Chatham/ Επιβάλλεται στενότερη συνεργασία Ε.Ε- Τουρκίας λόγω Τραμπ
Καθώς επίκειται η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, τα ερωτήματα για το μέλλον της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας έχουν γίνει πιο πιεστικά και το ίδιο ισχύει για την ανάγκη σαφήνειας της θέσης και του ρόλου της Τουρκίας σε αυτήν την τάξη. Η επιστροφή του Τραμπ μπορεί να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία, ώστε να συμμετάσχουν -επιτέλους- σε πιο σοβαρό διάλογο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και για την ευρύτερη συνεργασία εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
Το περιβάλλον ασφάλειας της Ευρώπης έχει μεταμορφωθεί ριζικά τα τελευταία χρόνια. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η άλλοτε επικρατούσα ιδέα μιας τάξης ασφαλείας που περιελάμβανε τη Ρωσία αντικαταστάθηκε από μια άλλη, που τοποθετεί τη Μόσχα σταθερά στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ομοίως, ο πόλεμος στη Γάζα και η πτώση του καθεστώτος Άσαντ της Συρίας, έχουν αλλάξει ριζικά τη γεωπολιτική της ευρωπαϊκής γειτονιάς, τόσο στην Ανατολή όσο και στο Νότο.
Τέτοιες αλλαγές απαιτούν μια νέα προσέγγιση που θα αντιμετωπίζει την ευρωπαϊκή ασφάλεια, με την ευρύτερη έννοια, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ που ανήκουν στην ΕΕ και εκείνων που δεν ανήκουν. Είναι απαραίτητος ένας δομημένος διάλογος για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, μεταξύ της Τουρκίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νορβηγίας και της ΕΕ. Στο εξής, αυτός ο διάλογος θα πρέπει να συμπεριλάβει ευρωπαϊκά κράτη εκτός ΕΕ και εκτός ΝΑΤΟ, όπως η Ουκρανία.
Για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Ρωσία παραμένει η πιο άμεση απειλή, και η Ευρώπη δεν έχει το περιθώριο να χαράξει πολιτική ασφαλείας που -ταυτόχρονα- θα είναι εναντίον της Μόσχας και θα αποκλείει την Τουρκία. Η Μαύρη Θάλασσα, η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή δεν είναι ξεχωριστές ζώνες στη ρωσο-δυτική αντιπαράθεση. Αντίθετα, είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ενιαίος χώρος. Και η Τουρκία ανήκει σε όλες αυτές τις περιοχές.
Θετικά βήματα
Πρόσφατα σημειώθηκαν κάποια θετικά βήματα στις σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης. Τον Οκτώβριο, το Βερολίνο ενέκρινε ένα μεγάλης κλίμακας πακέτο εξαγωγών όπλων στην Άγκυρα, όπως συστήματα για τον εκσυγχρονισμό τουρκικών υποβρυχίων και φρεγατών.
Τον Νοέμβριο, μετά από μεγάλη καθυστέρηση, το Βερολίνο απέσυρε επίσης το βέτο του για την πώληση αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία. Ομοίως, η αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο και η πρόσφατη βελτίωση στις τουρκο-ελληνικές σχέσεις έχουν προσφέρει ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για διάλογο για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας.
Η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο είχε γίνει αναμφισβήτητα το πιο ακανθώδες ζήτημα εξωτερικής πολιτικής μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, φέρνοντας την Άγκυρα αντιμέτωπη με την Αθήνα, τη Λευκωσία και το Παρίσι. Αλλά οι σχέσεις βελτιώνονται σταθερά και τον Αύγουστο η ΕΕ κάλεσε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στη συνάντηση του Γκίμνιχ (μια άτυπη συγκέντρωση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ που πραγματοποιείται κάθε έξι μήνες), κάτι που δείχνει μια αλλαγή ατμόσφαιρας στις σχέσεις.
Οι σχέσεις με τη Ρωσία
Παρά αυτές τις σχετικά θετικές εξελίξεις, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που θα μπορούσαν να βάλουν σε δοκιμασία και ενδεχομένως να αποτρέψουν οποιονδήποτε ουσιαστικό διάλογο για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας.
Πρώτο ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ και η Τουρκία προσεγγίζουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, ιδίως τη Ρωσία και την Κίνα. Η Ρωσία προκαλεί μεγάλη ανησυχία στην Ευρώπη.
Τα τελευταία χρόνια, η Άγκυρα και η Μόσχα έχουν αναπτύξει, ταυτόχρονα, στενότερες σχέσεις και έντονο ανταγωνισμό. Οι δυο χώρες βρέθηκαν πρόσφατα σε αντίπαλες πλευρές σε τέσσερις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις: στη Συρία, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και την Ουκρανία. Στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Τουρκία πήρε το πάνω χέρι. Το έκανε ξανά στη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ, του οποίου οι κύριοι υποστηρικτές ήταν η Ρωσία και το Ιράν.
Όταν η Μόσχα ξεκίνησε την εισβολή της στην Ουκρανία, η Τουρκία έκλεισε τα στενά της σε όλα τα πολεμικά πλοία, περιορίζοντας την ικανότητα της Ρωσίας να εναλλάσσει μονάδες των στόλων της, μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.
