Φάκελος libre/Η “Μεγάλη Παραίτηση” και οι Generation Z και X (Μέρος 1ο): Τι είναι και πότε εμφανίστηκε – Αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας
Το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» παρουσιάστηκε την περίοδο του lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κοροναϊού κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μ. Βρετανία. Τότε εκατομμύρια εργαζόμενοι αναθεώρησαν τις επαγγελματικές τους προτεραιότητες αποφασίζοντας είτε να εργαστούν σε άλλους τομείς, αναζητώντας καλύτερες αμοιβές ή συνθήκες εργασίας ή έκαναν «ένα διάλειμμα», χωρίς ωστόσο να προσδιορίζουν τη διάρκειά του.
Συνεντεύξεις Χρόνης Διαμαντόπουλος
Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα; Τι ισχύει με την ελληνική εκδοχή αυτού του παγκοσμίου φαινομένου; Είναι και ελληνικό φαινόμενο ή έχει λάβει μια άλλη εκδοχή;
Το libre ανοίγει σήμερα τον “φάκελο” για το φαινόμενο της “μεγάλης παραίτησης”, που θα παρουσιαστεί σε τρία μέρη… για το πώς και από πού ξεκίνησε, πόσο έχει επηρεάσει αλλά και κυρίως ποια επαγγέλματα, στον ελλαδικό εργασιακό χώρο…
- Ειδικοί επιστήμονες και εκπρόσωποι επαγγελματικών κλάδων δίνουν τις δικές τους απαντήσεις και επιχειρούν μέσα από αναλύσεις και έρευνες να σκιαγραφήσουν την εξέλιξη του πρωτόγνωρου φαινομένου.
Στο πρώτο μέρος οι καθηγητές Σάββας Ρομπόλης και Βασίλης Μπέτσης αναλύουν την τάση της μη εργασίας και επιχειρούν, μέσα από το γενικότερο πρίσμα της αγοράς εργασίας, να αναγάγουν τα συμπεράσματα στην Ελλάδα και ειδικά στον αγροτικό τομέα και τον τομέα του τουρισμού.
Τη δική τους οπτική για το αν η “μεγάλη παραίτηση” έχει φθάσει στην Ελλάδα με τις εγχώριες ιδιαιτερότητες, δίνουν επίσης ο Χρήστος Α. Ιωάννου, διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, και ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς.
Καταρχάς ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σ. Ρομπόλης και Δρ. του Παντείου Β. Μπέτσης, περιγράφοντας το τι έχει συμβεί θυμίζουν:
«Η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs σε πρόσφατη (Μάρτιος 2022) μελέτη της, επισήμανε τους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει η τάση της μη εργασίας (anti-work τάση) που παρουσιάζεται κατά τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας της Covid-19 από την Generation Z (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012) και την Generation X (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996). Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην συγκεκριμένη μελέτη, τον Σεπτέμβριο του 2021 4,4 εκατ. άτομα εγκατέλειψαν την εργασία τους, από τα οποία τα 3,4 εκατ. άτομα πιθανόν να αφυπηρετήσουν λόγω συνταξιοδότησης. Ως βασικός λόγος της παρατηρούμενης τάσης της μη εργασίας θεωρείται το εργασιακό περιβάλλον, αλλά κυρίως θεωρούνται οι χαμηλοί μισθοί και η εργασιακή ανασφάλεια που προκαλούν οι αυξανόμενες εισοδηματικές, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Επιπλέον, στην μελέτη (Goldman Sachs, 2022) αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια της πανδημίας οι δισεκατομμυριούχοι αύξησαν τις περιουσίες τους κατά 2,1 τρις δολάρια, ενώ πολλοί αμερικανοί έμειναν χωρίς εργασία, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να έχουν μια απέχθεια προς την εργασία εφόσον αυτή δεν αμείβεται με ένα ικανοποιητικό μισθό και δεν ασκείται σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο εργασιακού περιβάλλοντος, με την έννοια του σεβασμού των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και της μη ύπαρξης οποιασδήποτε μορφής διακρίσεων (φυλετικές, φύλου, κοινωνικές). Στο υπόβαθρο αυτών των κριτηρίων επιλογής της εργασίας από ορισμένες κατηγορίες του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ, παρατηρείται ότι σήμερα, σύμφωνα με την συγκεκριμένη μελέτη, το ποσοστό συμμετοχής (participation rate) του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο εργατικό δυναμικό στην Αμερική ήταν πριν την πανδημία 64%, παρουσιάζοντας μία αυξητική τάση, ενώ μετά την πανδημία το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό δεν υπερβαίνει το 62%».
- Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο και να το φέρουμε στα ελληνικά μέτρα, ίσως κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει σε βασικούς τομείς της οικονομίας αυτή την εποχή, όπου δεν είχαμε ή δεν έχουμε αποχωρήσεις. Έχουμε όμως δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίες κενές. Ανθρώπους δηλαδή που μπορούν να εργαστούν αλλά δεν πάνε. Αυτό συμβαίνει στον τουρισμό και στον αγροτικό τομέα.
Ειδικά στον τουρισμό, υπάρχει τεράστιο πρόβλημα καθώς πολλοί που καλούνται να εργαστούν για 4 έως 6 μήνες στα νησιά του Αιγαίου και όχι μόνο, δεν αποφασίζουν να εργαστούν. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι οι χαμηλές αμοιβές και ο δεύτερος και πιθανόν σοβαρότερος λόγος οι συνθήκες διαβίωσης. Μόλις πριν λίγα χρόνια έγινε γνωστό ότι εργαζόμενοι σε μεγάλες τουριστικές μονάδες, όταν δεν εργαζόντουσαν ζούσαν σε κοντέινερ υπό άθλιες συνθήκες με χαμηλές αμοιβές. Και γι’ αυτό η «παραίτηση» από την εργασία για τους περισσότερους ήταν μονόδρομος.
Όπως σημειώνουν οι Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης «ειδικά για την χώρα μας έχουν διεξαχθεί δύο έρευνες, η πρώτη της Randstad (21 Φεβρουαρίου – 23 Μαρτίου 2022) όπου στο δείγμα των 35.000 εργαζομένων οι 800 ήταν από την Ελλάδα και η δεύτερη της PeopleCert και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (9 Μαρτίου με 23 Μαρτίου) σε δείγμα 1.040 εργαζομένων. Και στις δύο μελέτες παρατηρείται και στην χώρα μας το ίδιο φαινόμενο με τους εργαζομένους να είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν από την εργασία τους εάν δεν είναι ικανοποιημένοι από την αμοιβή και εάν έχουν μεγάλη πίεση και άγχος σε σημείο που να επηρεάζει την προσωπική τους ζωή. Το φαινόμενο αυτό. σύμφωνα με τις μελέτες, παρουσιάζεται κυρίως στον τουρισμό όπου υπάρχουν 50.000 κενές θέσεις εργασίας με τους εργαζομένους να υποστηρίζουν πως θα ήθελαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, διαμονής και καλύτερες αμοιβές. Επίσης, έντονο είναι το συγκεκριμένο φαινόμενο και στον κλάδο των Σούπερ Μάρκετ, όπου οι υπεύθυνοι των τμημάτων προσωπικού δήλωσαν ότι δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους και η κύρια αιτία είναι το σπαστό ωράριο, η συχνή τετράωρη εργασία και οι συχνές μετακινήσεις σε άλλα καταστήματα για να καλύπτονται διάφορα κενά από έλλειψη προσωπικού. Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα συμβεί εάν η τάση αυτή εξελιχθεί σε έναν «μακροπρόθεσμο κίνδυνο», ο οποίος θα δημιουργήσει συνθήκες χαμηλής συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό;
Βέβαια, είναι προφανές ότι μία τέτοια τάση χαμηλής συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό που θα συντελεστεί σε κάθε χώρα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην αγορά εργασίας, όσο και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
- Για παράδειγμα στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό κατά την περίοδο 2011-2021 διατηρείται σταθερά κάτω από το 60%, με τον μέσο όρο της συγκεκριμένης περιόδου να είναι 59%. Αυτό σημαίνει ότι από τον πληθυσμό που είναι σε ηλικία εργασίας, μόλις το 59% συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό».
