Εκτινάχθηκαν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων – Έσπασε το φράγμα του 4% – Χάος στις αγορές
Οι αποδόσεις των ομολόγων στις χώρες της νότιας Ευρώπης σημείωναν αισθητή άνοδο μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ για την αύξηση των επιτοκίων, με το ελληνικό 10ετούς να εκτοξεύεται.
Σημείωσε άνοδο 12 μονάδων βάσης και έφτασε στο 4,1%, που είναι το υψηλότερο ποσοστό από το 2020, αλλά πάνω από αυτό της Ιταλίας που ενισχύθηκε ως και 20 μονάδες βάσης.
Πιέσεις σε Γερμανία – Υψηλό διετίας για το ιταλικό spread
Πιέσεις και για τη Γερμανία, καθώς η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ενισχύθηκε σε νέο υψηλό από τον Ιούνιο του 2014 στο 1,47%, κατά 9 μονάδες βάσης.
Έτσι, τo ιταλικό spread, η απόδοση του 10ετούς ιταλικού κρατικού ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού, έφτασε σε υψηλό διετίας.
Οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ έβαλαν «φωτιά»
Οι ανακοινώσεις από την Κριστίν Λαγκάρντ ήταν αυτές που οδήγησαν σε άνοδο την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου πάνω από 4%. Η πρόεδρος της ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η νέα αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο να είναι μεγαλύτερη από 0,25%, που είναι η πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά το 2011.
Η ΕΚΤ επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή της να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου σε ποσά που θα υπερβαίνουν τις λήξεις των τίτλων που ήδη κατέχει. Και τούτο προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες στην ελληνική οικονομία.
Η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη να στηρίξει χώρες του νότου με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσει, αν κριθεί αναγκαίο για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης αύξησης στο κόστος δανεισμού της, το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP). Επανέλαβε, δε, ότι θα στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς:
«Σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς, που θα σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία ανά πάσα στιγμή σε διάφορες χρονικές περιόδους, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες.
Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέραν των ανακυκλώσεων των εξοφλήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικοί κλυδωνισμοί που σχετίζονται με την πανδημία». Ωστόσο, η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν διευκρίνισε εάν η στήριξη των ελληνικών ομολόγων θα συνοδεύεται και από δημοσιονομικά μέτρα.
Άλλωστε, στην περίοδο της πανδημίας εξωθήθηκε η Ελλάδα σε υπερδανεισμό, χωρίς να έχει στήριξη από κοινοτικά προγράμματα. Αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η κατανάλωση, καθώς τα νοικοκυριά ήταν υπό πίεση, περιοριζόμενα στη «στήριξη» του επιδόματος των 534 ευρώ το μήνα.
Όσον αφορά στις αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν ομόφωνα στη διάρκεια της συνεδρίασης του Δ.Σ. της ΕΚΤ στο Άμστερνταμ την Πέμπτη (9/6), η επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι «ανοίγουν» μία νέα εποχή στη νομισματική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, επί μία δεκαετία η νομισματική πολιτική επιχειρούσε να συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού, αν όχι να αποφύγει το φαινόμενο του αποπληθωρισμού, ενώ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πληθωριστική έξαρση. Η ίδια απέδωσε την εκτίναξη του πληθωρισμού, πέρα από κάθε πρόβλεψη, στη μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 39% σε σχέση με πέρυσι.
Μάλιστα η κυρία Λαγκάρντ υπεραμύνθηκε των προβλέψεων που έχει δημοσιοποιήσει η ΕΚΤ, αναφέροντας ότι όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί έχουν πέσει έξω στις προβλέψεις τους.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ εκτιμούσε τον Μάρτιο ότι ο πληθωρισμός φέτος θα διαμορφωθεί στο 5,1% ενώ η πρόβλεψη που δημοσιοποίησε σήμερα ανέβασε τον πήχη στο 6,8%. Ενώ για το 2024 προέβλεπε υποχώρησή του εντός του στόχου που έχει θέσει η ΕΚΤ, στο 1,9% (από 2,1% που ανακοίνωσε σήμερα).
Ο πληθωρισμός και οι προβλέψεις της ΕΚΤ
Αναφορικά με την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, η ΕΚΤ προβλέπει επιβράδυνση εξαιτίας των επιπλοκών που έχει προκαλέσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και της ανόδου των τιμών στην ενέργεια. Έτσι, η πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος περιορίζεται στο 2,8% (από 3,7% που ήταν τον Μάρτιο), στο 2,1% για το 2023 (από 2,8% αντιστοίχως) και στο 2,1% για το 2024 (από 1,6%).
Συνοψίζοντας η Κρ. Λαγκάνρτ υπογράμμισε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επηρεάζει σοβαρά την οικονομία της ζώνης του ευρώ με αποτέλεσμα οι προοπτικές να εξακολουθούν να περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα. Ωστόσο, υπάρχουν οι συνθήκες ώστε η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ανακάμψει περαιτέρω μεσοπρόθεσμα.
Μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης το ευρώ υποχώρησε στην αγορά συναλλάγματος στο 1,0697 δολ.
Ισχυρό το ρούβλι – Περισσότερα τα έσοδα από την ενέργεια για τη Μόσχα
Την ίδια ώρα, το ρούβλι παραμένει ισχυρό παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 20 Μαΐου κατέγραψε υψηλό ετών έναντι του δολαρίου, από τα μέσα του 2017.
Μάλιστα, ειδικός σύμβουλος του Στάιτ Ντιπάρτμεντ παραδέχτηκε ότι η Ρωσία μπορεί να εξασφαλίζει μεγαλύτερα έσοδα από τα ορυκτά καύσιμά της σήμερα από ό,τι πριν από την έναρξη της εισβολής της στην Ουκρανία, καθώς η άνοδος των τιμών παγκοσμίως αντισταθμίζει τον αντίκτυπο των προσπαθειών της Δύσης να περιορίσει τις πωλήσεις τους. τόνισε σήμερα ο ειδικός σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την ενεργειακή ασφάλεια Άμος Χόκστιν.
«Δεν μπορώ να το αρνηθώ», είπε ο ειδικός σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την ενεργειακή ασφάλεια Άμος Χόκστιν μιλώντας σε υποεπιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας για την Ευρώπη και την περιφερειακή συνεργασία για την ασφάλεια. Είχε κληθεί να απαντήσει σε ερώτηση για το αν η Μόσχα κερδίζει περισσότερα χρήματα τώρα από τις πωλήσεις αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σύγκριση με πριν από τον πόλεμο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησαν να απαγορεύσουν τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας και επέβαλαν διαδοχικές κυρώσεις προκειμένου να τιμωρήσουν τη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία.
Ενώ αυτές οι κινήσεις «πάγωσαν» τις διεθνείς συναλλαγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία, συνέβαλαν επίσης στην απότομη άνοδο των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Την ίδια ώρα, η Ρωσία κατάφερε να πωλήσει μεγαλύτερες ποσότητες σε άλλους αγοραστές, όπως η Κίνα και η Ινδία (δύο από τους μεγαλύτερους καταναλωτές), προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές σε σύγκριση με τους υπόλοιπους προμηθευτές.
Ο Άμος Χόκστιν δήλωσε ότι αν και η Ρωσία προσέφερε σε Κίνα και Ινδία έκπτωση για να ανταγωνιστεί τις τιμές άλλων προμηθευτών, η άνοδος των τιμών στην παγκόσμια αγορά σημαίνει ότι τα έσοδα είναι πιθανότατα μεγαλύτερα για τη Μόσχα τώρα.