Η Τουρκία ήταν επίσης μεταξύ των πρώτων χωρών που παρείχαν στρατιωτικό εξοπλισμό στο Κίεβο, όπως ένοπλα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Αργότερα παρέδωσε δύο κορβέτες στο ουκρανικό ναυτικό. Αντίθετα, πολλά ευρωπαϊκά κράτη (με εξαίρεση χώρες όπως η Πολωνία) ήταν αρχικά διστακτικά να παράσχουν βαρέα όπλα στην Ουκρανία.
Ταυτόχρονα, η Άγκυρα δεν συμμετέχει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και υποστήριξε από νωρίς μια διπλωματική λύση στον πόλεμο (αν και οι προσπάθειές της να μεσολαβήσει για ειρήνη δεν είχαν αποτέλεσμα). Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ πιο επικριτικές για το ενδεχόμενο συμφωνίας με τη Ρωσία.
Σε μια εποχή με βάσιμη ανησυχία για απόκλιση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ως προς τη Ρωσία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ Τουρκίας, Ευρώπης και Ηνωμένου Βασιλείου είναι πιο ζωτικής σημασίας από ποτέ.
Η Τουρκία είναι ένας σημαντικός παίκτης σχεδόν σε όλα τα κύρια θέατρα εντάσεων, όπου η Ρωσία αμφισβητεί την ευρωπαϊκή ασφάλεια, είτε στη Μαύρη Θάλασσα, είτε στα Δυτικά Βαλκάνια ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πτώση του Άσαντ έθεσε υπό αμφισβήτηση το μέλλον της ρωσικής ναυτικής βάσης στην Ταρτούς της Συρίας. Αυτό, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς της Τουρκίας στην κυκλοφορία των πλοίων στα Στενά, σημαίνει ότι η θέση της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται πιο επισφαλής. Ως εκ τούτου, τώρα είναι η ώρα για μεγαλύτερη συνεργασία με την Τουρκία, με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας της Ευρώπης στη νοτιοανατολική πλευρά της.
Άλλα θέματα ασφαλείας
Όσον αφορά την Κίνα, η τουρκική και η ευρωπαϊκή πολιτική δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές. Η διαφωνία εντός της ΕΕ έχει αποτρέψει τη χάραξη μιας ενιαίας πολιτικής, και πολλά ευρωπαϊκά κράτη δεν βλέπουν την Κίνα ως άμεση απειλή για τα συμφέροντά τους. Τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα με την κυβέρνηση Τραμπ, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένη να δημιουργήσει με την Κίνα ένα τόσο συγκρουσιακό περιβάλλον, όσο θα ήθελε ο Τραμπ. Ως εκ τούτου, το ζήτημα της Κίνας είναι απίθανο να διχάσει στο εγγύς μέλλον την Άγκυρα και την Ευρώπη.
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα είναι εάν η Τουρκία και η Ευρώπη θα συνεργαστούν ή θα ανταγωνιστούν στην κοινή τους γειτονιά. Την τελευταία δεκαετία και οι δύο πλευρές έβλεπαν η μια την άλλη περισσότερο ως αντιπάλους παρά ως εταίρους, κυρίως λόγω των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Με τη βελτίωση των σχέσεων και -τώρα- την επιτακτική ανάγκη μιας εύρυθμης πολιτικής μετάβασης στη Συρία, και οι δύο πλευρές πρέπει να διερευνήσουν τρόπους για μεγαλύτερη συνεργασία στην κοινή τους γειτονιά.
Ωστόσο, η ιδέα της γειτονιάς δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στη γεωγραφική εγγύτητα. Μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τη λογική του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι όταν η Τουρκία, η ΕΕ ή το Ηνωμένο Βασίλειο μιλούν για διάλογο και συνεργασία στον τομέα της περιφερειακής ασφάλειας, θα πρέπει να έχουν μια ευρύτερη συναντίληψη για τον όρο, που θα περιλαμβάνει τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αλλά και τον Νότιο Καύκασο, την Κεντρική Ασία και την Αφρική.
Πρόκειται για περιοχές όπου η Τουρκία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Αλλά είναι επίσης περιοχές με επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και όπου, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, έχουν σημαντική παρουσία. Το πώς η ΕΕ, ή η Δύση γενικότερα, θα τοποθετηθούν στην περιφερειακή πολιτική του μη δυτικού κόσμου θα έχει σημαντικές επιπτώσεις. Οι περιφερειακές δυνάμεις κατανοούν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό βάσει της περιφερειακής τους πραγματικότητας. Για αυτούς, η περιφερειακή κατάσταση είναι μικρογραφία του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η συμμετοχή του Φιντάν στην τελευταία συνάντηση του Γκίμνιχ θα πρέπει να αποκτήσει πιο τακτικό χαρακτήρα, για να επιτρέψει καλύτερο διάλογο μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Η Τουρκία είναι απίθανο να ευθυγραμμιστεί με τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ εάν δεν είναι παρούσα όταν γίνονται αυτές οι επιλογές.
Το να είσαι παρών δεν εγγυάται ευθυγράμμιση. Οι δύο πλευρές έχουν διαφορετικές γεωπολιτικές προτεραιότητες και συμφέροντα. Ωστόσο, η συμμετοχή στις συναντήσεις του Γκίμνιχ θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα προς έναν πιο δομημένο διάλογο για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, παρέχοντας διαβεβαιώσεις και στα δύο μέρη καθώς ξεκινά η διακυβέρνηση Τραμπ, φέρνοντας μαζί της σημαντικές αβεβαιότητες.
Πηγή: Chatham House/ απόδοση στα ελληνικά KREPORT