Η εργασία στο στόχαστρο της Επιτροπής Πισσαρίδη

Η εργασία στο στόχαστρο της Επιτροπής Πισσαρίδη

Η  ενδιάμεση  έκθεση  της  Επιτροπής  Πισσαρίδη  δεν  περιλαμβάνει  στις  επιδιώξεις  της, μεταξύ  των  άλλων, μόνο  την  ριζική  αποδιάρθρωση  τύπου  Χιλής  και  γενικότερα  Λατινικής  Αμερικής  του  Ασφαλιστικού  στην  Ελλάδα. Δεσπόζουσα  θέση  στις  επιδιώξεις  της,  κατέχει  η  πλήρης  υποτίμηση  της παραγωγικής  δύναμης  της  εργασίας  και  η πλήρης  απορρύθμιση  της  αγοράς  εργασίας. Η  παρατήρηση  αυτή  αναδεικνύει  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο  ότι  στην  «αναπτυξιακή»  αντίληψη  και  στρατηγική  της  Επιτροπής  Πισσαρίδη, η  εργασία  από  δημιουργική  δραστηριότητα  μεταμορφώνεται  σε  μέσο εξυπηρέτησης  άνευ  όρων της  αύξησης  της  κερδοφορίας, της  μείωσης  της  σταθερής  απασχόλησης  και  των  εισοδημάτων  καθώς  και  της  διεύρυνσης  των  ευέλικτων  μορφών  απασχόλησης και  της  αύξησης  της  πραγματικής  ανεργίας.

Των Σάββα  Γ.  Ρομπόλη, Βασίλειου  Γ.  Μπέτση*

Όμως,  η  υλοποίηση  αυτής  της  στρατηγικής (shock therapy),  τα  τελευταία  τριάντα  χρόνια,  στις  χώρες  της  Ανατολικής  Ευρώπης, τα  Βαλκάνια  και την  χώρα μας,  επιδεινώνει, όπως  προκύπτει  εκ  του  αποτελέσματος, μεταξύ  των  άλλων,  τις  αντιθέσεις, με την  κυριαρχία  του  τεχνο- οικονομικού  επί  του  κοινωνικού  στοιχείου   της  αναπαραγωγής, αποσταθεροποιώντας  έτσι  την  εργασιακή  και  κοινωνικο-οικονομική  θέση της  μισθωτής  εργασίας,  με  την  εγκαθίδρυση  συνθηκών  αβεβαιότητας  και  ανασφάλειας  για  τους  εργαζόμενους  και  τους  ανέργους. Με  άλλα  λόγια,  η  κεντρική  αυτή  στρατηγική  της  Επιτροπής  Πισσαρίδη  που  συμπυκνώνεται  στον  άξονα «σταθεροποίηση και  ‘ανάπτυξη’ της  οικονομίας  με  αποσταθεροποίηση  και  αποδιάρθρωση  της  εργασίας»  αποτυπώνει  τον  τίτλο  του Μ.Albert: Καπιταλισμός  εναντίον Καπιταλισμού».

Ταυτόχρονα  αναδεικνύει, με τον πιο  σαφή  τρόπο, τις  αντιλήψεις  και  τις  πολιτικές  μετάβασης  από  τον  αναπτυξιακό-κοινωνικό  τύπο  στον τεχνο-νεοφιλελεύθερο  τύπο  καπιταλισμού, με το  επιχείρημα  ότι η  σταθεροποίηση  και η  ανάπτυξη  της  οικονομίας, η  αύξηση  του  επιπέδου της  παραγωγικότητας, η  βελτίωση  του  επιπέδου  της  ανταγωνιστικότητας  και  η  μείωση  της  ανεργίας,  είναι  εφικτή  με τη μείωση  του  κόστους  εργασίας,  τη μείωση  του πραγματικού  μισθού, την  αύξηση  των  ευέλικτων  μορφών  απασχόλησης και  των  ατομικών  συμβάσεων  εργασίας  καθώς  και  την  πλήρη  αποδιάρθρωση  των    εργασιακών  σχέσεων.  

