Investigate Europe: Παρά το εμπάργκο 10 χώρες της ΕΕ πωλούσαν όπλα στη Ρωσία
Τουλάχιστον μέχρι πριν από έναν χρόνο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο στρατός του ήταν ακόμα καλοί πελάτες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων. Το ένα τρίτο των κρατών-μελών της Ε.Ε. έκανε εξαγωγές όπλων προς τη Ρωσική Ομοσπονδία, σύμφωνα με δεδομένα της επίσημης Ομάδας Εργασίας του Συμβουλίου Εξαγωγών Συμβατικών Οπλων (COARM), τα οποία ανέλυσαν το Investigate Europe και η «Εφημερίδα των Συντακτών».
Τα δεδομένα από τα επίσημα αρχεία εξαγωγών όπλων από τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. δείχνουν ότι μεταξύ του 2015 και του 2020, τουλάχιστον 10 χώρες έχουν κάνει εξαγωγές συνολικής αξίας 346 εκατομμυρίων ευρώ προς τη Ρωσία. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Κροατία, η Φινλανδία, η Σλοβακία και η Ισπανία -σε διαφορετική έκταση η καθεμία- έχουν κάνει πωλήσεις «στρατιωτικών εξοπλισμών» προς τη Ρωσία. Η έρευνα έδειξε πως ο όρος είναι ευρύς και μπορεί να περιλαμβάνει βλήματα, βόμβες, τορπίλες, όπλα και πυραύλους, οχήματα και σκάφη.
Τον Ιούλιο του 2014, ως απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα και στην παρουσία ρωσικών στρατευμάτων εντός του ουκρανικού εδάφους, η Ε.Ε. προχώρησε σε απαγόρευση της εξαγωγής όπλων προς τη Ρωσία.
Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση πώληση, προμήθεια, μεταβίβαση ή εξαγωγή οπλισμού και συναφούς υλικού κάθε τύπου, συμπεριλαμβανομένων όπλων και πυρομαχικών, στρατιωτικών οχημάτων και εξοπλισμού, παραστρατιωτικού εξοπλισμού και ανταλλακτικών τους στη Ρωσία από υπηκόους των κρατών-μελών ή από το έδαφος κρατών-μελών ή με σκάφη ή αεροσκάφη που φέρουν τη σημαία τους, είτε αυτά προέρχονται είτε όχι από το έδαφός τους.
Ομως, το εμπάργκο εκείνο ήταν γεμάτο παραθυράκια που επέτρεπαν στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξακολουθήσουν να πουλάνε όπλα στη Μόσχα. Απαντώντας στις ερωτήσεις που της έθεσαν το Investigate Europe και η «Εφημερίδα των Συντακτών», η Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου σχετικά με τις Εξαγωγές Συμβατικών Οπλων (COARM) υποστήριξε πως «το εμπάργκο όπλων της Ε.Ε. εξαιρούσε συμβάσεις που συνήφθησαν προ της 1ης Αυγούστου 2014 ή συμπληρώματα συμβάσεων απαραίτητα για την εκτέλεση των σχετικών συμβάσεων. Τα δεδομένα που βρίσκετε στη βάση δεδομένων θα πρέπει να υπόκεινται σε αυτή την εξαίρεση. Τα κράτη-μέλη είναι υπεύθυνα για τη συμμόρφωση με το εμπάργκο όπλων και την κοινή θέση της Ε.Ε.». Και το COARM στην απάντησή του φτάνει στο εξής συμπέρασμα: «Τα κράτη -μέλη δεν εξοπλίζουν τη Ρωσία».
Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό δεν είναι τόσο ακριβές. Ο Σίμον Βέζεμαν, επικεφαλής έρευνας του SIPRI (Stockholm International Peace Research Institute / Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνας της Στοκχόλμης για την Ειρήνη), ίσως του πιο έγκυρου διεθνώς παρατηρητηρίου για τις εξαγωγές όπλων, εξηγεί γιατί οι συνηθισμένες εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές διαφέρουν από τις εξαγωγές εξοπλισμών. «Τα όπλα αποτελούν μέρος της εξωτερικής μας πολιτικής και όχι της οικονομικής μας πολιτικής. Προτεραιότητα έχουν τα πολιτικά κριτήρια».
Σύμφωνα με τα δεδομένα του COARM, μετά το 2014 τα κράτη-μέλη εξέδωσαν περισσότερες από 1.000 άδειες εξαγωγής. Κάθε μία απ’ αυτές ήταν μια γενική άδεια που αντιστοιχούσε σε μία συγκεκριμένη συμφωνία πώλησης εξοπλιστικού υλικού. Μόλις 100 αιτήσεις για άδεια εξαγωγών απορρίφθηκαν από τις κυβερνήσεις. Ποιος βρίσκεται στην κορυφή των Ευρωπαίων εξαγωγέων; Η Γαλλία.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της γαλλικής ερευνητικής ομάδας Disclose, η Γαλλία έχει πουλήσει στη Ρωσία κατά το διάστημα που εξετάζουμε εξοπλισμούς αξίας 152 εκατομμυρίων ευρώ. Η ανάλυση δεδομένων του Investigate Europe επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Disclose και τοποθετεί τη Γαλλία στην πρώτη θέση στη σχετική λίστα: σχεδόν τα μισά όπλα (44%) που πουλήθηκαν από χώρες της Ε.Ε. προς τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις προέρχονται από τη Γαλλία.
Από το 2015, δηλαδή μετά την εφαρμογή του εμπάργκο, έχει εκδώσει άδειες εξαγωγής για εξοπλισμούς που ανήκουν στις κατηγορίες «βόμβες, πύραυλοι, τορπίλες, βλήματα, εκρηκτικές συσκευές», δηλαδή όπλα άμεσα θανατηφόρα, αλλά και για «εξοπλισμό απεικόνισης, αεροσκάφη με τα εξαρτήματά τους και “οχήματα ελαφρότερα του αέρος”».
Σύμφωνα με το Disclose, οι γαλλικές εξαγωγές περιλαμβάνουν επίσης «κάμερες θερμικής απεικόνισης για περισσότερα από 1.000 ρωσικά τανκς, αλλά και συστήματα πλοήγησης και ανιχνευτές υπερύθρων για μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα μάχης». Πωλητής ήταν οι γαλλικές βιομηχανίες όπλων Safran και Thales, οι οποίες ανήκουν κατά πλειοψηφία στο γαλλικό κράτος. Αυτός ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή από ρωσικά οχήματα πεζικού, μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα που επιχειρούν εντός του ουκρανικού εδάφους.
Ο αριθμός των αδειών εξαγωγής όπλων που εξέδωσε η Γαλλία αυξήθηκε σημαντικά το 2015, δηλαδή αμέσως μετά το εμπάργκο που αποφασίστηκε τον Αύγουστο του 2014 (βλέπε πίνακα). Οσο για την περίοδο πριν από το εμπάργκο, σύμφωνα με την έρευνά μας, οι γαλλικές αρχές έδιναν άδειες για την αποστολή στη Ρωσία ακόμα και «χημικών παραγόντων», «βιολογικών παραγόντων», «παραγόντων ελέγχου ταραχών», «ραδιενεργών υλικών, σχετικού εξοπλισμού, εξαρτημάτων και υλικού».
Αποστείλαμε ερωτήσεις στο γαλλικό υπουργείο Αμυνας στις 4 Μαρτίου. Εντεκα μέρες μετά λάβαμε την εξής απάντηση: Η Γαλλία έχει δεσμευτεί «για την αυστηρή συμμόρφωση» με το εμπάργκο του 2014. Οι πύραυλοι, τα βλήματα, οι τορπίλες και οι βόμβες που πωλήθηκαν στη Ρωσία τα τελευταία πέντε χρόνια είναι «με μια λέξη, κατάλοιπα παλαιότερων συμβάσεων […] τα οποία σταδιακά θα μηδενιστούν».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεξε το Investigate Europe, η Γερμανία εξήγαγε προς τη Ρωσία στρατιωτικό υλικό αξίας 121,8 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί στο 35% όλων των ευρωπαϊκών εξαγωγών όπλων προς τη Ρωσία. Οι γερμανικές εξαγωγές αφορούσαν κυρίως παγοθραυστικά, αλλά και τυφέκια και «οχήματα ειδικής προστασίας» που εστάλησαν στη Ρωσία. Η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του Investigate Europe.
Τα προϊόντα των συγκεκριμένων γερμανικών εξαγωγών φέρουν τη σήμανση «διπλής χρήσης» (dual use). Πρόκειται για ευφημισμό που χρησιμοποιείται για εξοπλισμό που δεν έχει αυστηρά στρατιωτική χρήση. Οχυρωμένοι πίσω από τη σήμανση αυτή, Γερμανοί πολιτικοί που κατά τα άλλα είναι επικριτικοί για τις εξαγωγές όπλων αλλά και ανθρωπιστικές οργανώσεις στις οποίες το Investigate Europe απηύθυνε ερωτήματα απάντησαν πως δεν θεωρούν ότι οι συγκεκριμένες εξαγωγές συνιστούν νομική παραβίαση του εμπάργκο.
Εξαίρεση αποτελεί η Χάνα Νόιμαν, Γερμανίδα ευρωβουλευτίνα με τους Πράσινους και μέλος της υποεπιτροπής για την Ασφάλεια και την Αμυνα, η οποία δηλώνει την αποδοκιμασία της για τις γερμανικές εξαγωγές όπλων προς τη Ρωσία: «Αυτή τη στιγμή κάθε χώρα κάνει εξαγωγές κατά το δοκούν. Χρειαζόμαστε μια κοινή πολιτική που να βασίζεται στη νομιμότητα και τη διαφάνεια και να περνάει από την έγκριση του Ευρωκοινοβουλίου. Αρκετά πια με τις κρυφές συμφωνίες που ωφελούν μόνο την πολεμική βιομηχανία και αποβαίνουν σε βάρος της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής – και της ειρήνης».
Στην τρίτη θέση των εξαγωγέων όπλων προς τη Ρωσία βρίσκεται η Ιταλία, η οποία, σύμφωνα με τα δεδομένα που συνέλεξε το Investigate Europe, έχει πουλήσει μεταξύ του 2015 και του 2020 στη Ρωσία στρατιωτικό υλικό αξίας 22,5 εκατ. ευρώ. Η έρευνα έδειξε πως το πρώτο μεγάλο συμβόλαιο με τη Ρωσική Ομοσπονδία υπογράφηκε το 2015, όταν η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι επέτρεψε στην ιταλική Iveco να πουλήσει στη Μόσχα οχήματα ξηράς αξίας 25 εκατ. ευρώ.
Το Investigate Europe απέκτησε πρόσβαση στο έγγραφο της «τελικής άδειας» που δόθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών (την εποχή μάλιστα που υπουργός ήταν ο Πάολο Τζεντιλόνι, τώρα επίτροπος της Ε.Ε.). Τελικά, εξοπλισμοί αξίας 22,5 εκατ. ευρώ έφτασαν στη Ρωσία. (Οπως είναι φυσικό, στις εξαγωγές όπλων η αξία των αδειών υπερβαίνει την αξία των εξοπλισμών που τελικά πωλούνται.) Ενα από τα μοντέλα των οχημάτων που πούλησε η Ιταλία -το Lynce, παραγωγής Iveco- έγινε αντιληπτό από δημοσιογράφο του ιταλικού τηλεοπτικού σταθμού La 7 στο ουκρανικό μέτωπο στις αρχές Μαρτίου.
Ο Τζόρτζιο Μπερέτα, αναλυτής του Μόνιμου Παρατηρητηρίου για τα Ελαφρά Οπλα (OPAL), δήλωσε στο Investigate Europe: «Οι αποφάσεις για τις εξαγωγές όπλων είναι κυρίως πολιτικές. Η ιταλική κυβέρνηση θα μπορούσε να απορρίψει [την αίτηση για άδεια], ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να πάει σε δίκη με την κατασκευάστρια εταιρεία, και οι δικαστές θα μπορούσαν τότε να λάβουν υπόψη τους την πολιτική κατάσταση και την ανάγκη συμμόρφωσης με μια ευρωπαϊκή συμφωνία».
Μετά το 2015, η ροή όπλων και πυρομαχικών από την Ιταλία προς τη Ρωσία μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε και πάλι το 2021. Σύμφωνα με τα δεδομένα για το εξωτερικό εμπόριο της ιταλικής στατιστικής αρχής Istat, μεταξύ Ιανουαρίου και Νοεμβρίου 2021 η Ιταλία παρέδωσε στη Ρωσία «όπλα και πυρομαχικά» αξίας 21,9 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις περιελάμβαναν «συνήθη όπλα», όπως τυφέκια, περίστροφα, πυρομαχικά και άλλα εξαρτήματα.
Πώς είναι δυνατόν έξι χρόνια μετά το εμπάργκο η ιταλική κυβέρνηση να εξακολουθεί να αδειοδοτεί τόσο πολλές εξαγωγές όπλων; Αυτά τα όπλα –ημιαυτόματα τυφέκια και πυρομαχικά– πωλήθηκαν σε «πολιτικούς» αγοραστές της Ρωσίας, δηλαδή εκτός των ενόπλων δυνάμεων: σε εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, σε παραστρατιωτικές οργανώσεις και σε ειδικά σώματα του κράτους.
Από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, ακόμα επτά χώρες (Αυστρία, Τσεχία, Βουλγαρία, Φινλανδία, Ισπανία, Σλοβακία, Κροατία) διατήρησαν μια σταθερή ροή εξαγωγών προς τη Ρωσία, αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα από αυτήν των μεγάλων προμηθευτών (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία).
Το πιο εντυπωσιακό; Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του SIPRI, η οποία καταγράφει τις εξαγωγές όπλων σε παγκόσμια κλίμακα, η Ρωσία την περίοδο αυτή παρέμεινε η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά προμήθειας εξοπλισμών για μια άλλη -μη αναμενόμενη- χώρα: την Ουκρανία! Σύμφωνα με τα δεδομένα του SIPRI, από την Ουκρανία έγιναν εξαγωγές όπλων προς τη Ρωσία αξίας 453 εκατομμυρίων, από το 2014 ώς το 2018. Μετά το 2018 οι πωλήσεις σταμάτησαν.
*Παράλληλα με την «Εφημερίδα των Συντακτών» η έρευνα των Investigate Europe – «Εφημερίδας των Συντακτών» δημοσιεύεται στη Γαλλία («Mediapart»), την Πορτογαλία («Publico»), την Ιταλία («Il Fatto Quotidiano»), τη Γερμανία («Der Tagesspiegel») και την Ισπανία («InfoLibre»)