Ανάλυση: Ευρώπη, απούσα, διχασμένη και αμήχανη- Το Ουκρανικό και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Με τον υπαρκτό κίνδυνο αποκλίσεων, αφού σε λίγες ώρες θα πραγματοποιηθεί η έκτακτη (δια ζώσης) Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για το Ουκρανικό, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται το μεγάλο γεωπολιτικό “θύμα” της ρωσονατοϊκής κρίσης που εξελίχθηκε στην εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Ανάλυση του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
“Διανύουμε τις πλέον σκοτεινές ώρες από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο”, σχολίασε νωρίτερα σήμερα ο Ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε Ζοζέ Μπορέλ, κι αυτό ήταν ίσως το πιό ακριβές σχόλιο που έκανε εδώ και πολύ καιρό. Μόνο που δεν είναι αυτός ο ρόλος του Ισπανού Μπορέλ. Μέχρις ώρας, όμως, μόνο σε αυτόν επιδίδεται, κι αυτό άστοχα, ή και ανόητα, εάν σκεφτεί κανείς πως μόλις προχθές, παραμονές της ρωσικής εισβολής, περιέγραφε τις “χάρτινες” κυρώσεις της Ε.Ε στη Ρωσία ως …τιμωρία των Ρώσων ολιγαρχών που δεν θα μπορούν πιά να απολαμβάνουν σαμπάνιες στο Σεντ Τροπέ και ψώνια στην Via Montenapoleone του Μιλάνου.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών θυμίζει, τις τελευταίες ημέρες (με προεξοφλημένη την επιδείνωση της ουκρανικής κρίσης), την επιστροφή του Νέβιλ Τσάμπερλέϊν από τη Διάσκεψη του Μονάχου (Χίτλερ, Μουσολίνι, Νταλαντιέ) στο Λονδίνο, πιστεύοντας πως είχε θριαμβεύσει περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Φύρερ στη Σουδητία και πως είχε αποφύγει την γενίκευση του πολέμου. Το Σύμφωνο αποδείχθηκε “χάρτινο” και ο “εξαπατημένος” Τσαμπερλέϊν απέδειξε την απουσία στοιχειώδους οξυδέρκειας και ικανότητας χειρισμού μιας πολεμικής κρίσης.
Η Ευρώπη είχε ηττηθεί πριν καν τα ρωσικά τανκς εισβάλλουν στην Ουκρανία. Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς παρέλασαν από την Μόσχα προσφέροντας στον Βλαντιμίρ Πούτιν το σκηνικό που χρειαζόταν, αφενός για να δείξει πως εξαντλεί τα διπλωματικά περιθώρια, και, αφετέρου, για να διχάσει τον δυτικό συνασπισμό. Όλοι απέτυχαν κραυγαλέα. Η ουκρανική κρίση εξελίσσεται σε ένα γεωπολιτικό, πολιτικό και οικονομικό ναυάγιο για την Ε.Ε επιβεβαιώνοντας -αυτό που γνωρίζαμε- το ιστορικό έλλειμμα ηγεσιών και την αδυναμία της να αποκτήσει διακριτική οντότητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμα και η κύρωση του Βερολίνου για την αναβολή αδειοδότησης του Nord Stream 2 -πιθανώς και ακύρωσή του μετά τη ρωσική εισβολή- ακούγεται “κούφια”, όσο ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ παραμένει στο στενό στρατηγικό επιτελείο της Gazprom, και όσο δεν υπάρχει έτοιμο κάποιο σχέδιο γρήγορης απεξάρτησης της γηραιάς ηπείρου από τις ρωσικές προμήθειες φυσικού αερίου. Στον τομέα αυτό, η Ε.Ε υφίσταται την κάκιστη διαχείριση που ακολούθησε και σχετικά με τις προμήθειες εμβολίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Έρχεται, δηλαδή, εκ των υστέρων να εκπονήσει σχέδιο ενίσχυσης της επάρκειας καυσίμων από τρίτες πηγές, κάτι που είναι επίφοβο και, κυρίως, θα το πληρώσει πάρα πολύ ακριβά.
Ο Τζο Μπάϊντεν δρά έναντι του Βλαντιμίρ Πούτιν ως εκπρόσωπος της Δύσης, μια Δύση, όμως, διχασμένη, με αντιτιθέμενα συμφέροντα και χωρίς ενιαίο κέντρο αποφάσεων.
Απέναντι στο “γεράκι” της Μόσχας, τον Σεργκέϊ Λαβρόφ, και τον Άντονι Μπλίνκεν που εκπροσωπεί την πανίσχυρη αμερικανική διπλωματική γραφειοκρατία, η Ε.Ε έχει να αντιπαραθέσει τον γραφικό και ανεπαρκή Ζοζέ Μπορέλ, την Ούρσουλα Φον ντερ Λάϊεν που έγινε διάσημη για τα σε βάρος της “sofagate” παρά για τις διαχειριστικές ικανότητές της, και τον Βέλγο “μπιζιμπόντη” Σαρλ Μισέλ. Η απουσία του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ από τις Βρυξέλλες μοιάζει, αναμφίβολα, αλλά καθ’ υπερβολή, σαν να μην διέθετε το Ηνωμένο Βασίλειο τον Ουίνστον Τσώρτσιλ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ουκρανική κρίση, με όλα τα παραπάνω, απειλεί να πλήξει την Ευρώπη, όχι μόνο γεωπολιτικά και οικονομικά (ακρίβεια), αλλά και πολιτικά. Δεδομένου πως οι εξελίξεις είναι πιθανό να επηρεάσουν -ιδιαίτερα εάν η κρίση παραταθεί- ακόμα και τις εκλογές στη Γαλλία, ή την περαιτέρω αποδυνάμωση του γερμανικού imperium που τρεκλίζει μετά την διαδοχή από την Άγκελα Μέρκελ στον Όλαφ Σολτς. Εάν συνυπολογίσει κανείς τον αφ’ευρωπαϊσμό των κρατών της ανατολικής Ευρώπης -ήδη επικίνδυνο με την προσβολή του ευρωπαϊκού κεκτημένου και των δημοκρατικών θεσμών σε αυτές τις χώρες-, η Ευρώπη εισέρχεται σε αυτή την αναβίωση του “ψυχρού πολέμου” περισσότερο αδύναμη απ΄ ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Η εικόνα αυτή διαθέτει εκ των πραγμάτων και δύο ιδιαίτερα επικίνδυνες πτυχές που αφορούν την Ελλάδα:
–Η ενεργειακή κρίση που επιτείνεται θα πλήξει περισσότερο τις πτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν φαίνεται έτοιμη να αντιμετωπίσει με ευελιξία τις εξελίξεις καθώς ακόμα και τώρα εμφανίζεται προτεσταντικά προσηλωμένη στο δημοσιονομικό σύμφωνο. Αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα έχει πολύ μεγάλο κόστος για τη χώρα μας. Οι δε προτάσεις (μεταξύ αυτών και εκείνη του Έλληνα πρωθυπουργού) για ένα Ταμείο Ανάκαμψης σχετικά με τις επιπτώσεις του ενεργειακού ακούγονται ενδιαφέρουσες αλλά στερούνται πάσης βεβαιότητας, ακριβώς επειδή η πανδημία αποχωρεί αλλά οι εκταμιεύσεις από το ταμείο που συγκροτήθηκε γι’ αυτήν δεν έχουν πραγματοποιηθεί.
–Η αδυναμία της Ε.Ε να προβλέψει και να αντιμετωπίσει σοβαρά τον ρωσικό αναθεωρητισμό, ανοίγει νέες χαραμάδες για να εισβάλλει πιο επιθετικός ο αναθεωρητισμός του Ταγίπ Ερντογάν, τις συνέπειες του οποίου υφίσταται η Ελλάδα. Όσο κι αν η Αθήνα επαίρεται για τις ευρωπαϊκές συμμαχίες της, η υποκριτική παραλυσία των Βρυξελλών πρέπει να μας προβληματίσει. Όχι για να επικαλούμαστε την ελληνογαλλική συμφωνία (που ακριβώς έχει παρέμβει εσχάτως το Παρίσι στην έκρηξη αναθεωρητισμού με την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου;) και να εφησυχάζουμε, αλλά για να αντιληφθούμε πως απαιτείται συμπαγής και διεκδικητική στρατηγική έναντι των εταίρων μας ως προς τα αυτονόητα του Διεθνούς Δικαίου.
Ορθώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης (και σύμπασα η αντιπολίτευση) καταδικάζουν απερίφραστα την προσπάθεια βίαιης αλλαγής συνόρων από τη Ρωσία και τον αναθεωρητισμό του Πούτιν, όμως είναι εξοργιστικό πως η Ευρώπη δεν στέκεται αποφασιστικά στις συνέπειες του αναθεωρητισμού της Άγκυρας.