Μητσοτάκης και Τσίπρας μπροστά σε νέα διλήμματα…
‘Οπως έλεγε γνωστός δημοσκόπος –στου οποίου τις απόψεις προσφεύγουν τόσο οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου, όσο και η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης– μετά την κορύφωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας και την έναρξη των εμβολιασμών, η κοινωνία περνάει σταδιακά από τον “φόβο αν θα νοσήσω” στον “φόβο πώς θα ζήσω(μετά) “. Η επιδρομή του τρίτου κύματος, που ακόμα δεν έχει φτάσει στην κορύφωσή του, και με τα νοσοκομεία να ασφυκτιούν από τις εισαγωγές ασθενών και την τρομακτική αύξηση των διασωληνωμένων εντός και εκτός ΜΕΘ, επανέφερε με δριμύτητα τον πρώτο φόβο, ο δεύτερος, ωστόσο, προβάλλει με επιτακτικό τρόπο και αναζητά απαντήσεις.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι απαντήσεις αυτές δεν είναι μόνο υγειονομικές, είναι, κυρίως, πολιτικές και η προφανής αδυναμία της κυβέρνησης να διατυπώσει (ακόμα) πρόταση ασφαλούς διεξόδου επιβαρύνει τα ποσοτικά αλλά περισσότερο τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.
Η πανδημία έχει πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί κοινό τόπο συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, αντιθέτως μετατράπηκε σε αιχμή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τα lockdown-“ακορντεόν” δεν αποδίδουν, η έννοια της ατομικής ευθύνης που επικαλούνταν η κυβέρνηση έδωσε (βολικά) την θέση της στην κόπωση του πληθυσμού και οι κυβερνητικές επιλογές, που συνιστούν δεξιά στροφή με τα φαινόμενα ακραίας αστυνομικής καταστολής, επιδείνωσαν περαιτέρω το πολιτικό κλίμα και το κυβερνητικό σκορ.
Εσχάτως αναδείχθηκε και ο διαχωρισμός της κοινωνίας μεταξύ των νεότερων ηλικιών (17-34 ετών) που βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση τις συνέπειες της πανδημίας και τον περιορισμό, και των μεγαλύτερων (55+ και 65+) που προσλαμβάνουν την κατάσταση με διαφορετικό τρόπο.
Αυτός ο διαχωρισμός μετατρέπεται και σε μια λεπτή γραμμή που διατρέχει και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συστήματα ενημέρωσης και, κατ’ επέκταση, πολιτικής διαχείρισης. Η κυβέρνηση, για παράδειγμα, χάνει κατά κράτος στις νεότερες ηλικίες και εξ αιτίας του ότι αυτές ενημερώνονται περισσότερο από τα (ασύδοτα αλλά και ανεξάρτητα) μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εν γένει το διαδίκτυο, ενώ οι μεγαλύτεροι παραμένουν ακόμα πιο κοντά στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και ειδικότερα την τηλεόραση, όπου η κυβερνητική επιρροή είναι σαφής. Αυτό το “χάσμα γενεών” (και ψηφοφόρων) έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στο κυβερνητικό επικοινωνιακό επιτελείο, εξ’ ου και οι συχνές, τελευταία, αναφορές του ίδιου του πρωθυπουργού στα social media αλλά και ο προσωπικός τόνος που επιχείρησε να προσδώσει στην επικοινωνία του με τους νέους. Και εκεί εδράζονται ακόμα και οι ακραίες φωνές κυβερνητικών στελεχών για την απαξίωση, ή ακόμα και τον περιορισμό, των κοινωνικών μέσων.
Στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, η Ν.Δ κέρδισε τις νεότερες ηλικίες ψηφοφόρων με βραχεία κεφαλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η διαφορά έφτασε σε υψηλά επίπεδα στις μεγαλύτερες και ακόμα περισσότερο στους 65+. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι σε ποιο βαθμό οι νέοι προσέρχονται στις κάλπες με την ίδια προσήλωση με την οποία προσέρχονται οι πιο ηλικιωμένοι. Η απάντηση είναι γνωστή.