Στο  πλαίσιο  αυτό  η Έκθεση  της  Επιτροπής  Πισσαρίδη  θεωρώντας, μεταξύ  των  άλλων, ότι  η  ανάπτυξη  επιτυγχάνεται κυρίως  από τους  μεγάλους  πολυεθνικούς  επιχειρηματικούς  ομίλους  και  όχι  τόσο  από τις  μικρο-μεσαίες  επιχειρήσεις, δεδομένου ότι  σ’ αυτούς  οι  εργαζόμενοι  μετακινούνται  ευκολότερα,   προσαρμόζονται  ταχύτερα  στους  οικονομικούς κύκλους  και  επανεντάσσονται  στην  αγορά  εργασίας, διαμέσου  μίας  «ευέλικτης»  εργατικής  νομοθεσίας  για τις  απολύσεις, της  εκπαίδευσης, της  συνεχούς  επιμόρφωσης  και  της  εξειδίκευσης  τους, συμβάλλοντας έτσι  στην  αύξηση  του  επιπέδου  της  παραγωγικότητας (Pissaridis 2010, Scarpetta  2014).

Αντίθετα, μία  τέτοια   οικονομική, κοινωνική  και  θεσμική  οργάνωση  των  συνθηκών  αναπαραγωγής της  οικονομίας  και  της  εργασίας,  επιδεινώνει  την  ποιότητα  της  εργασίας  και προκαλεί, ως  εκ  τούτου,  μείωση  της  δημιουργικότητας  και  του  επιπέδου παραγωγικότητας  της  εργασίας, με ό,τι  αυτό  αρνητικά  συνεπάγεται για  την  παραγωγική  και  ποιοτική δυναμική  της  οικονομίας  και  της  ανάπτυξης.

Από  την  άποψη  αυτή  παρουσιάζουν ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  τα  συμπεράσματα  πρόσφατης (2020) Έκθεσης  του  ΟΟΣΑ (Οργανισμός  Οικονομικής  Συνεργασίας  και  Ανάπτυξης) σύμφωνα, κατά  βάση,  με  τα  οποία: α) η  ευέλικτη  εργατική  νομοθεσία  για  τις  απολύσεις  που  θεσμοθέτησαν  η  Ελλάδα  και άλλες  χώρες  κατά  την  περίοδο  2013-2019,  συνέβαλαν  στη  μείωση του  αριθμού  των  εργαζομένων  με  συμβάσεις  αορίστου  χρόνου, στην  αύξηση  της  ανεργίας  και  των  ευέλικτων  μορφών  απασχόλησης (μερική, προσωρινή, ορισμένου χρόνου  και  εκ  περιτροπής  απασχόληση).

Επιπλέον,  συνέβαλαν  στη μείωση  των  εισοδημάτων και  στην  υπονόμευση  θεμελιωδών  εργασιακών  και  κοινωνικών  δικαιωμάτων, και  β) η  εργασιακή  ασφάλεια  και  βεβαιότητα  αυξάνει  την  ποιότητα  της  εργασίας  και την  εργασιακή  δημιουργικότητα. Επίσης στην  έρευνα  του ΟΟΣΑ δεν  αποδεικνύεται  καμία  συσχέτιση  της  εργασιακής ασφάλειας και  βεβαιότητας  με  την  αύξηση  της  ανεργίας.

Κατά  συνέπεια,  είναι  προφανές  ότι,  τούτων  δοθέντων,  επιβάλλεται  στο  πλαίσιο  του  δημόσιου  και  κοινοβουλευτικού  διαλόγου  για  την  ανάπτυξη  της  ελληνικής  οικονομίας  και  την  αξιοποίηση  των  ευρωπαϊκών  κονδυλίων  στην  Ελλάδα,  η  εργασία  στο  αναπτυξιακό  πρότυπο  της  χώρας  μας  να  αποκτήσει  χαρακτήρα  και  περιεχόμενο  ποιότητας και  δημιουργικότητας  και  όχι  υποτιμημένης  ποσότητας.

*Ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Υποψήφιος διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα