Η προεδρία της Ε.Ε και τα εκλογικά σενάρια του ’27- Μαξίμου: Αυτοδυναμία, αλλιώς κάλπες “διαρκείας”
Τον Ιούλιο του 2027 η Ελλάδα παραλαμβάνει από την Λιθουανία την σκυτάλη της προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναφέρεται στο χρονολόγιο που είναι αναρτημένο στην επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Με βάση το χρονοδιάγραμμα προκύπτει το αυτονόητο: η Ελλάδα, στα τέλη του Ιουνίου του ΄27 πρέπει να έχει κυβέρνηση και πρωθυπουργό!
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προσδιορίσει πως οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν κανονικά -κοντά στο όριο της λήξης της δεύτερης τετραετίας της κυβέρνησης- την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, ειδικότερα, δε, έχει ειπωθεί ότι οι κάλπες θα στηθούν τον Μάρτιο του ’27. Εφόσον δεν προκύψει “σπουδαίος εθνικός λόγος” (βάσει του Συντάγματος) για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, είναι σαφές πως από τα τέλη Μαρτίου, ή τις αρχές Απριλίου, η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές θα έχει ζωτικό χρόνο λιγότερο από τρεις μήνες για να προετοιμάσει την ανάληψη της ευρωπαϊκής προεδρίας από τη χώρα. Είναι γνωστό πως αυτή η προετοιμασία περιλαμβάνει σημαντικές επαφές και διαβουλεύσεις, τόσο με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Κομισιόν, όσο και με την χώρα που θα της την παραδώσει (Λιθουανία).
Αυτός ο ευρωπαϊκός “οδικός χάρτης” είναι, προφανώς, σε γνώση του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών, και δεν μπορεί να σημειωθεί η παραμικρή απόκλιση. Ποιό είναι το ζητούμενο; Να έχει, όντως, προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τις εκλογές του Μαρτίου του ’27, ώστε να σχηματιστεί άμεσα κυβέρνηση. Εδώ αρχίζουν τα σενάρια που συζητούνται στην κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός έχει αποσαφηνίσει μερικά βασικά πράγματα: πρώτον, δεν πρόκειται να αλλάξει ο εκλογικός νόμος (το επαναλαμβάνει κατηγορηματικά και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης με τη σημερινή συνέντευξή του στο libre), δεύτερον, δεν πρόκειται να επισπευσθεί ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών.
Για να προκύψει, ωστόσο, κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και να “τρέξουν” οι ασφυκτικές προθεσμίες ώστε η χώρα να αναλάβει απρόσκοπτα την ευρωπαϊκή προεδρία, απαιτείται αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος (με τα σημερινά δεδομένα αυτό αφορά τη Ν.Δ). Σε αντίθετη περίπτωση η κατάσταση περιπλέκεται και ή πρέπει να σχηματιστεί –και μάλιστα με τις κατά το δυνατό συντομότερες χρονικά διαδικασίες-, ή η χώρα θα οδηγηθεί σε δεύτερη, πιθανώς και σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση!
Ο… βουλγαρικός κίνδυνος και οι δημοσκοπήσεις
Το ενδεχόμενο αυτό λαμβάνεται ήδη σοβαρά υπόψη στον πολιτικό σχεδιασμό διετίας που μελετούν στο Μέγαρο Μαξίμου, και θεωρείται βέβαιο ότι όταν φτάσει η ώρα για την τελική ευθεία προς τις εκλογές του Μαρτίου του 2027 ο πρωθυπουργός, μεταξύ άλλων διλημμάτων περί πολιτικής σταθερότητας, θα θέσει και αυτό. Το αρνητικό παράδειγμα της Βουλγαρίας που απέκτησε εύθραυστη κυβέρνηση μετά από επτά (!) εκλογικές αναμετρήσεις σε τέσσερα χρόνια έχει ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται από κυβερνητικά στελέχη.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις της χρονιάς, σχεδόν από όλες τις εταιρείες μετρήσεων, δείχνουν τρία βασικά πράγματα: 1. Η Ν.Δ αυξάνει κατάτι το ποσοστό της και στην “Εκτίμηση Ψήφου” φτάνει ή και ξεπερνάει λίγο το 30% (περίπου δύο μονάδες πάνω από το 28,3% που έλαβε στις ευρωεκλογές), 2. Το ΠΑΣΟΚ (αξιωματική αντιπολίτευση) έχει χάσει περίπου δύο μονάδες από το ποσοστό που είχε αμέσως μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του και κινείται μεταξύ 16-18%, 3. Το άθροισμα των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ φτάνει το 20%.
