Λέκκας, Παπαδόπουλος, Χουλιάρας: Τρεις ειδικοί αναλύουν το φαινόμενο των δύο σεισμών στον αστικό ιστό της Αττικής, που προκαλούν ανησυχία (vid)
Η ασθενής σεισμική δόνηση 2,9 Ρίχτερ είχε επίκεντρο 11 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας δηλ. στο Μαρούσι με εστιακό του βάθος στα 5 χιλιόμετρα. Ο σεισμός έγινε ιδιαίτερα αισθητός στην Αττική. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που ο Εγκέλαδος επισκέπτεται τις παρυφές της πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τις πρώτες αναφορές η δόνηση έγινε αισθητή επίσης στο Νέο Ηράκλειο, τις Αχαρνές, τη Νέα Φιλαδέλφεια, το κέντρο της Αθήνας και αλλού. Καθησυχαστικός ήταν στις πρώτες του δηλώσεις ο Ευθύμιος Λέκκας, διευθυντής του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών.
Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Εγκέλαδος «χτύπησε» ξανά στην Αττική, με σεισμό 3,7 Ρίχτερ στο Δαχτυλίδι Αμαρουσίου. Το ότι ο σεισμός έγινε εντός του πολεοδομικού ιστού της πρωτεύουσας – το επίκεντρό του εντοπίστηκε στα 10 χλμ. βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας – και ότι το εστιακό του βάθος ήταν στα 14,8 χλμ., ήταν δύο στοιχεία που συνέτειναν στο να γίνει η δόνηση ιδιαίτερα αισθητή στην ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου και να προκαλέσει ανησυχία.
Μιλώντας στην ΕΡΤ, σχολίασε το γεγονός του τωρινού σεισμού μέσα στον αστικό ιστό και εξήγησε:
«Στο Μαρούσι και στην Κηφισιά δεν έχουμε ρήγματα στην επιφάνεια, στο Μαρούσι και στην Κηφισιά, αποτελούν συνέχεια του ρήγματος της Πάρνηθας και της Πεντέλης, δεν είναι ικανά να δώσουν δυνατό σεισμό».
Ο κ. Λέκκας, καταλήγοντας, ανέφερε πως το συγκεκριμένο σεισμικό γεγονός έχει περισσότερο επιστημονική αξία για την παρακολούθηση του φαινομένου και τόνισε ότι οι πολίτες δεν πρέπει να ανησυχούν.
Για μία περίοδο σεισμικής έξαρσης που διανύει η Ελλάδα έκανε λόγο ο καθηγητής σεισμολογίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος. Ο διακεκριμένος σεισμολόγος παρουσίασε στην εκπομπή «Social Net» με τον Φώτη Καρύδα το μοντέλο μίας μελέτης που είχε δημοσιεύσει πριν από 34 χρόνια σε γεωφυσικό περιοδικό, το οποίο έχει επαληθευτεί μέσα από τα χρόνια.
«Δεν είναι σύνηθες, για την Ελλάδα, να υπάρχουν τόσοι σεισμοί τέτοιου μεγέθους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Στο ελληνικό τόξο έχουμε έναν σεισμό ετησίως με μέγεθος 6 Ρίχτερ ή μεγαλύτερο. Τώρα βλέπουμε, μόνο στην περιοχή της Κρήτης, να έχουμε τρεις απανωτούς σεισμούς. Η περιοχή της Κρήτης καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα μίας μεγάλης γεωτεκτονικής δομής, η οποία παράγει πολλούς σεισμούς. Δείγμα είναι και οι τρεις τελευταίοι», υπογράμμισε ο κ. καθηγητής, και αναφερόμενος, για πρώτη φορά, στη μελέτη που είχε δημοσιεύσει το 1987, πρόσθεσε: «Εάν κοιτάξουμε τον τελευταίο χρόνο θα δούμε ότι έχουμε, σε όλη τη χώρα, αυξημένο πλήθος μεγάλων σεισμών. Δηλαδή υπερβαίνουμε κατά πολύ τον μέσο όρο. Από το 2017 μέχρι σήμερα είχαμε 11 σεισμούς από έξι ρίχτερ και επάνω. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι διανύουμε μία περίοδο σεισμικής έξαρσης. Η κάθε φάση έξαρσης διαρκεί περίπου οκτώ χρόνια. Σύμφωνα με ένα μοντέλο μιας μελέτης που είχα παρουσιάσει πριν από αρκετά χρόνια και έχει επαληθευτεί, έχω την αίσθηση ότι κοντεύει να ολοκληρωθεί ο κύκλος αυτής της σεισμικής έξαρσης. Βέβαια κανείς δεν μπορεί αν ξέρει πότε θα ολοκληρωθεί».
Σε ότι αφορά την Αττική, ο κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος τόνισε ότι μπορεί να μη «φιλοξενεί στο έδαφός της μεγάλα ρήγματα που να μπορούν να δώσουν μεγάλους σεισμούς» αλλά γύρω από την Αττική υπάρχουν ρήγματα που την απειλούν: «Γύρω από την Αττική υπάρχουν πολλά ρήγματα που την απειλούν, όπως είναι αυτό στις Αλκυονίδες που ενεργοποιήθηκε το 1981 αλλά και αυτά στο Νότιο και Βόρειο Ευβοϊκό», τόνισε χαρακτηριστικά.
Όπως τόνισε μιλώντας στο enikos.gr, ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Γεράσιμος Χουλιάρας «ο σεισμός είχε μέγεθος 2,9 Ρίχτερ και εστιακό βάθος 3,7 χλμ. Ήταν πολύ επιφανειακός».
Σύμφωνα με τον κ. Χουλιάρα «είναι κάτι συνηθισμένο για την περιοχή και δεν εμπνέει κάποια ανησυχία».