Όσα υποστηρίζουν οι δύο επιστήμονες καταγράφονται στο παρακάτω διάγραμμα:
Τα στοιχεία αυτά είναι απογοητευτικά καθώς , στην τελευταία έκθεση του Ageing Working Group (AWG 2021) στην οποία εξετάζεται, μεταξύ άλλων, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, στις μεθοδολογικές παραδοχές της λαμβάνει υπόψη ότι αυτός ο δείκτης από 59% το 2020 θα αυξηθεί στο 62% μέχρι το 2025, στο 64% το 2030 και θα προσεγγίσει το 71% το 2070.
- Με λίγα λόγια το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα απωλέσει έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές ύψους 0,5% του ΑΕΠ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2022 – 2070. Αυτό σημαίνει απώλειες 1,2 δισ. € ετησίως και συνολικά 42 δισ. € με τις σημερινές αξίες.
Με βάση τα στοιχεία που είδαμε έως τώρα, σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες το εύρημα Ageing Working Group «μας αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο την αναγκαιότητα αποτροπής της σταδιακής μείωσης του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο εργατικό δυναμικό. Όμως, αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται, εκτός από την έγκαιρη και συστηματική παρακολούθηση της συγκεκριμένης τάσης, ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η χρηματοδότηση μίας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής, η οποία, μεταξύ των άλλων, θα εστιάζεται στην αύξηση των γεννήσεων, του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού. Η στρατηγική αυτή προϋποθέτει επιπλέον την δημιουργία ενός βέλτιστου επιπέδου εργασιακού περιβάλλοντος, τόσο σε όρους δημοκρατίας, ισότητας, αμοιβών και συνθηκών εργασίας, όσο και σε όρους εργασιακών σχέσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ασφάλειας στην εργασία, με την ολιστική αλλαγή του υφιστάμενου στην Ελλάδα, κατά βάση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, θεσμικού εργασιακού πλαισίου».
Η πανδημία έφερε το μέλλον της εργασίας στο παρόν
Η «μεγάλη παραίτηση», μετατράπηκε σε φαινόμενο όταν οι οικονομικοί κυρίως αναλυτές αναζήτησαν τα ίχνη του εκτός ΗΠΑ όπου διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη διάρκεια της πανδημίας στις αρχές του 2021. Τότε υπήρξαν και τα πρώτα δημοσιεύματα ενώ ακολούθησαν μελέτες που βασίστηκαν σε οικονομικά στοιχεία. Και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ξεκίνησε η αναπαραγωγή για να διαπιστωθεί εάν όσα συνέβησαν στις ΗΠΑ, συνεχίστηκαν και σε άλλα μέρη του κόσμου.
«Ας κατανοούμε την μεγάλη εικόνα, την ουσία, τις περισσότερες όψεις των πραγμάτων. Ας μην μένουμε μόνον στην ανάγνωση των τίτλων διεθνών δημοσιευμάτων. Προς αποφυγήν αναπαραγωγής κλισέ και προβολής ιδεοληψιών» τονίζει ο Χρήστος Α. Ιωάννου, διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ. Όπως αναφέρει για το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» που ξεκίνησε στις ΗΠΑ στις αρχές του 2021 με πάνω από 4,5 εκατομμύρια αποχωρήσεις και με τον μηνιαίο μέσο όρο έκτοτε να είναι πάνω από 4 εκατομμύρια αποχωρήσεις, όλοι αυτοί οι άνθρωποι «δεν πάνε σπίτι τους. Πάνε σε άλλες δουλειές. Κυρίως ανάλογες με αυτές που έκαναν πριν. Αρκετοί βρίσκουν και καλύτερες. Άλλοι ξεκινούν δικές τους δουλειές – επιχειρήσεις. Οι μεγαλύτερης ηλικίας βγαίνουν σε σύνταξη. Η κινητικότητα και η ευελιξία στις αγορές εργασίας των ΗΠΑ αυξήθηκε».