Όμως, όλα τα ηλικιακά κοινά –και περισσότερα τα πιο παραγωγικά– καταλήγουν στην αναζήτηση της απάντησης τι θα συμβεί μετά την πανδημία και ποιο επίπεδο ζωής θα σταθεί εφικτό να ανακτήσουν. Το ίδιο δίλημμα, αν και με διαφορετικό τρόπο, τέθηκε και μετά την έξοδο από τα μνημόνια (επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) και στην πορεία προς τις εκλογές του 2019. Η άνετη νίκη της Ν.Δ σε αυτή την αναμέτρηση οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και πάντως στο ότι κατόρθωσε να ηγηθεί του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, στο βάθος, όμως, εκείνο που κυριάρχησε ήταν το ερώτημα “πώς θα είναι η ζωή μετά τα μνημόνια”. Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση της Ν.Δ με το αφήγημα για επενδύσεις, ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις επικράτησε του θολού αφηγήματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα παρόμοιο ερώτημα σχετικά με το “πώς θα ζήσω μετά την πανδημία” προβάλλεται ήδη από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων και απασχολεί, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, τα επιτελεία του Μεγάρου Μαξίμου και της Κουμουνδούρου. Υπάρχουν δύο στοιχεία που αξίζουν προσοχής:
Πρώτον, η κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας και οι οικονομικές και κοινωνικές ανασφάλειες που προκάλεσε, δημιουργεί σοβαρές ρωγμές στο προφίλ του πρωθυπουργού και στην κυβέρνησή του. Στην αλυσίδα, δε, των γεγονότων που απασχόλησαν και απασχολούν την επικαιρότητα, η απουσία ενσυναίσθησης (Πάρνηθα, Ικαρία, εμβολιασμοί εκτός σειράς, κ.α) που φάνηκε να διατρέχει την κυβέρνηση βάρυνε πολύ περισσότερο από άλλα. Η δε υπόθεση του σκανδάλου Λιγνάδη “χτύπησε φλέβα” στο συντηρητικό ακροατήριο του κυβερνώντος κόμματος και έκανε μεγάλη ζημιά, όπως αποτυπώθηκε σε μετρήσεις κοινής γνώμης που δεν έφτασαν ποτέ επαρκώς στη δημοσιότητα (…)
Δεύτερον, η επιμονή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα θέματα αστυνομικής βίας και ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων (από τη Νέα Σμύρνη και τα ανάλογα περιστατικά μέχρι την υπεράσπιση του νομικού δικαιώματος Κουφοντίνα για την μεταγωγή του) “ταίριαξε” αναμφίβολα με τον θυμό και την αντίδραση των νεότερων ηλικιών, δεν έφεραν, όμως, απ΄ ότι φαίνεται, σημαντική μετακίνηση ψηφοφόρων από τη Ν.Δ προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος ενίσχυσε αναμφίβολα την συσπείρωση του σκληρού πυρήνα της εκλογικής του βάσης, δεν κέρδισε, όμως, εδάφη στον κεντρώο χώρο, ο οποίος παραμένει αρκετά συντηρητικός και με άλλες προτεραιότητες. Η ριζοσπαστικοποίηση δεν φέρνει πια αρκετές ψήφους, όπως συνέβη το 2014-15, οι δε σημαντικές απώλειες της Ν.Δ κατευθύνονται κυρίως προς υπερδεξιά νεοπάγή ή παλαιότερα κόμματα, ή προς τη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου.
