Επέκταση απαγορεύσεων για τους ανεμβολίαστους – Από που θα κριθεί
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην επέκταση των απαγορεύσεων που θα τεθούν σε ισχύ από τις 13 Σεπτεμβρίου κάτι που θα κριθεί από τα ραντεβού εμβολιασμού που θα κλειστούν τις επόμενες ημέρες. Εάν δεν αυξηθούν σε ικανοποιητικό βαθμό, τότε η κυβέρνηση θα σφίξει κι άλλο τον κλοιό γύρω από τους ανεμβολίαστους.
Με τις περισσότερες δραστηριότητες σε εσωτερικούς χώρους να είναι απαγορευμένες σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί, η επέκταση των μέτρων αναμένεται να αφορά κυρίως τον κλάδο της αγοράς. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η είσοδος σε εμπορικά κέντρα και mall να γίνεται με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης ή με αρνητικό εργαστηριακό τεστ. Για ακόμα μια φορά, όμως, δεν υπάρχει στο πλάνο της κυβέρνησης η εφαρμογή αντίστοιχων μέτρων στον στρατό, την αστυνομία και τις εκκλησίες. Ωστόσο, οι περισσότεροι επιστήμονες εκτιμούν ότι έχουμε φτάσει σε «ταβάνι» και οι πολίτες που θα κλείσουν ραντεβού το επόμενο διάστημα δεν θα είναι τόσοι όσοι χρειάζονται για το απαιτούμενο τείχος ανοσίας.
Πάντως, το στίγμα της κυβερνητικής πολιτικής έδειξε χθες ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης, τονίζοντας, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, πως «είναι αυτονόητο ότι οι εμβολιασμένοι θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά από τους ανεμβολίαστους». Είναι σαφές λοιπόν ότι για την προσέγγιση των πολιτών πλέον ακολουθείται η τακτική του «μαστίγιου” ενώ του “καρότου» έχει ξεχαστεί στα 150 ευρώ που δόθηκαν το καλοκαίρι στους νέους.
Την έντονη αντίδρασή της εξέφρασε χθες η καθηγήτρια Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Αθηνά Λινού για τη φιλοσοφία των νέων περιοριστικών μέτρων αλλά και την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης. Η Α. Λινού τόνισε ότι η Πολιτεία -μέσω του ΕΟΔΥ, που έχει την ευθύνη για την προαγωγή της υγείας- δεν έχει κάνει τίποτα εδώ και ενάμιση χρόνο για να εξηγήσει την αναγκαιότητα του εμβολιασμού και να δώσει απαντήσεις στους φόβους των πολιτών.
Παράλληλα, επισήμανε ότι τα νέα περιοριστικά μέτρα χρειάζονται πολλές διευκρινίσεις, καθώς είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς θα εφαρμοστούν, ενώ χρειάζεται χρόνος για να δούμε εάν θα αποδώσουν. Επίσης εξήγησε ότι είναι λάθος ο τρόπος της επικοινωνίας των μέτρων από την κυβέρνηση, καθώς το ερώτημα δεν είναι εάν είναι σωστό το lockdown στους ανεμβολίαστους, αλλά εάν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση η πρόσβαση των εμβολιασμένων σε διάφορες δραστηριότητες. Όπως χαρακτηριστικά είπε, οι επιχειρηματίες, εάν επιλέξουν να δέχονται μόνο εμβολιασμένους πελάτες, θα μπορούν να έχουν 100% χωρητικότητα στα καταστήματά τους, γεγονός που θα αποτελεί κίνδυνο, καθώς θα προκληθεί συνωστισμός. Οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν τον κορωνοϊό και σε συνθήκες συνωστισμού σε επιχειρήσεις αμιγώς για εμβολιασμένους, θα κάνουν διασπορά της νόσου στις οικογένειές τους, στα ΜΜΕ και τους χώρους εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο και με τις επιδημιολογικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, έντονη είναι η ανησυχία στους επιστήμονες. Χθες και όχι σήμερα -όπως συνήθως γίνεται- συνεδρίασε η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων για να εξετάσει την κατάσταση με την έξαρση των δεικτών του κορωνοϊού.
Στην ατζέντα των ειδικών βρίσκεται το άνοιγμα των σχολείων, η επιστροφή των ταξιδιωτών από τους τουριστικούς προορισμούς στις μεγάλες πόλεις και τα τοπικά lockdown. Πάντα στο επίκεντρο βρίσκεται η επαναφορά της καθολικής χρήσης μάσκας, τουλάχιστον για τις «κόκκινες» περιοχές.
Πάντως, εδώ και αρκετό καιρό η επιτροπή αποφεύγει να προτείνει μέτρα στην κυβέρνηση, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι πολλές φορές αγνοείται από το Μαξίμου. Πλέον παρουσιάζει την επιδημιολογική εικόνα και οι αποφάσεις αφορούν την κυβέρνηση. Άλλωστε, τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Βασίλης Κικίλιας για τους ανεμβολίαστους πολίτες δεν ήταν εισήγηση των ειδικών, αν και δεν διαφωνούν με αυτά. Ωστόσο τους προβληματίζει το γεγονός ότι αυτά θα ξεκινήσουν με το άνοιγμα των σχολείων. Συνεπώς, αν για το χρονικό διάστημα μέχρι τότε δεν αλλάξει η κατάσταση, το άνοιγμα των σχολείων θα γίνει εν μέσω έξαρσης.
Παράλληλα, η επιστροφή των ταξιδιωτών προβληματίζει τα μέλη της επιτροπής, καθώς φοβούνται επανάληψη του περσινού φθινοπώρου και της έναρξης του δεύτερου κύματος. Μάλιστα φέτος η επιδημιολογική εικόνα είναι πολύ χειρότερη σε σχέση με πέρυσι.