Χωρίς αλλαγή του εκλογικού νόμου (και επιπλέον με το σημερινό δημοσκοπικό αποτύπωμα που προβάλλεται σε Βουλή οκτώ έως δέκα κομμάτων), το όριο αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος φτάνει το 38%, κάτι που μοιάζει δύσκολο υπό τις παρούσες συνθήκες.
Οι “σημαίες” της αυτοδυναμίας και η “βαβέλ” των συνεργασιών
Ο πρωθυπουργός έχει ήδη καταστήσει σαφές πως μοναδικός στόχος της Ν.Δ στην πορεία προς τις κάλπες του Μαρτίου του 2027 είναι η επίτευξη αυτοδυναμίας και προσδοκά ότι με σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων κατά την επόμενη διετία, αλλά και τα σκληρά διλήμματα περί διακυβέρνησης και πολιτικής σταθερότητας, που θα τεθούν την κατάλληλη ώρα, θα μπορέσει τελικά να την κατακτήσει. Η λεγόμενη “κοινωνική αντιπολίτευση”, ωστόσο, φαίνεται να ενισχύεται, τα δε κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ αυξάνουν τα ποσοστά τους. Ακόμα, δηλαδή, κι αν ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται τώρα να μην έχει πολιτικό αντίπαλο και να κυβερνά “εν ου παικτοίς”, δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η αυτοδυναμία είναι δεδομένη. Από την άλλη, στον ορίζοντα -πάντοτε με τις σημερινές συνθήκες- δεν φαίνονται δυνατότητες συνεργασιών ώστε με βασικό κορμό τη Ν.Δ να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός έχει αποκλείσει συνεργασίες με την “Ελληνική Λύση”, ή την “Φωνή Λογικής” (και αυτά τα κόμματα από την πλευρά τους…), το δε ΠΑΣΟΚ, ως δεύτερο κόμμα, έχει καταστήσει σαφές πως δεν θα συγκυβερνήσει ποτέ με τη Ν.Δ.
Από την άλλη, ο κ. Ανδρουλάκης, μετά την “βαβέλ” των τελευταίων δηλώσεων κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα της κεντροαριστεράς, έχει δηλώσει πως και το κόμμα του θα κινηθεί αυτόνομα με στόχο την… αυτοδυναμία. Και πως μόνο εφόσον αναδειχθεί πρώτο κόμμα από τις κάλπες θα αναζητήσει κυβερνητικούς εταίρους στην κεντροαριστερά. Σε τελευταία μέτρηση και στο ερώτημα εάν οι πολίτες προτιμούν κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό τη Ν.Δ, ή από την κεντροαριστερά, η πρώτη επιλογή συγκέντρωσε ποσοστό 54% και η δεύτερη 42%.
Φυσικά, ισχύει και σε αυτή την περίπτωση η γνωστή ρήση “όταν οι άνθρωποι (και τα κόμματα) κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει”, ωστόσο εφόσον δεν προκύψει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος είναι μάλλον βέβαιο ότι όλα θα μπουν ξανά στο τραπέζι. Ο κίνδυνος επάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων θα είναι προ των πυλών, σε συνδυασμό και με το ορόσημο της ευρωπαϊκής προεδρίας. Οι περίπου ενενήντα μέρες από τις εκλογές του Μαρτίου του 2027 μέχρι την 1η Ιουλίου (ανάληψη προεδρίας) θα αποδειχτούν πραγματικά διακεκαυμένη πολιτική ζώνη.
Με βάση τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα, το Μέγαρο Μαξίμου είναι υποχρεωμένο να έχει στο συρτάρι όλα τα πιθανά σενάρια και να οικοδομήσει το επόμενο διάστημα την εκλογική στρατηγική του λαμβάνοντας υπόψη κάθε εκδοχή. Πολλά θα κριθούν από τις μετρήσεις που θα δουν το φως της δημοσιότητας στο τέλος του πρώτου εξαμήνου της χρονιάς και στα τέλη του 2025, με το δεδομένο ότι από τις αρχές του 2026 η χώρα θα εισέλθει εκ των πραγμάτων σε μακρά προεκλογική περίοδο. Ιδιαίτερα εάν έχει αμβλυνθεί η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, έχει αυξηθεί το άθροισμα των κομμάτων στην κεντροαριστερά (κάτι που θα επαναφέρει τα σενάρια συνεργασιών), ή έχει παραμείνει σταθερό ή και αυξηθεί το άθροισμα των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ.