Ώρα για Πρόεδρο/ Οι τρεις παράμετροι που συνυπολογίζει ο πρωθυπουργός

Ώρα για Πρόεδρο/ Οι τρεις παράμετροι που συνυπολογίζει ο πρωθυπουργός

Οι πληροφορίες αναφέρουν πως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει “κλειδώσει” ότι το πρόσωπο που θα υποδείξει για νέο/α Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα προέρχεται από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Με αυτό τον τρόπο σκοπεύει, ως φαίνεται, να τηρήσει την πολιτική παράδοση που ισχύει από την εποχή του Κωστή Στεφανόπουλου και εντεύθεν και η οποία υπαγορεύει ότι οι εκάστοτε κυβερνητικές πλειοψηφίες επιλέγουν Πρόεδρο Δημοκρατίας από τον “αντίπαλο” ιδεολογικό χώρο.

Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τη Ν.Δ και η απόσυρση αυτοβούλως σχετικού ενδιαφέροντος από τους Κώστα Καραμανλή και Νίκο Δένδια διευκόλυνε έως ένα βαθμό τα πράγματα, υπό την έννοια ότι ήταν τρία “βαριά” ονόματα της παράταξης και εφόσον επεδείκνυαν την πρόθεση για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, θα ήταν δύσκολο να αγνοηθούν.

Όσον αφορά εκείνους τους βουλευτές της Ν.Δ που δημοσιολόγησαν υπέρ μιας “παραταξιακής επιλογής”, οι παραινέσεις τους έχουν κοπάσει, μεταξύ άλλων και διότι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια αδιαμφισβήτητου κύρους πολιτική προσωπικότητα που να προέρχεται από την κυβερνητική παράταξη και να υπηρετεί αυτή τη λογική. Αυτή του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα θεωρείται μεν ασφαλής επιλογή, ωστόσο δεν αποτελεί κάτι εντυπωσιακό ώστε να παραγάγει θεσμικό και πολιτικό γεγονός. Βεβαίως, μέχρι και την ύστατη στιγμή “ποτέ μην λες ποτέ”.

Όλα δείχνουν, όμως, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πέραν της πολιτικής παράδοσης, εκτιμά πως η επιλογή μιας κεντροαριστερής προσωπικότητας, αφενός ενισχύει το θεσμικό και συναινετικό προφίλ του, αφετέρου -κι αυτό είναι σημαντικό- τον κρατά δυναμικά στον χώρο του κέντρου. Τον χώρο που “βγάζει” κυβερνητικές πλειοψηφίες και την πολιτική περιοχή της δικής του εκκίνησης, το 2016, η οποία του χάρισε δύο μεγάλες εκλογικές νίκες.

Ο επικήδειος στον Κώστα Σημίτη επιβεβαίωσε ότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει αυτή τη στρατηγική, η οποία, άλλωστε, “του ταιριάζει”, ιδιαίτερα, μάλιστα, τώρα που το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη ανακτά κεντρώα εδάφη.

Όμως, δεν είναι ίδιες όλες οι κεντροαριστερές επιλογές. Υπάρχουν πτυχές του προφίλ του προσώπου που θα επιλέξει που πρέπει να ζυγιστούν σωστά:

Πρώτον, είναι μάλλον απαραίτητο να πρόκειται για πολιτική προσωπικότητα και όχι ένα πρόσωπο, με πολιτική (κεντροαριστερή) καταγωγή μεν, άνευρο δε. Δηλαδή, έναν πρώην δικαστικό, ή πανεπιστημιακό, για παράδειγμα.

Όσα είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της νέας χρονιάς, θα μπορούσαν να είναι οδηγός:

“Μπροστά μας διαγράφεται μια δύσκολη χρονιά με πολεμικά μέτωπα, την κλιματική κρίση αλλά και τεκτονικές αλλαγές αν αναλογιστούμε όσα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πρωτοφανείς εξαγγελίες για αλλαγές στη ζώνη επιρροής, διαμορφώνεται ένα πρωτοφανές σκηνικό όπου οικονομικοί παράγοντες προσπαθούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Οι απαντήσεις αυτές πρέπει να δοθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είμαστε μια χώρα που έχει δοκιμαστεί από τον λαϊκισμό και τις εύκολες λύσεις που αποδείχθηκαν ανέφικτες. Η Ελλάδα είναι χώρα σταθερότητας σε ασταθή κόσμο με μια κυβερνητική πλειοψηφία που εμπνέει σιγουριά εν μέσω όσων συμβαίνουν σε Γαλλία, Γερμανία και Καναδά. Με μια οικονομία που αποτελεί αισιόδοξη εξαίρεση στην Ευρώπη”.

Σε αυτό το περιβάλλον, που αρκετά προωθημένα, σε σύγκριση με την αμηχανία της ευρωπαϊκής ηγεσίας, περιέγραψε, η παρουσία μιας στιβαρής πολιτικής προσωπικότητας στον προεδρικό θώκο ενδείκνυται ως απαραίτητη. Ένα πρόσωπο που θα “γεμίζει” τον έστω συνταγματικά περιορισμένο αλλά εμβληματικό θεσμικό ρόλο, θα μπορεί να σταθεί δίπλα στις ξένες ηγεσίες και να εκπροσωπήσει με γνώση και επάρκεια τις εθνικές θέσεις, και πιθανότατα τη νέα εθνική στρατηγική σε αυτή την διεθνή αστάθεια της εποχής του Τραμπ, του Μασκ, της ανόδου της ακροδεξιάς και της γεωπολιτικής (πολεμικής) κρίσης. Με τα εθνικά μας θέματα και δη τα ελληνοτουρκικά, μάλιστα, ανοικτά.

Δεν είναι καιροί για συμπαθητικές και μετριοπαθείς θεσμικές φιγούρες αλλά για έναν γνώστη των διεθνών συσχετισμών που να μπορεί να σταθεί δίπλα στον πρωθυπουργό της χώρας και να εκτελέσει ακόμα και “ειδικούς”- συμπληρωματικούς ρόλους. Μετά από δύο θητείες και ενώ είναι ακόμα πολιτικά ισχυρός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει να φοβηθεί από ένα πολιτικό πρόσωπο στο προεδρικό μέγαρο.

Δεύτερον, το ποιά επιλογή θα κάνει ο πρωθυπουργός δεν μπορεί εύκολα να προβλεφθεί. Το σχετικό προνόμιο του ανήκει, όπως δική του είναι και η υποχρέωση το πρόσωπο που θα επιλέξει να διαθέτει την ευρύτερη δυνατή επιρροή στο εσωτερικό της χώρας. Προφανώς, δεν θα είναι σε όλους αρεστό- και δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Είναι, όμως, αναγκαίο να αντιλαμβάνεται τον ενοποιητικό του ρόλο στο εσωτερικό, όσο και το εθνικό φορτίο του στο εξωτερικό. Υπό την έννοια αυτή, κάποια πρόσωπα απ΄ αυτά που έχουν ακουστεί δεν πληρούν τις σχετικές προδιαγραφές, ακόμα κι αν θεωρητικά έλκουν την καταγωγή τους από την κεντροαριστερά (;).

Τρίτον, που εφάπτεται στο δεύτερο, θα ήταν θετικό ένα τέτοιο πρόσωπο να μπορεί να στηριχθεί από το ανώτατο όριο των βουλευτικών ψήφων που προβλέπει το Σύνταγμα. Να το ψηφίσουν, δηλαδή, 200 βουλευτές. Παρότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο με βάση τα συνταγματικώς προβλεπόμενα (*), θα ήταν ευχής έργο να συνέβαινε κάτι τέτοιο, και ως προς τούτο μέρος της ευθύνης μετατοπίζεται εκ των πραγμάτων και στα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Γι’ αυτόν τον λόγο, το πρόσωπο και η πολιτική καταγωγή του παίζουν, αναμφίβολα, σημαντικό ρόλο, όμως δεν είναι μόνο η καταγωγή που εξασφαλίζει ευρύτερη πλειοψηφία. Δεν θα έπρεπε, για παράδειγμα, να είναι ένα πρόσωπο που εκπροσώπησε, ή εκπροσωπεί, κάποιον “συγκρουσιακό” θεσμό, ή είχε κατά το παρελθόν ρόλο που τραυμάτισε τη σχέση του με τους πολίτες.

Η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι δική του. Αυτός θα σκεφτεί όλες τις παραμέτρους και θα λάβει την τελική του απόφαση. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι σαφές: αν και αποστερημένος από ισχυρές αρμοδιότητες, ο ρυθμιστικός ρόλος του/της Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πολλαπλώς σημαντικός- εμβληματικός θα έλεγε κανείς. Δεν πρέπει να είναι απλώς ένας ακόμα ένοικος του προεδρικού μεγάρου και υπάρχουν παραδείγματα στην πρόσφατη ιστορία μας που απέδειξαν ότι οι “συγκατοικήσεις” δεν έχουν πολιτικό ρίσκο, όταν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του γνωρίζουν τι θέλουν και ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας αντιλαμβάνεται πλήρως τα όριά του αλλά και το πλαίσιο του εθνικού του καθήκοντος.

* Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται αυτός ή αυτή που στην πρώτη ψηφοφορία θα συγκεντρώσει τα 2/3 του συνόλου των βουλευτών (200 έδρες). Σε περίπτωση που δεν υπάρξει αποτέλεσμα, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μετά από πέντε μέρες και πάλι απαιτείται πλειοψηφία 200 βουλευτών. Αν και πάλι δεν καταφέρει κάποιο υποψήφιο πρόσωπο να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία ακολουθεί τρίτη ψηφοφορία, πάλι μετά από πέντε μέρες, αλλά αυτή τη φορά απαιτείται πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών (180 έδρες).

Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 αν ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εκλεγόταν με την τρίτη ψηφοφορία, η Βουλή διαλυόταν και προκηρύσσονταν εκλογές και η νέα Βουλή που προέκυπτε από τις εκλογές διεξήγε τέταρτη ψηφοφορία στην οποία απαιτούνταν πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου, ήτοι 180 έδρες. Αν κανείς υποψήφιος/καμία υποψήφια δεν λάμβανε αυτή τη πλειοψηφία ούτε σε αυτή τη ψηφοφορία ακολουθούσε πέμπτη ψηφοφορία στην οποία η εκλογή γινόταν με την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, ήτοι 151 έδρες. Τέλος αν ούτε σε αυτή τη περίπτωση επιτυγχάνονταν η απαιτούμενη πλειοψηφία ακολουθούσε νέα ψηφοφορία και η εκλογή γινόταν με τη σχετική πλειοψηφία. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019, για την εκλογή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας προβλέπονται και πάλι έξι ψηφοφορίες αλλά δε διενεργούνται πλέον εκλογές αν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία στη τρίτη ψηφοφορία.

Σχετικά Άρθρα