ΠΟΕΔΗΝ: Απαιτείται η βελτίωση της επιχειρησιακής εικόνας της Δημόσιας Υγείας
Όταν αυξάνεται δραματικά ο αριθμός των ασθενών που προσέρχονται στα δημόσια νοσοκομεία, όπως συμβαίνει αυτό το διάστημα, μετά τις γιορτές, εξαιτίας της έξαρσης των αναπνευστικών κυρίως αλλά και των άλλων ιώσεων, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας μετρά τις αντοχές του, λόγω των σοβαρών ελλείψεων προσωπικού και πάντα γίνεται ο απολογισμός για το τι φταίει και τι μπορεί να γίνει.
«Βουλιάζουν τα νοσοκομεία από τις ιώσεις»
Στα όρια των αντοχών του βρίσκεται το ΕΣΥ, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλη Γιαννάκο, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά πως «τα εφημερεύοντα νοσοκομεία στα ΤΕΠ θυμίζουν ήδη νοσοκομεία εμπόλεμης ζώνης..» και δίνει την εικόνα που επικρατεί, τις τελευταίες εβδομάδες, στα τμήματα έκτακτων περιστατικών των περισσότερων νοσοκομείων του ΕΣΥ.
«Μετά τα Χριστούγεννα, βουλιάζουν τα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής, της Θεσσαλονίκης και της περιφέρειας από παθολογικά περιστατικά. Προσέρχονται περισσότεροι ασθενείς με γρίπη και άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού, σε σχέση με πέρσι το αντίστοιχο διάστημα. Σαφώς, όμως, σε σχέση με πέρσι προσέρχονται λιγότεροι ασθενείς με Covid-19. Η κορύφωση αναμένεται τις επόμενες ημέρες έως αρχές Μαρτίου όπως συμβαίνει κάθε χρόνο.
Το αδιαχώρητο επικρατεί στα παθολογικά και πνευμονολογικά ιατρεία των επειγόντων των μεγάλων νοσοκομείων. Γολγοθάς η εξυπηρέτηση, λόγω των ελλείψεων προσωπικού. Η καθυστέρηση για εξέταση υπερβαίνει πια τις 8 ώρες.
Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υφίσταται δωρεάν οργανωμένη πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Υπολειτουργούν οι Πρωτοβάθμιες Μονάδες Υγείας, ο θεσμός του προσωπικού γιατρού είναι ανύπαρκτος.
Επίσης πολλά εκ των περιφερειακών νοσοκομείων δεν μπορούν να συγκρατήσουν τους ασθενείς της περιοχής λόγω σοβαρών ελλείψεων γιατρών, νοσηλευτών και άλλων ειδικοτήτων.
Τα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής και της Θεσσαλονίκης που εφημερεύουν εναλλάξ τα επισκέπτονται στα επείγοντα 1.000 ασθενείς και εξετάζονται. Τελικά, όμως, εισάγονται λιγότεροι των 200 ασθενών. Το 70% των ασθενών που συνολικά προσέρχονται στα επείγοντα των νοσοκομείων θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν στη πρωτοβάθμια περίθαλψη και όχι στα εφημερεύοντα νοσοκομεία.
Το 55% των ασθενών που προσέρχονται και εισάγονται στο ΠΓΝ ΑΤΤΙΚΟΝ είναι από την περιφέρεια.
Ένας σοβαρός λόγος που αναπτύσσονται ράντζα και η πολύωρη αναμονή στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ
Γολγοθάς για το προσωπικό είναι η εξεύρεση κλίνης για τη νοσηλεία των ασθενών με παθολογικά προβλήματα, επειδή διαθέτουμε στα νοσοκομεία λιγότερες παθολογικές και πνευμονολογικές κλίνες από τους ασθενείς που εισάγονται. Έτσι, αναπτύσσονται ράντζα, φορεία και νοσηλεύονται ασθενείς με παθολογικά προβλήματα σε χειρουργικές, καρδιολογικές και άλλες κλινικές με υψηλό δείκτη ενδονοσοκομειακής διασποράς λοιμώξεων.
Εξάλλου, είμαστε οι πρώτοι στην Ευρώπη σε προσβολές και θανάτους σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις.
Απαιτείται η βελτίωση της επιχειρησιακής εικόνας της δημόσιας υγείας με ενίσχυση σε προσωπικό!
Για να επιτευχθεί απαιτείται η μονιμοποίηση των συμβασιούχων, η αύξηση των μισθών, η αύξηση της νυκτερινής εργασίας και των αργιών (με φουλ κυκλικό ωράριο 7 νύκτες 7 απογευματινά και 3 αργίες λαμβάνει ο νοσηλευτής 150 ευρώ τον μήνα επί πλέον), ένταξη στα ΒΑΕ. Χρειάζονται κίνητρα για να σταματήσει το κύμα μαζικών αποχωρήσεων προσωπικού.
Από το τέλος της πανδημίας έως σήμερα, το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων είναι μείον 4.000 υγειονομικοί, με βάση τα στοιχεία του προϋπολογισμού που ψηφίσθηκε (2.500 μόνιμοι και 1.500 συμβασιούχοι), παρότι ολοκληρώθηκε μετά 5 χρόνια(!) η προκήρυξη 7κ και η πρόσληψη 4.000 μόνιμων υπαλλήλων.
Όμως, είχαμε ανακύκλωση του υπηρετούντος προσωπικού με τους συμβασιούχους να καταλαμβάνουν θέσεις μονίμων ή ήδη υπηρετούντες μόνιμοι επέλεξαν άλλα νοσοκομεία να εργασθούν κοντά στον τόπο καταγωγής τους, προκειμένου να μείνουν στην οικογενειακή κατοικία, αφού οι μισθοί μας δεν φθάνουν ούτε για το ενοίκιο του σπιτιού.
Τρέχουμε όσοι έχουμε απομείνει να προσφέρουμε ασφαλείς υπηρεσίες, αλλά δεν προλαβαίνουμε. Ξέρετε είμαστε άνθρωποι και όχι μηχανές. Και κουραζόμαστε και αρρωσταίνουμε από τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας.
Τελικά, ένας δρόμος υπάρχει για να επιτευχθεί η αναβάθμιση της δημόσιας υγείας, να ανακοπεί η σταδιακή ιδιωτικοποίησή της. Αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία στον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης. Δηλαδή, χρειάζεται προοδευτικά να διατεθούν ακόμη 2% του ΑΕΠ της χώρας για τη δημόσια υγεία», καταλήγει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ.