Γιατί η ελληνική οικονομία θα ορθοποδήσει δυσκολότερα
Ήταν (άλλη) μία καλή μέρα για την κυβέρνηση η χθεσινή: όχι μόνο για τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου που αναγνώριζαν την έγκαιρη ελληνική αντίδραση απέναντι στον κοροναϊό. Αλλά και για την απόφαση της ΕΚΤ να δεχθεί τα ελληνικά ομόλογα. Για το μέτωπο της οικονομίας ωστόσο, τα δύσκολα είναι μπροστά –και είναι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας (εξάρτηση από τουρισμό, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δύσκολα θα αντέξουν στις σημερινές συνθήκες κ.α.) που κάνουν την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης δυσκολότερη.
Μότο της παρέμβασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι η πυροσβεστική παρέμβαση της κυβέρνησης, του Υπουργείου Οικονομικών, με μέτρα για εργαζόμενους και επιχειρήσεις πρέπει να γίνει ΤΩΡΑ, και όχι αργότερα, που, όπως φαίνεται, προκρίνει η οδός Νίκης.
Το «γιατί» ζητά εδώ και τώρα μέτρα η Κουμουνδούρου εξηγείται από μια ανάλυση που έγινε για λογαριασμό του think tank του ΣΥΡΙΖΑ, του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, μια ανάλυση που παραδόθηκε μία εβδομάδα πριν τις σχετικές ανακοινώσεις.
Την ανάλυση, που έχει τίτλο, «Οι ασύμμετρες επιπτώσεις στην ελληνική επιχειρηματικότητα από την κρίση του Coronavirus» και φέρει την υπογραφή της Βάλιας Αρανίτου, αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κρήτης, παρουσιάζει το libre.gr.:
Παίρνοντας ως αφετηρία ότι «το μέγεθος των επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία από την εν εξελίξει κρίση που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού υπολογίζεται ότι θα είναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, μεγαλύτερο από εκείνο που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008», η συντάκτις της έκθεσης κάνει στη συνέχεια μια κρίσιμη για τη συνέχεια, παρατήρηση:
«Όπως ωστόσο επισημαίνεται (The Economist-Intelligence Unit), το ύψος και η μορφή αυτών των επιπτώσεων δεν θα κινηθούν ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες. Θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τα δημοσιονομικά μέτρα και την ανταπόκριση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τη δομή και διάρθρωση των διαφορετικών οικονομικών πολιτικών αλλά και τη σύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το μέγεθος των επιχειρήσεων και τον κλάδο που αυτές δραστηριοποιούνται. Δηλαδή με την δομή της οικονομίας της κάθε χώρας».
Ειδικότερα, «οικονομίες με μεγαλύτερο μερίδιο μικρών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν κλαδική εξάρτηση από τον τουρισμό ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρότερες αναταράξεις από άλλες. Και τούτο γιατί οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι πολύ πιθανότερο να κινδυνεύσουν από πτώχευση.
Παράλληλα, ο τομέας του τουρισμού δεν πρόκειται να ορθοποδήσει εύκολα. Το σοκ θα είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμο, εάν δεν αναπτυχθεί το εμβόλιο ή στην καλύτερη περίπτωση κάποια κατάλληλη θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση του ιού. Μόνο με αυτή την ασφάλεια θα μπορούν να προγραμματιστούν ταξίδια και να επανέλθουν οι προσδοκίες των καταναλωτών».
Στον αντίποδα, «οικονομίες με πρωτογενή ή δευτερογενή παραγωγή, με άλλα λόγια, αυτές των οποίων το ΑΕΠ δεν εξαρτάται τόσο από τον τουρισμό, πιθανότατα θα βιώσουν μια ταχύτερη ανάκαμψη, η οποία βέβαια εξαρτάται και από την τελική ανασύνταξη της εφοδιαστικής αλυσίδας».
Όμως, όπως επισημαίνει, η Β. Αρανίτου, «η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ τόσο στον αριθμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και στο μερίδιο που κατέχει ο τουρισμός στο ΑΕΠ της χώρας. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα βαίνει φθίνουσα, με τη βιομηχανική παραγωγή να μειώνεται κατά 12% μεταξύ του 2018-2019.
Στην χώρα το 97,3% των επιχειρήσεων είναι micro επιχειρήσεις (ή αυτοαπασχολούμενοι) με συμμετοχή στο 57,1% στη συνολική απασχόληση και 22,7% στην συνολική προστιθέμενη αξία. Οι μικρές επιχειρήσεις βγήκαν από την χρηματοπιστωτική κρίση πιο αδύναμες, με μεγάλη δυσκολία πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης, αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις και μια αγορά με περιορισμένη εσωτερική ζήτηση. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ύψος του ιδιωτικού χρέους το οποίο στην Ελλάδα είναι (αρκετά) πάνω από το 100% του ΑΕΠ (226 δισ. ευρώ) καθιστούν την επόμενη ημέρα θολή.
Ταυτόχρονα με την παραπάνω διαπίστωση, έρχεται να προστεθεί και η εξαιρετικά υψηλή συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ που αγγίζει το 20% περίπου. Ειδικά στην Ελλάδα οι απώλειες μόνο για το τρίμηνο Μάρτιος-Μάιος θα είναι πάνω από 2,17 δισ.», εκτιμά η αν. καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης, επικαλούμενη στοιχεία από το Παγκόσμιο Ταξιδιωτικό και Τουριστικό Συμβούλιο.
Παράλληλα, «η παραπάνω εικόνα φαντάζει ‘γκρίζα’ τόσο από την οπτική των επιπτώσεων για την ελληνική οικονομία όσο και αναφορικά με το μέλλον των πολύ μικρών επιχειρήσεων, αλλά, και του ‘όλου αστερισμού της μικρής επιχειρηματικότητας’ γύρω από τον τουριστικό τομέα και βεβαίως για τον τουριστικό τομέα. Ο κίνδυνος για εκτίναξη της ανεργίας όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των μικρών επιχειρηματιών είναι μεγάλος. Οι φόβοι ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις ενδεχομένως να μην ξανά-ανοίξουν είναι απολύτως βάσιμοι. Οι παρενέργειες θα είναι πολλαπλάσιες αφού θα θιγούν περιοχές όπως η επαγγελματική στέγη και τα εισοδήματα που της αναλογούν (σε καθεστώς ενοικίου περίπου το 70%), το ιδιωτικό χρέος, ο κοινωνικός ιστός των πόλεων, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα. Συγχρόνως θα αμφισβητηθεί και το αναπτυξιακό μοντέλο που διαχρονικά έχει επενδύσει στον τουρισμό που μάλλον φαίνεται ότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά της βαριάς βιομηχανίας».
Κλείνοντας με το σκέλος των προτάσεων, η Β. Αρανίτου πιστεύει ότι «η παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ενισχύσει τα δομικά γνωρίσματα της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει ωστόσο να επαναπροσδιορίσει και την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας. Η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, ιστορικός πυλώνας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, θα πρέπει να υποστηριχθεί μετά από μια δεκαετία ύφεσης ώστε να προσαρμοστεί όχι μόνο στις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις αλλά και να βρει το ρόλο και το χώρο της στην αναγκαία και επείγουσα οικονομική ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας. Μιας ανασυγκρότησης που φυσικά θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τις συνέπειες/μαθήματα από την κρίση της πανδημίας. Μιας ανασυγκρότησης που θα ξεκαθαρίζει με τους λογαριασμούς της με τις ευκολίες που παρελθόντος και θα αξιοποιεί τις δυνατότητες της του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο που διαμορφώνει η δυναμική του διεθνούς περιβάλλοντος».
Νίκος Παπαδημητρίου