Αυτοδυναμία ή συνεργασία; Το “κρυφό” μήνυμα μιας δημοσκόπησης ανοίγει τη συζήτηση…
Ο υπογράφων δεν υπήρξε ποτέ εξ αυτών που πετάνε εύκολα στα σκουπίδια τις δημοσκοπήσεις. Μπορεί να στάθηκα αρκετές φορές διαπορών απέναντι σε ορισμένες μετρήσεις αξιολογώντας ως μάλλον υπερβολικές κάποιες εκτιμήσεις, ωστόσο δεν απέρριψα τη διαπίστωση σχετικά με την τάση ηγεμονίας του κυβερνώντος κόμματος που αποτύπωναν όλο το προηγούμενο διάστημα- κυρίως κατά το πρώτο 18μηνο της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και ακόμα περισσότερο μετά την διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Θεωρούσα, δε, πάντοτε πως ακόμα μεγαλύτερη αξία από τα ποσοτικά στοιχεία τους έχουν τα ποιοτικά, όσο και οι τάσεις που διαμορφώνονται.
Επειδή, λοιπόν, συνέβη το παραπάνω, δικαιούμαι να επισημάνω πως όσα περιγράφει η τελευταία μέτρηση της Metron Analysis για το “Βήμα της Κυριακής” (αναλυτικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ ) δεν πρέπει να διαλανθάνουν της προσοχής μας- πολύ δε περισσότερο της προσοχής του κυβερνητικού επιτελείου.
Η δημοσκόπηση αυτή δείχνει ότι το ποσοστό της ΝΔ (28%) πέφτει, για πρώτη φορά, κάτω από το 30%. Και, επίσης για πρώτη φορά, η διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ (18,3%) πέφτει κάτω από τις δέκα μονάδες, παρά την πτώση και του ποσοστού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενισχυμένα εμφανίζονται όλα τα μικρά κόμματα με πρώτο το Κίνημα Αλλαγής, που φτάνει το 9,8% (από 8,5% στην προηγούμενη μέτρηση).
Ας έρθουμε τώρα στην τάση που αποτυπώνει η συγκεκριμένη έρευνα:
–Η επιμονή της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού πως αποκλείει κάθε ενδεχόμενο για κυβέρνηση συνεργασίας και πως οδεύουμε “αναγκαστικά” σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις -μια με απλή αναλογική και η δεύτερη με το νέο νόμο ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους που ψήφισε η τωρινή κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή- δεν ανταποκρίνεται στο αποτέλεσμα της μέτρησης. Με 28%, η Ν.Δ όχι μόνο βλέπει να απομακρύνεται το σενάριο αυτοδυναμίας -κάποιοι, μάλιστα, έλεγαν πως αυτό θα μπορούσε ίσως να συμβεί και στην πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής (όπου απαιτείται ποσοστό περίπου 48%!)-, αλλά αποτελεί προσβολή σε μία τέτοια διόλου απίθανη λαϊκή ετυμηγορία.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε, βεβαίως, να απαντήσει πως το 50% των πολιτών εμφανίζονται υπέρ των κυβερνήσεων αυτοδυναμίας, όμως το υπόλοιπο 48% δηλώνει υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας. Ως εκ τούτου έχουμε να κάνουμε με ένα διχασμένο εκλογικό σώμα και όχι με μία διάχυτη βούληση υπέρ της αυτοδυναμίας. Κάτι που μπορεί να αλλάξει ακόμα περισσότερο προϊόντος του (προεκλογικού) χρόνου και εφόσον η συγκεκριμένη τάση παγιωθεί και σε άλλες δημοσκοπήσεις. Άλλωστε, ακόμα και πολλοί ψηφοφόροι της Ν.Δ δηλώνουν πως προτιμούν μια κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό το δικό τους κόμμα.
–Είναι σαφές πως το δίλημμα της αυτοδυναμίας αποδυναμώνεται. Και σε κάθε περίπτωση με τα ποσοστά που καταγράφονται στην μέτρηση της Metron Analysis δεν είναι εφικτό- για να μην πω πως είναι ουτοπικό. Βεβαίως, η Ν.Δ θα συνεχίσει να επιμένει σε μία τέτοια προοπτική, όμως οφείλει για λόγους πολιτικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας να επεξεργάζεται και άλλα σενάρια.
Κι αυτό διότι εάν ο λαός αντιληφθεί πως το δίλημμα αυτό τίθεται εκβιαστικά μπορεί να αντιδράσει με απρόβλεπτο τρόπο. Υποδηλώνει, δε, αδυναμία και έλλειμμα δημοκρατικότητας να ξιφουλκεί κανείς κατά των κυβερνήσεων συνεργασίας αγνοώντας την τάση του εκλογικού σώματος.
Υπάρχουν, όμως, και συντριπτικά παραδείγματα σε ολόκληρη την Ευρώπη που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο την εμμονή της αυτοδυναμίας.
Στην Αυστρία (το μοντέλο του lockdown που εφαρμόζει είναι πιθανό να αντιγράψουμε κι εμείς) συγκυβερνούν το “αδελφό” της Ν.Δ Λαϊκό Κόμμα με τους Πράσινους, στην Ισπανία οι Σοσιαλδημοκράτες (Σάντσεθ) με τους Podemos, στην Πορτογαλία (την οποία συχνά αναφέρουμε ως παράδειγμα σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη αλλά και σχετικά με το μικρό “θαύμα” στη διαχείριση της πανδημίας) κυβέρνησαν επί 6 χρόνια οι Σοσιαλιστές με δύο κόμματα της Αριστεράς, στη Γερμανία θα συγκυβερνήσουν οι Σοσιαλδημοκράτες με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, στη Δανία οι Σοσιαλδημοκράτες με τους Σοσιαλιστές, στη Σουηδία η Σοσιαλδημοκράτισσα Μαγκνταλένα Άντερσον έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και προσεγγίζει τους Οικολόγους για να σχηματίσει κυβέρνηση,στη Νορβηγία συγκυβερνά μειοψηφική κυβέρνηση Εργατικών και Κεντρώων, στην Ολλανδία ο Μαρκ Ρούτε (τον οποίο φιλοξενήσαμε πριν μερικές ημέρες) συζητά επί 7 μήνες με τέσσερα κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, στην Ιταλία σχηματίστηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Μάριο Ντράγκι, η οποία απαρτίζεται από πολιτικούς και ανεξάρτητους τεχνοκράτες και υποστηρίζεται από το Κίνημα πέντε αστέρων, τη Λέγκα του Βορρά, την κεντροδεξιά Forza Italia, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το κεντρώο κόμμα Italia Viva (IV), μαζί με το Αριστερό κόμμα Ελεύθεροι και Ίσοι.
Αλλά και η ίδια η Ν.Δ δοκίμασε -και η ίδια υποστηρίζει πως έγινε…επιτυχώς- την κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, αλλά και την οικουμενική κυβέρνηση Παπαδήμου, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπορεί να απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις συνεργασίες.
Δεν θα επικαλεστώ το επιχείρημα περί των ευθυνών των μονοκομματικών κυβερνήσεων στην “βαθιά” ιστορία που οδήγησε στην οικονομική χρεοκοπία της χώρας και συντήρησε επί πολλά χρόνια ένα πελατειακό κράτος. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι: γιατί απορρίπτουν κάποιοι τις κυβερνήσεις συνεργασίας;
Είναι η πεποίθησή τους πως οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα; Η απάντηση δεν ισχύει δεδομένου ότι σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις συνεργασίας μια χαρά λειτουργούν, ή σε κάθε περίπτωση δεν λειτουργούν χειρότερα από τη σημερινή αυτοδύναμη ελληνική κυβέρνηση.
Ή είναι ο φόβος πως δια των κυβερνήσεων συνεργασίας χάνεται ο απόλυτος έλεγχος επί του κράτους; Αυτό, όμως, όχι μόνο δεν αφορά τους πολίτες αλλά αποτελεί επιχείρημα για να αποφεύγει κανείς τις μονοκομματικές κυβερνήσεις αφού ο μέσος πολίτης δεν θα έπρεπε να επιθυμεί έναν τέτοιο απόλυτο έλεγχο αλλά την δυνατότητα παρέμβασης της αντιπολίτευσης και των θεσμών, καθώς και της λογοδοσίας των κυβερνώντων.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο δημοσκοπικό εύρημα.
Με ποσοστό πέριξ του 28-30% (εφόσον αυτό παγιωθεί το επόμενο διάστημα) δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση να δηλώνει εμμονικά η κυβέρνηση πως θα επιδιώξει με κάθε τρόπο αυτοδυναμία. Το δίλημμα που έθεσε ο πρωθυπουργός (από τη ΔΕΘ) και έκτοτε επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία χάνει εκ των πραγμάτων τη “λάμψη” του όταν δημοσκοπικά έχει τη στήριξη μόνο ενός εκ των τριών ψηφοφόρων, ακόμα κι αν αυτό μεταβληθεί κατάτι σε συνθήκες “πολέμου” και πόλωσης λίγο πριν τις κάλπες. Επίσης δεν ευσταθεί το επιχείρημα περί ευρέως προβαδίσματος από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφενός γιατί κι αυτό μπορεί να αλλάξει, αφετέρου διότι κι αυτή η διαφορά ξεκίνησε από τις 18-20 μονάδες πριν ενάμισι χρόνο (Μάϊος-Ιούνιος 2020) και βρίσκεται τώρα (Metron Analysis) κάτω από τις 10 μονάδες.
Αργά ή γρήγορα θα προκύψει, άλλωστε, το ερώτημα εάν τα δύο μεγάλα κόμματα μπορούν να συγκροτήσουν κυβερνήσεις συνεργασίας, κι αν ναι με ποια άλλα κόμματα. Η απλή αναλογική είναι αμείλικτη, θα προκαλέσει εκ των πραγμάτων ανακατατάξεις και ίσως βάλει στον χάρτη έστω και πρόσκαιρα κάποια νέα πολιτικά σχήματα. Το βράδυ της Κυριακής μετά την αναμέτρηση με απλή αναλογική πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει και τότε η επιμονή στην μονοκομματική διακυβέρνηση ίσως φαντάζει προσβολή στη λαϊκή ετυμηγορία.
Θα τεθούν εκ των πραγμάτων νέα διλήμματα, από αυτό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και “μεγάλου συνασπισμού”, μέχρι την αναγκαστική αναζήτηση πιθανών εταίρων. Θεωρητικά και με βάση τις μετρήσεις η Ν.Δ διαθέτει ακόμα σαφές και άνετο προβάδισμα και ως εκ τούτου εύλογα μπορεί να προβλέψει κανείς πως θα λάβει την πρώτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θα το προσπεράσει και θα το απορρίψει με την ευκολία που το δηλώνει σήμερα εάν η μεν διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ) είναι σχετικά μικρή, εάν το δεύτερο κόμμα αποκτήσει κάποιες πιθανότητες να συγκυβερνήσει είτε με άθροισμα πάνω από 150 έδρες, είτε μειοψηφικά, κι εάν στον χάρτη έχει μπει και ένα τρίτο κόμμα (ΚΙΝΑΛ) με “ευπρόσωπη” κοινοβουλευτική δύναμη;
Όλα, δε, τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για την πρώτη αναμέτρηση (απλή αναλογική). Με ποσοστό κοντά στο 30% το πρώτο κόμμα (Ν.Δ) δεν μπορεί να κυβερνήσει αυτοδύναμα ούτε με το νέο νόμο ενισχυμένης αναλογικής. Και σε αυτή την περίπτωση θα χρειαστούν συνεργασίες. Γι αυτό ακριβώς και αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον η τάση που αποτυπώνεται στη δημοσκόπηση της Metron Analysis: “σπάει” την βεβαιότητα της παντοδυναμίας, αποδυναμώνει το σενάριο της αυτοδύναμης διακυβέρνησης και οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις. Παράλληλα καθιστά συζητήσιμο και πιθανώς αναγκαίο το θέμα των συνεργασιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ το έχει βάλει ήδη στο τραπέζι. Είναι πιθανό να αρχίσουν να το σκέπτονται και άλλοι. Και στο πλαίσιο αυτό οι εξελίξεις περί την εκλογή ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ αποκτούν ιδιαίτερη αξία. Ίσως αποβούν και καθοριστικές…
Όταν οι πολιτικοί κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει, ως γνωστόν. Γι αυτό και η αναζήτηση κοινών τόπων σε κάποια κεντρικά πολιτικά ζητήματα (όπως η διαχείριση της πανδημίας και η εξωτερική πολιτική) αναδεικνύεται ως μια μικρή πρόβα σεναρίων που ίσως καταστούν αναγκαία στο μέλλον. Η φύση και η Δημοκρατία, άλλωστε, απεχθάνεται το κενό…