Φάκελος libre/ Η “μεγάλη παραίτηση” (μέρος 2ο)- Έχει φθάσει τελικά στην Ελλάδα το φαινόμενο;
Η περίοδο του lockdown λόγω της πανδημίας έφερε μια σειρά από αλλαγές στις προτεραιότητες πολλών ανθρώπων που επαναπροσδιόρισαν τους επαγγελματικούς τους στόχους και τις προτεραιότητες στη ζωή τους.
Συνεντεύξεις Χρόνης Διαμαντόπουλος
Ωστόσο ενάμισι χρόνο μετά την εμφάνιση του φαινομένου, μόνο πιθανές είναι οι ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για να περιγράψει κανείς τι πραγματικά συνέβη. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την Ελλάδα όπου το αυτό που ονομάστηκε «μεγάλη παραίτηση» φαίνεται να έχει άλλα χαρακτηριστικά.
Στο δεύτερο μέρος τη έρευνας του libre επιστήμονες και παράγοντες της αγοράς επιχειρούν να προσεγγίσουν το φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο. Οι γνώμες διίστανται αν τελικά έχει επηρεάσει τη χώρας μας ή όχι.
Για παράδειγμα ο επίτιμος διδάκτορας στο ΠΑ.ΠΕΙ κ. Ι. Χατζηθεοδοσίου θεωρεί ότι δεν υπάρχει τέτοιο φαινόμενο στην Ελλάδα εξηγώντας πως ο δείκτης ανεργίας είναι τόσο υψηλός που δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί που να σκέφτονται την παραίτηση από την εργασία τους.
Στο δεύτερο μέρος μιλούν επίσης στο libre ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, διευθυντής του Eteron – Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή Θοδωρής Καπράλος Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Ο Πρόεδρος του Ε.Ε.Α και Επίτιμος Διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ. Ιωάννης Χατζηθεοδοσίου, δεν πιστεύει ότι η «μεγάλη παραίτηση» έχει φτάσει στην Ελλάδα.
«Για να γίνω πιο συγκεκριμένος», λέει ο ίδιος, «η υφιστάμενη κατάσταση στη χώρα μας σχετικά με τα εργασιακά, είναι τελείως αντίθετη από ότι στις ΗΠΑ. Με την επέλαση της ακρίβειας, τον κίνδυνο που διατρέχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να βάλουν λουκέτο από τη μια μέρα στην άλλη επειδή δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο αυξημένο κόστος λειτουργίας τους και στην αδυναμία των νοικοκυριών να αγοράσουν ακόμα και βασικά αγαθά, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αγωνιούν μήπως χάσουν τη δουλειά τους.
Ο δείκτης ανεργίας είναι τόσο υψηλός που δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί που να σκέφτονται την παραίτηση από την εργασία τους. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις και στην Ελλάδα που κάποιοι παραιτούνται γιατί έχουν βρει κάποια καλύτερη απασχόληση, όμως εκτιμώ ότι πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά και σε καμία περίπτωση για έναν γενικό κανόνα».
Δεν έγιναν οι Έλληνες τεμπέληδες και δεν “κακόμαθαν” από τα πανδημικά επιδόματα
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, διευθυντής του Eteron – Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή πιστεύει ότι «οι ανακοινώσεις των εμπλεκόμενων φορέων για σημαντική έλλειψη εργαζομένων στον κλάδο του τουρισμού φέτος στην Ελλάδα έχει πυροδοτήσει τη συζήτηση για τον αν η τάση της λεγόμενης “Μεγάλης Παραίτησης” έχει φτάσει και στην χώρα μας. Δεν είναι σαφές αν οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας του κλάδου του τουρισμού αποτελούν ακριβές αντίτυπο των εξελίξεων στο εξωτερικό που περισσότερο σχετίζονται με την αλλαγή στάσεων ζωής εξαιτίας της πανδημίας».
Όπως εξηγεί ο ίδιος «σίγουρα πάντως αν δούμε την προσαρμογή αυτού του φαινομένου στις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής αγοράς εργασίας, θα στραφούμε κατεξοχήν σε έναν κλάδο στον οποίο συχνά έχει αναφερθεί ότι λειτουργεί σε ένα εργασιακό “καθεστώς εξαίρεσης”. Το γεγονός ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες χώρες, έχει οδηγήσει σε μία ιδιότυπη κλαδική πολιτική από το ελληνικό κράτος. Η ιδιοτυπία αυτή σχετίζεται με το ότι ενώ δεν δίνεται βάρος σε πολιτικές άμεσης στήριξης, η δημιουργία μιας εργασιακής συνθήκης που συμπιέζει ιδιαίτερα το εργατικό κόστος σε συνδυασμό με την απουσία ελέγχων για την τήρηση της νομιμότητας στην αγορά εργασίας, στην πραγματικότητα επιδοτεί έμμεσα τις τουριστικές επιχειρήσεις. Με δεδομένο ότι ο κλάδος του τουρισμού είναι κλάδος εντάσεως εργασίας, μία τέτοια πολιτική διευκολύνει στη συγκράτηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και στην επίτευξη μιας καλύτερης κατάταξης στην λεγόμενη “ανταγωνιστικότητα τιμής”. Κάποιος εύλογα θα μπορούσε να αντικρούσει την παραπάνω θέση ισχυριζόμενος ότι μία τέτοια στρατηγική ανταγωνιστικότητας δεν προκρίνεται απαραίτητα από τους μεγάλους “παίκτες” του κλάδου, που προτιμούν να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους με βάση τις ποιοτικές υπηρεσίες και με αυτό τον τρόπο να στοχεύουν σε “τουρίστες-πελάτες” υψηλότερου εισοδήματος. Παρόλα αυτά όμως ακόμα και αυτοί -σε τελική ανάλυση- ευνοούνται από την ύπαρξη χαμηλού εργατικού κόστους, αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους τους.
- Επομένως η δημιουργία όρων απασχόλησης με χαμηλούς μισθούς σε σχέση με την παραγωγικότητα εργασίας (χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας) που σχετίζεται όχι μόνο με τις καθαρές απολαβές, αλλά με τις εργασιακές συνθήκες, τα ωράρια και τις ημέρες εργασίας, τα συνοδευτικά κόστη διαβίωσης, την ύπαρξη και τον σεβασμό κλαδικών συμβάσεων και τον έλεγχο της τήρησης της νομιμότητας από την Επιθεώρηση Εργασίας, είναι μία συνειδητή (κλαδική) πολιτική που φέτος φαίνεται να απειλεί τον κλάδο και το παρεχόμενο προϊόν του.
Ένα αξιοσημείωτο της περίπτωσης της μη-κάλυψης των θέσεων εργασίας φέτος στον τουρισμό είναι αυτό μπορεί να εξηγηθεί με κομμάτια της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας, που συχνά στην πράξη περνούν σε δεύτερη μοίρα, ενώ κάποια άλλα υπερτονίζονται. Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία της προσφοράς εργασίας βασίζεται στην υπόθεση ότι ο εργαζόμενος έχει να επιλέξει ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο του χρόνο. Η επιλογή του να εργαστεί σχετίζεται με την ύπαρξη ενός ελάχιστα αποδεκτού μισθού (reservation wage) που τον πείθει να επιλέξει την εργασία σε σχέση με την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του. Σε ένα γενικότερο κλίμα μείωσης των πραγματικών απολαβών των εργαζομένων (ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού), ο ελάχιστα αποδεκτός μισθός αυτός γίνεται όλο και χαμηλότερος. Ακόμα και σε αυτή τη συνθήκη όμως, αν ο μισθός που προσφέρεται είναι ακόμη χαμηλότερος από τον μισθό που θα έπειθε τον εργαζόμενο να δεχτεί την θέση εργασίας, τότε ο τελευταίος δεν έχει κανέναν λόγο να το κάνει.
Και αυτά τα οικονομικά που διδάσκονται στο πρώτος έτος ενός οικονομικού τμήματος αρκούν για να ερμηνεύσουν την -όχι και τόσο μεγάλη παραδοξότητα- που βιώνουμε σήμερα στον τουρισμό. Εν ολίγοις δεν έγιναν οι Έλληνες τεμπέληδες και δεν “κακόμαθαν” από τα πανδημικά επιδόματα. Οι συνθήκες εργασίας έγιναν χειρότερες και εκεί πρέπει να εστιάσουν οι όποιες πολιτικές».
Στην Ελλάδα μεγάλες αυξήσεις παρά τον πληθωρισμό είναι δύσκολες
Ο Θοδωρής Καπράλος Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς και Β’ Αντιπρόεδρος Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας θεωρεί ότι «αν και σε παγκόσμιο επίπεδο έχει παρατηρηθεί πως το μεγαλύτερο ποσοστό των παραιτήσεων αφορούν τελικά σε μετακινήσεις εντός του ίδιου κλάδου με σκοπό την αύξηση του μισθού, στην Ελλάδα φαίνεται πως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Αναμφίβολα, οι πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν σε επιθυμία για αυξήσεις μισθών. Όμως, πέρα από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού, μεγάλες αυξήσεις σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον είναι δύσκολες. Πολλοί κλάδοι της οικονομίας μας συνεχίζουν να βρίσκονται σε βαθιά ύφεση, ενώ άλλοι που φαίνεται να ανακάμπτουν, επουλώνουν ακόμη προηγούμενες πληγές. Ακόμη παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε σημαντικούς κλάδους όπως τουρισμός, εστίαση, κατασκευές».
Όπως αναφέρει:
- «μια κρίσιμη παράμετρος, είναι η διατήρηση της επιθυμίας για εργασία και προσφορά ως ένα βασικό κύτταρο προόδου της κοινωνίας, μακριά από την λογική των επιδομάτων και των εύκολων λύσεων. Μετρήσεις έχουν δείξει, πως στην χώρα μας το 40% θα επέλεγε να μην εργαστεί καθόλου σε περίπτωση που οι οικονομικές του αποδοχές δεν αποτελούσαν τροχοπέδη για την προσωπική του διαβίωση».