Στην μεγάλη αδυναμία διαχείρισης και στο εξώφθαλμο επικοινωνιακό έλλειμμα της κυβέρνησης, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν απαντά με μία ολιστική πολιτική στάση που θα περιλαμβάνει και σκληρή κριτική αλλά και την προβολή σχεδίου για την περίοδο μετά την πανδημία. Εκείνο που δεν γίνεται επαρκώς κατανοητό είναι πως οι ψηφοφόροι επιδιώκουν καθαρή απάντηση για το μοντέλο ζωής που θα έχουν μετά την πανδημία. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση -ως κόμμα εξουσίας- δεν έχουν βρει ακόμα το αντικλείδι που θα προκαλέσει όραμα και υπόσχεση. Το αφήγημα, δηλαδή, “μετά την πανδημία τι;”.
Η κυβέρνηση, βεβαίως, επενδύει στην επιστροφή στην κανονικότητα από το καλοκαίρι και μετά ώστε να αντιπαρατεθεί πολιτικά στο πεδίο που της έφερε την εκλογική νίκη του καλοκαιριού του 2019. Ο πρωθυπουργός επιδιώκει, ως φαίνεται, να βρει “παράθυρο ευκαιρίας” για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες (κάτι που δεν έκανε πέρυσι το καλοκαίρι για αρκετούς λόγους) και να περιγράψει την επιστροφή στο μοντέλο που επρόκειτο να υλοποιήσει –όπως θα ισχυριστεί- μετά από εκείνη την αναμέτρηση αλλά ανακόπηκε από την επιδρομή του κοροναϊού.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κατασταλλάξει ακόμα σε ένα δικό τους αφήγημα εκλογικού χρόνου που θα εγγυάται το μοντέλο διαβίωσης των πολιτών και την γενικότερη (αναπτυξιακή) λειτουργία της οικονομίας. Αντιλαμβάνονται, ωστόσο, πως η πολιτική σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα και την Δημοκρατία που κινδυνεύει (απολύτως σωστά όλα αυτά) δεν συγκινεί όλους στον ίδιο βαθμό, και, πάντως, είναι δύσκολο να αποτελέσει βασικό λόγο για να κερδηθούν εκλογές, ή έστω να μεταβληθούν σε ντέρμπι. Το να το αντιλαμβάνονται, βεβαίως, δεν είναι αρκετό, όσο απουσιάζει η αντιπαράθεση με τη Ν.Δ με έναν σχεδιασμό “οικονομικού αύριο” για την ανάπτυξη, την εργασία-απασχόληση (με ασφάλεια) και την ευημερία.
Το δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας” δεν θα είναι αρκετό την εποχή μετά την πανδημία, παρά το γεγονός ότι οι συσχετισμοί έχουν αλλοιωθεί: ο πρωθυπουργός δεν είναι πια στο απυρόβλητο και συγκεντρώνει σημαντικά ποσοστά δυσαρέσκειας, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακτά πολύ αργά αλλά σταθερά κάποια “πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά” που είχαν χαθεί μέσα στην σύγχυση και την εσωστρέφεια της κομματικής βαβέλ.
Πίσω από τους δύο ηγέτες θα πρέπει να στοιχηθούν οι προτάσεις εξόδου από την κρίση. Και για να είμαστε σαφείς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ευκολότερο να επαναφέρει επικαιροποιημένο το μοντέλο του 2019, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να παραθέσει κάτι εντελώς νέο και αξιόπιστο. Για τον τελευταίο αυτό σημαίνει και την προβολή ομάδας διακυβέρνησης, που αφενός να κρατά στο περιθώριο αρκετά από τα κυβερνητικά πρόσωπα της περιόδου 2015-19, και αφετέρου θα φέρνει στο προσκήνιο νέο πολιτικό προσωπικό που θα εγγυάται την βούλησή του να επεκταθεί στην κεντροαριστερά με τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, ίσως δημιουργήσει ευκαιρίες συμμαχιών, οι πιο ενδιαφέρουσες από τις οποίες (και πολιτικά και εκλογικά) βρίσκονται στα δεξιά του και όχι στα αριστερά του…