Γιατί λησμονήθηκε η έρευνα της “διαΝΕΟσις” για το ΕΣΥ λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία – Το libre.gr ανοίγει το φάκελο
«…Μέχρι την προηγούμενη Πέμπτη, Μεγάλη Πέμπτη, είχαν πραγματοποιηθεί 3.073 προσλήψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, εκ των οποίων οι 381 ήταν προσλήψεις ιατρικού προσωπικού και οι υπόλοιπες λοιπού επικουρικού προσωπικού (…) Άρα, ο αριθμός 3.073 είναι πολύ παραπάνω από τον αρχικό μας προγραμματισμό που είχαμε πει για 2.000 προσλήψεις και βεβαίως είναι πολύ παραπάνω από αυτόν που χρειάστηκε το σύστημα».
Αυτά δήλωνε κατά την καθιερωμένη ενημέρωση των διαπιστευμένων συντακτών υγείας την περασμένη Δευτέρα ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης.
«Πολύ παραπάνω από αυτόν που χρειάστηκε το σύστημα», λοιπόν, ήταν, σύμφωνα με τον αρμόδιο υφυπουργό, οι 3.073 προσλήψεις.
Συμφωνούν όμως με τη διαπίστωση αυτή οι ειδικοί της Πολιτικής Υγείας; Τι λένε για το θέμα οι άνθρωποι που εργάζονται στα νοσοκομεία της χώρας; Και, αν κάποιος ζητούσε 20.000 προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού, δεν θα χαρακτηριζόταν αιθεροβάμων το λιγότερο;
Το libre.gr. ξαναθυμίζει, επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο μια έρευνα για την κατάσταση, τα τρωτά σημεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μια έρευνα που ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο, λίγες ημέρες πριν ο κοροναϊός χτυπήσει την πόρτα της πατρίδας μας. Γι’ αυτό ίσως λησμονήθηκε τόσο γρήγορα…
Η 188σέλιδη έρευνα, που έγινε για λογαριασμό της «διαΝΕΟσις», έχει τίτλο, «Το Νέο ΕΣΥ: Η Ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας». Και, τη συγγραφική ομάδα, υπό το συντονισμό του Ι. Τούντα, αποτελούσαν οι Ι. Κυριόπουλος, Χρ. Λιονής, Μ. Νεκτάριος, Κυρ. Σουλιώτης, Ι. Υφαντόπουλος και Τασ. Φιλαλήθης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απόψεις κάποιων εκ των συγγραφέων δεν απέχουν πολύ από την προσέγγιση του κυβερνώντος κόμματος στα θέματα δημόσιας υγείας.
Μονάδες κάτω από τα όρια ασφαλείας – Κλειστές ΜΕΘ
Για τη συγγραφική ομάδα, «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οι μεγάλες ελλείψεις σε μη ιατρικό προσωπικό, και κυρίως σε νοσηλευτές. Πολλά τμήματα λειτουργούν με νοσηλευτικό προσωπικό κάτω από τα όρια ασφαλείας, ενώ άλλα, μεταξύ των οποίων και ορισμένα ιδιαίτερα σημαντικά όπως Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, δεν λειτουργούν καθόλου λόγω ελλείψεως προσωπικού. Πάνω από 20.000 υπολογίζονται οι αναγκαίες νέες προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού», σημειώνεται στην έρευνα της «διαΝΕΟσις», που εξειδικεύει στη συνέχεια:
«Οι προσλήψεις νοσηλευτών μέσω ΑΣΕΠ χρειάζονται 18-24 μήνες για να ολοκληρωθούν, ενώ το αρμόδιο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας καθυστερεί ή αναβάλλει τις σχετικές διαδικασίες για λόγους δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι σήμερα η σχέση νοσηλευτικού προς ιατρικού προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι περίπου 1,3, όταν διεθνώς ως άριστη σχέση θεωρείται το 2-3 νοσηλευτές προς 1 ιατρό ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε συστήματος».
Μια ματιά στο τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο πείθει και τον πιο δύσπιστο για τις ελλείψεις του ΕΣΥ: «Στις χώρες του ΟΟΣΑ, ο τομέας της υγείας απορροφά το 10,1% του συνόλου του εργατικού δυναμικού. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις χώρες μέλη, με τις Σκανδιναβικές Χώρες (Νορβηγία 20,4%, Δανία 18%, Σουηδία 16,7%) να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης στον τομέα της υγείας, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά (μόλις στο 5,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας)».
Χωρίς όραμα και αξιοπρεπείς μισθούς
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού επιτείνεται από τις αποσπάσεις «σε διοικητικές θέσεις, εντός αλλά και εκτός του υγειονομικού συστήματος, παρά τις εκάστοτε κυβερνητικές εξαγγελίες περί άμεσης επιστροφής στις θέσεις τους». Ταυτοχρόνως, «μεγάλα κενά παρουσιάζονται και στις διοικητικές και τεχνικές υπηρεσίες. Οι προσλήψεις στις υπηρεσίες αυτές είναι ελάχιστες και τα κενά συχνά συμπληρώνονταν με μετατάξεις μη κατάλληλου προσωπικού». Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η «γήρανση» των λειτουργών υγείας, «χωρίς ουσιαστικό όραμα και κίνητρο προσφοράς».
Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει προφανώς να λάβουν υπόψη τους στην κυβέρνηση είναι η διαπίστωση ότι «οι εργαζόμενοι όλων των υπηρεσιών των νοσοκομείων, εκτός από το μεγάλο φόρτο εργασίας που δέχονταν εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, επιβαρύνονται και από τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς, αλλά και τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας». Αποτέλεσμα; Υψηλοί ρυθμοί πρόωρης αποχώρησης από το επάγγελμα, λόγω της επαγγελματικής εξουθένωσης που αναδεικνύεται σε πολλές σχετικές μελέτες.
Πληθώρα γιατρών, έλλειψη νοσηλευτών
Πάντως, νοσηλευτικό προσωπικό μπορεί να μην έχουμε, διαθέτουμε όμως υπερεπαρκή αριθμό γιατρών (αλλά όχι ορθά κατανεμημένο ανά ειδικότητα και γεωγραφική περιφέρεια, όπως θα καταγραφεί στη συνέχεια): παρατηρείται, έτσι, «σημαντική ιδιομορφία της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών και τον μικρότερο αριθμό νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Για το νοσηλευτικό προσωπικό ειδικότερα «στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι δείκτες ήταν τόσο το 2000 όσο και το 2016 οι χαμηλότεροι της Ευρώπης με τιμές 2,8 νοσηλευτές/τριες ανά 1.000 κατοίκους το 2000 και 3,3 το 2016», την ώρα που «την περίοδο 2000-2016 παρουσίασε υπερδιπλάσια αύξηση του ιατρικού της δυναμικού, η οποία ανήλθε στο 51% παρά την ιατρική μετανάστευση. Δηλαδή αύξηση από 4,47 ιατρούς ανά 1.000 κατοίκους το 2000, στους 6,59 γιατρούς το 2016».
«Εξαγωγή» γιατρών – νοσηλευτών
Και το brain drain? Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) και του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), «περισσότεροι από 18.000 Έλληνες ιατροί έχουν μεταναστεύσει λόγω της οικονομικής κρίσης και εργάζονται στο εξωτερικό», ως επί το πλείστον στη Γερμανία.
Εκτός, όμως, από την ιατρική μετανάστευση παρατηρείται επίσης μεγάλη νοσηλευτική μετανάστευση, παρά τη σημαντική έλλειψη νοσηλευτικού δυναμικού στη χώρα μας. Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας, «από το 2016 έως και το 2019 έφυγαν για εργασία στο εξωτερικό 1.207 νοσηλευτές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκ των οποίων το 80% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ιατρική, αλλά και η νοσηλευτική μετανάστευση, επιφέρουν δύο σημαντικές ζημιές στην ελληνική κοινωνία. Η πρώτη αφορά στο μεγάλο κόστος εκπαίδευσης λόγω των σημαντικών πόρων που επενδύονται, ιδιαίτερα για την εκπαίδευση των γιατρών, και η δεύτερη τη διαφυγούσα παραγωγικότητα ικανών στελεχών», αναφέρει η έκθεση της «διαΝΕΟσις».
Συνωστισμός σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη
Όμως, η συγγραφική ομάδα εντοπίζει και δύο ακόμη προβλήματα:
- Το πρώτο, ότι «η Ελλάδα παρουσιάζει τις μεγαλύτερες γεωγραφικές ανισότητες σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Από όλες τις υπάρχουσες μελέτες αναδεικνύεται η ανισοκατανομή του ανθρώπινου δυναμικού, με μεγαλύτερα μεγέθη στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, έπονται οι Περιφέρειες όπου λειτουργούν Τμήματα Ιατρικής στα αντίστοιχα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, ενώ οι υπόλοιπες Περιφέρειες έχουν τον μικρότερο αριθμό σε σχέση με τον πληθυσμό».
- Και το δεύτερο, ότι «στην περίπτωση της χώρας μας ενώ υπάρχει υπερπροσφορά γιατρών σε ειδικότητες όπως η χειρουργική, η γυναικολογία, η παθολογία, η ωτορινολαρυγγολογία, παρατηρείται σημαντική έλλειψη, εκτός από την ειδικότητα της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής, στις ειδικότητες της Ιατρικής της Εργασίας και της Δημόσιας Υγείας – Κοινωνικής Ιατρικής (όπως πρόσφατα μετονομάστηκε), ενώ δεν υφίστανται άλλες ειδικότητες όπως της γηριατρικής και της αποκατάστασης».
Νίκος Παπαδημητρίου