι στην χώρα μας τα επόμενα χρόνια το ΑΕΠ  θα αυξάνεται μόλις με 1% ετησίως, γεγονός που αντιφάσκει με τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων ότι η Ελλάδα θα έχει μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 2,5%-3% κατά την διάρκεια της δεκαετίας 2020-2030.

  • Δηλαδή, στα συγκεκριμένα παραδείγματα έχει θεωρηθεί ότι η μέση ετήσια απόδοση των επενδύσεων θα είναι 3%, ποσοστό το οποίο, σύμφωνα με τις οδηγίες της EIOPA (Ευρωπαϊκή Αρχή Εποπτείας Συντάξεων), για την ενημέρωση των υποψήφιων μελών των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και των Ασφαλιστικών Εταιρειών, επιβάλλεται να παρουσιάζονται  στα υποψήφια μέλη αντίστοιχοι υπολογισμοί για το μελλοντικό ύψος της σύνταξης, παρουσιάζοντας τρία σενάρια, ένα βασικό που θεωρείται το βέλτιστο, ένα απαισιόδοξο και ένα αισιόδοξο.

Οι τιμές των αποδόσεων των επενδύσεων, σύμφωνα με τις οδηγίες που προτείνονται,  είναι 0,5% στο απαισιόδοξο σενάριο, 1% στο βέλτιστο σενάριο και 2% στο αισιόδοξο σενάριο. Από το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό ότι στα συγκεκριμένα παραδείγματα που δημοσιεύτηκαν έχει επιλεχθεί μια πολύ αισιόδοξη παραδοχή για την μελλοντική μέση ετήσια απόδοση των επενδύσεων που δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα. Έτσι, το προτεινόμενο κεφαλαιοποιητικό σύστημα  εμφανίζεται   να  υπερτερεί του σημερινού συστήματος για το οποίο επιλέχθηκε μια πολύ απαισιόδοξη παραδοχή για την μέση ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ, μια παραδοχή την οποία χρησιμοποιούσε η τρόϊκα όταν επέβαλε τα Μνημόνια στη χώρα μας την περίοδο 2010-2018.

Με άλλα  λόγια, τα συγκεκριμένα παραδείγματα αποτελούν παραδοχή των εκτιμήσεων της τρόϊκας της  απελθούσας 10-ετίας  και   των  προβλέψεων  της  ότι  αυτή η οικονομική κατάσταση θα επικρατεί και  κατά  τα επόμενα 40 έτη στη χώρα μας. Εάν όμως χρησιμοποιήσουμε το λογικό σενάριο που προτείνει η EIOPA (Ευρωπαϊκή Αρχή) για 1% μέση ετήσια απόδοση επενδύσεων, τότε η μηνιαία  σύνταξη  με το κεφαλαιοποιητικό επικουρικό σύστημα στις  νέες γενιές θα είναι  με μέσο μισθό 857 ευρώ και 30 έτη ασφάλισης 95 ευρώ, με 35 έτη 113,6 ευρώ και με 40 έτη ασφάλισης 133 ευρώ.  

Αντίθετα, η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη του σημερινού συστήματος είναι 195 ευρώ το μήνα και σύμφωνα με την μελέτη του νόμου 4670/2020 η  μηνιαία  μέση σύνταξη των μελλοντικών γενεών θα είναι  220 ευρώ.

Κατά  συνέπεια, αποδεικνύεται  με  τον πιο  εύληπτο  και  τεκμηριωμένο  τρόπο, ποιό  θα είναι το όφελος τόσο για τις νέες γενιές, όσο και για την ελληνική οικονομία και  κοινωνία, με την  έννοια  ότι όχι μόνο η σύνταξη  θα είναι μικρότερη από το σημερινό σύστημα, αλλά επιπλέον  η  ελληνική οικονομία  θα επωμιστεί  τόσο  το μεγάλο κόστος μετάβασης των 62 δις ευρώ, όσο και θα απωλέσει τα αποθεματικά του ΑΚΑΓΕ. Κι’ αυτό για μία αποδεδειγμένα  ποσοτικά  επιλογή,  η  οποία  θα  επιφέρει  μόνο ζημιές και οικονομικά βάρη  στην οικονομία και  την  κοινωνία, οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι τα μεγάλα ξένα επενδυτικά funds τα οποία θα διαχειρίζονται και θα επενδύουν τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων. 

*Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ.  Παντείου  Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα