Μια νέα πολιτική χωροταξία*;
Δεν συνηθίζεται στις αντιπαραθέσεις σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, και δη στην κορυφαία εξ αυτών για την ετήσια ψήφιση του προϋπολογισμού, να ξεκινά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης την ομιλία του πλέκοντας το εγκώμιο του/της αρχηγού του τρίτου κόμματος. Πρωθυπουργός και αρχηγοί συνήθως αυτο-αγιογραφούνται ή επιτίθενται στους πολιτικούς αντιπάλους. Ως εκ τούτου η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην κατακλείδα της ομιλίας της Φώφης Γεννηματά για την ανάγκη μιας προοδευτικής διακυβέρνησης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι καχύποπτοι λένε πως η κίνηση αυτή προδίδει την αμηχανία του Τσίπρα καθώς βλέπει να αυξάνει μεν η δυσαρέσκεια για τους κυβερνητικούς χειρισμούς –περί την πανδημία και τις οικονομικές επιπτώσεις– δίχως, όμως, να εισπράττει ο ίδιος σε ποσοστά. Οι πιο υποψιασμένοι θεωρούν πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παρακολουθεί με ενδιαφέρον την κινητικότητα στο ΚΙΝ.ΑΛ και προσπαθεί να χαράξει εκείνες τις διαχωριστικές ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές που υπό προϋποθέσεις μπορεί να διαδραματίσουν ρόλο εάν το 2021 αποδειχθεί εκλογική χρονιά.
Η Γεννηματά είχε πει προ μερικών εβδομάδων πως ” όποιος έχει θεμιτές φιλοδοξίες και θέλει να βάλει υποψηφιότητα για την ηγεσία, στο συνέδριο που θα γίνει το 2021, θα είμαι εκεί και θα τον περιμένω”. Το γάντι σήκωσε πρόσφατα ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος δηλώνει έτοιμος και προς επίρρωση της επιλογής της “σημαίας” που θα σηκώσει διεκδικώντας την ηγεσία συνέγραψε και βιβλίο εξηγώντας, μεταξύ άλλων, πως είχε αποφασίσει και σχεδιάσει να…δείρει τον Τσίπρα.
Ο τελευταίος γνωρίζει πως παρά την αποδόμηση σχεδόν όλων των κυβερνητικών αφηγημάτων παραμένει πολύ δύσκολο να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια εκλογική μάχη “ένας εναντίον ενός“. Οι παλινωδίες ως προς την αντιπολιτευτική τακτική επί 16 μήνες, το σκληρά φιλοκυβερνητικό μιντιακό τοπίο, η εσωστρέφεια, ο διεθνής παράγοντας και άλλες παράμετροι είναι σαφές πως δεν βοηθούν να σταθεί δυναμικά στα πόδια του το αφήγημα της “δεύτερης φορά αριστερά”. Η “εμβόλιμη” απλή αναλογική αναμφίβολα βοηθάει αλλά δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται περισσότερα.
Μπορεί ο Μητσοτάκης να διαπιστώνει συχνά, πλέον, στη Βουλή (π.χ προϋπολογισμός) πως είναι μόνος του με το σύνολο της αντιπολίτευσης απέναντί του, ο Τσίπρας, όμως, από την άλλη δεν έχει κατορθώσει ακόμα να συγκροτήσει μέτωπο. Παρά την μάλλον ευκαιριακή ταύτιση με το ΚΚΕ και το Μερα25 κατά της αστυνομικής διαταγής για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου.
Το ΚΙΝ.ΑΛ, έστω και με αυτό το ισχνό δημοσκοπικό 6%, αναδεικνύεται ως μια εμβληματική συνισταμένη που και προσθετικά λειτουργεί και νομιμοποιεί και ιδεολογικοποιεί τα ανοίγματα και τις διευρύνσεις.
Οι ηγετικές φιλοδοξίες ορισμένων σε αυτό το κόμμα ίσως αποτελέσουν εμβρυουλκό εξελίξεων. Είναι μάλλον δύσκολο να εξέλθει αλώβητο από το συνέδριο της επόμενης χρονιάς και κάποιοι προεξοφλούν τη διάσπαση εφόσον, όπως είναι μάλλον και το πιθανότερο, η Φώφη Γεννηματά κατορθώσει να κερδίσει ξανά την προεδρία.
Και μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης να παραμείνει ως νομιμόφρων υπό την ίδια στέγη, δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, πως θα πράξουν το ίδιο ο “δελφίνος” Λοβέρδος και κάποια στελέχη του λεγόμενου “σημιτικού μπλοκ” που διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με τον πρώην πρωθυπουργό και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. H συνύπαρξη του τελευταίου, με τον Λοβέρδο και τον Αντώνη Σαμαρά στην παρουσίαση του βιβλίου “Απόπειρα δολοφονίας” (ναι, αυτό στο οποίο περιγράφεται η…επιχείρηση ξυλοδαρμού του Τσίπρα) δεν είναι τυχαία.
Σε όλα αυτά αξίζει να συνυπολογίσει κανείς και την παρέμβαση του Νίκου Κοτζιά με το μικρό πλην όμως δραστήριο “Πράττω”. Η πρόταση για τη συγκρότηση μετώπου κατά της κυβέρνησης απευθύνθηκε σε ΚΚΕ, Μέρα25, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ, ΚΙΔΗΣΟ (Γ.Παπανδρέου), “Αθήνα είσαι Εσύ”(Γερουλάνος), Κοινωνική Συμφωνία (Λούκα Κατσέλη), Πράσινους Οικολόγους κ.α. Με εξαίρεση το ΚΚΕ, όλοι οι άλλοι θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις –και με δυσκολία- να βρεθούν συνομιλητές στο ίδιο τραπέζι, εφόσον διαμορφωθούν οι κατάλληλοι συσχετισμοί, όπως φαίνεται να συμφώνησαν Τσίπρας και Γεννηματά, υπονοώντας την επόμενη εκλογική αναμέτρηση της απλής αναλογικής.
Μπορεί αρκετοί στο κομματικό περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα να μην θέλουν να δουν ούτε ζωγραφιστικό τον Κοτζιά (;) , οι μετρήσεις, όμως, δείχνουν πως, παρότι ακολουθεί μονήρη πορεία από το φθινόπωρο του 2018, η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ τον διατηρεί στην υψηλότερη κλίμακα της πολιτικής εκτίμησης. Η δε στάση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στα εθνικά θέματα και ειδικότερα στα ελληνοτουρκικά είναι σαφώς πιο κοντά στις απόψεις του πρώην υπουργού Εξωτερικών παρά στην εκσυγχρονιστική ομάδα που έχει προσχωρήσει στην Προοδευτική Συμμαχία. Ακόμα και το βραβείο του κοινοβουλίου της Έσσης που θα παραλάβουν Τσίπρας και Ζάεφ δεν ξεχνά κανείς πως αφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών στο κάτω μέρος της οποίας υπάρχει η υπογραφή του Κοτζιά.
Ακόμα και ο Γιάνης Βαρουφάκης, πάντως, μόλις προ ημερών –μέσω του libre– απηύθυνε πρόταση συνεργασίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, άρα μάλλον δείχνει τις προθέσεις του για ευρύτερα σχήματα.
Μεταξύ βεβαίως του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα έλλειψης εμπιστοσύνης που είναι δύσκολο να καλυφθεί. Η δεύτερη γνωρίζει πως ο Τσίπρας είναι και θα είναι η ηγετική μορφή στον ευρύτερο χώρο από το κέντρο έως την αριστερά, κι αυτό λογικά της προκαλεί αισθήματα πολιτικής ασφυξίας, ο πρώτος διατηρεί πάντοτε αμφιβολίες σχετικά με το εάν η Γεννηματά κρατηθεί μέχρι τέλους στην αντιδεξιά κοίτη και δεν μεταπηδήσει, με την πρώτη ευκαιρία, στην όχθη της Ν.Δ, υπακούοντας στις παραινέσεις του Κώστα Σημίτη.
Τίποτε δεν είναι εύκολο. Αντιθέτως, είναι πολύ δύσκολα. Υπάρχει, όμως, μια παράμετρος που κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει. Η πολιτική επιβίωση.
Χωρίς σύμπραξη των πολιτικών δυνάμεων στον ευρύτερο και άνετο χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς (με όλες τις πιθανές εκφάνσεις), ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως κατορθώνει για πολύ καιρό ακόμα να επουλώνει τις πληγές των παλινωδιών και των λαθών της κυβέρνησής του.Ως κυβέρνηση διαθέτει, άλλωστε, την ευχέρεια της ανάληψης πρωτοβουλιών και σε κάθε περίπτωση ο σχεδιασμός του περιλαμβάνει και λογικές πολιτικές που υπακούουν στις αναγκαιότητες της χώρας.
Ως εκ τούτου, η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν μπορεί να προκαλέσει από μόνη της τεκτονικές αλλαγές εάν δεν υπάρξει οδός εκλογικής διαφυγής και στέρεη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι αμφίβολο εάν μπορεί να εκφράσει ένα τέτοιο αίτημα και εφόσον συμβεί θα αποτελεί προϊόν της παλιάς και δοκιμασμένης θεωρίας του “ώριμου φρούτου”. Η οποία, ως γνωστόν, δεν οδήγησε σε ασφαλείς επιλογές με σχέδιο και εγγυήσεις αποτελεσματικότητας.