Όπως τονίζει ο Ιωάννου στις ΗΠΑ «από την πλευρά της προσφοράς, η ανεργία είναι σε ιστορικό χαμηλό, κάτω του 4%. Το ποσοστό απασχόλησης των ηλικιών 25-54 είναι γύρω στο 80%. Σε αυτές τις ηλικίες η μη προσφορά συμμετοχής στην απασχόληση είναι στο 20%. Έχουμε δηλαδή μια σφικτή αγορά εργασίας. Που τροφοδοτήθηκε από μέτρα τεράστιας νομισματικής και δημοσιονομικής επέκτασης, τρισεκατομμυρίων δολαρίων, στην οικονομία». Ο ίδιος θεωρεί ότι «οι διαφορές δεν είναι μόνον ποσοτικές – στους δείκτες. Είναι και ποιοτικές. Η πανδημία έφερε το μέλλον της εργασίας στο παρόν: την τηλεργασία, την ευέλικτη και την υβριδική οργάνωση της εργασίας, τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα. Επιτάχυνε τις εξελίξεις. Κι αυτό επηρεάζει προσφορά και ζήτηση. Όποιοι θέλουν και μπορούν, αναζητούν καλύτερα όποιους θέλουν και μπορούν, για νέες και καλύτερες συνθήκες, ευελιξία, παραγωγικότητα, καλύτερους μισθούς. Η κινητικότητα βελτιώνει και τις αμοιβές».
- Σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021 που επικαλείται ο κ. Ιωάννου «δεν παρατηρείται έξαρση αποχωρήσεων. Οι 81.279 κατά μέσο όρο τον μήνα, είναι λιγότερες από τις 85.844 του 2019, παρόμοιες με τις 81.254 του 2018, τις 81.289 του 2017. Αν και περισσότερες από τις 72.162 του 2016, τις 58.762 του 2015, τις 48.799 του 2014. Ακόμη και το ‘’παγωμένο’‘ 2020, λόγω αναστολών και γενικών απαγορευτικών, υπήρχαν 62.616 αποχωρήσεις τον μήνα.
Στην Ελλάδα η ανεργία κινείται μεταξύ 12 και 13%. Το ποσοστό απασχόλησης των ηλικιών 25-54 είναι στο 73,3% από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, μαζί με την Ιταλία. Αυτό το χάσμα των 8,1 ποσοστιαίων μονάδων έναντι της ΕΕ (81,4%) ισοδυναμεί με έλλειμα 250 χιλιάδων θέσεων εργασίας για αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Οι δε κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται και στην Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο οι προθέσεις κινητικότητας. Η κινητικότητα και η ευελιξία είναι θετικές για την, ακόμη δυσλειτουργική, ελληνική αγορά εργασίας».
Από άλλες «μεγάλες παραιτήσεις» πάσχει η Ελλάδα
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΣΕΒ στην Ελλάδα πρέπει να ανησυχούμε για τη δημογραφική κρίση, καθώς επίσης και «για την ‘‘μεγάλη παραίτηση’’ της από την εγχώρια ανταγωνιστική παραγωγή», για «την ‘‘μεγάλη παραίτησή’’ των προώρων συνταξιοδοτήσεων. Για την ‘‘μεγάλη παραίτηση’’ της αδήλωτης εργασίας. Για την ‘‘μεγάλη παραίτηση’‘ από την ελληνική παιδεία. Για την ‘‘μεγάλη παραίτηση’‘ από την τεχνική και επαγγελματική παιδεία, κοκ.
Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς, με τη δική του οπτική αποδίδει «την αδυναμία πολλών επιχειρήσεων να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας» ως μία «από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης».
Ο ίδιος συγκρίνοντας την Αμερικανική με την Ελληνική οικονομία εξηγεί ότι «είναι μάλλον αδόκιμο να συγκρίνουμε και να συμψηφίζουμε αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις οικονομίες με τη δική μας. Μόνο το ποσοστό ανεργίας να συγκρίνουμε, αρκεί για να αντιληφθούμε την απόσταση που μας χωρίζει. Σήμερα, η ανεργία στην Ελλάδα εκτιμάται στο 12,5% (ΕΛΣΤΑΤ – Απρίλιος 2022), ενώ στις ΗΠΑ είναι μόλις στο 3,6% (Μάιος 2022). Προφανώς δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η ανεργία στην Ελλάδα μειώθηκε κατά περίπου 4 μονάδες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν. Άρα υπάρχει μια σταθερή αυξητική ροή ατόμων προς την απασχόληση. Από την άλλη μεριά, μπορεί στη χώρα μας να μην έχει καταγράφει κάποιο κύμα εκτεταμένης παραίτησης εργαζομένων, ωστόσο υπάρχει ζήτημα ως προς την κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, κυρίως στις δραστηριότητες εκείνες που επωφελούνται από τον τουρισμό και συγκεκριμένα στους κλάδους των καταλυμάτων και της εστίασης».
- Στο ερώτημα «τι ήταν εκείνο όμως που συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και είχε ως συνέπεια σήμερα αρκετές επιχειρήσεις των κλάδων των καταλυμάτων και της εστίασης να αναζητούν περίπου 50.000 και 40.000 εργαζόμενους αντίστοιχα, για να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας τους εν όψει της αυξημένης τουριστικής περιόδου;» ο κ. Καββαθάς απαντάει:
«Κατ’ αρχάς, η εξαιρετικά μειωμένη τουριστική περίοδος του 2020 και του 2021 προκάλεσε εργασιακή ανασφάλεια στους εργαζόμενους των δυο αυτών κλάδων, με συνέπεια ένα σημαντικό μέρος αυτών είτε να φύγουν από την Ελλάδα (στην πλειονότητα τους αλλοδαποί), είτε να ανοίξουν τις δικές τους επιχειρήσεις (κυρίως στον κλάδο της εστίασης), είτε να αναζητήσουν σε άλλους κλάδους εργασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργαζόμενοι στη διανομή (delivery) αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατά περίπου 13% ή κατά 20.000. Επίσης, οι εργαζόμενοι στον κλάδο των κατασκευών αυξήθηκαν κατά 23% ή κατά 3.500. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι παραπάνω εργαζόμενοι προέρχονται από τους τουριστικούς κλάδους, ωστόσο αποτελεί μια ενδεικτική τάση” αναφέρει στο libre ο κ. Καββαδάς και προσθέτει:
- “Ένας άλλος παράγοντας που οφείλεται και στην προσδοκούσα αυξημένη τουριστική κίνηση είναι η περαιτέρω διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας της βραχυχρόνιας μίσθωσης που απορρόφησε εργαζομένους από οργανωμένες επιχειρήσεις καταλυμάτων, ενώ παράλληλα περιορίζει τη δυνατότητα διαμονής των εργαζόμενων που προέρχονται από άλλες περιοχές. Ένας τελευταίος παράγοντας αφορά τις αμοιβές, που τουλάχιστον από τη μεριά των εργαζομένων δεν θεωρούνται αρκετά ελκυστικές. Ως προς αυτό, σημειώνω ότι αρκετές επιχειρήσεις προσφέρουν αμοιβές πολύ παραπάνω από αυτές που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και παρόλα αυτά δεν μπορούν να προσελκύσουν προσωπικό».