Ανάλυση/ Πώς η πολιτική “σκακιέρα” του 2025 κρίνει τις εκλογές του 2027

Ανάλυση/ Πώς η πολιτική “σκακιέρα” του 2025 κρίνει τις εκλογές του 2027

Οι εκλογές του 2027 μπορεί να φαίνονται ακόμα μακριά στα τέλη του 2024 και στην αρχή του 2025, ωστόσο οι εκτιμήσεις επικεντρώνονται σε μερικές βασικές παραμέτρους που δείχνουν πως το πολιτικό παιχνίδι ανοίγει και ένα νέο τοπίο θα αρχίσει να διαμορφώνεται σταδιακά τους επόμενους μήνες.

Πρώτη παράμετρος είναι η δύο όψεων ανάγνωση αυτού του τοπίου: α. Ο πρωθυπουργός έχει διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι η επόμενη εθνική αναμέτρηση θα διεξαχθεί με τον ίδιο εκλογικό νόμο στο σύνολό του- καμία αλλαγή στην κλιμάκωση του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, β. Καμία αλλαγή στο όριο (3%) της εισόδου των κομμάτων στην επόμενη Βουλή.

Δεύτερη, που προκύπτει από την πρώτη και τις έως σήμερα δημοσκοπικές καταγραφές, ότι η Ν.Δ, ως πρώτο κόμμα, δύσκολα θα προσεγγίσει το ποσοστό αυτοδυναμίας (38%) και ως εκ τούτου θα πρέπει να διερευνήσει κάποια στιγμή, στο σχετικά κοντινό μέλλον, τις προϋποθέσεις συνεργασιών.

Οι μετρήσεις που έχουμε στο τέλος του 2024 και μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή με την κυβερνητική πλειοψηφία να διευρύνεται από τους 155 (με την ένταξη του Λ. Αυγενάκη στην Κ.Ο της Ν.Δ, 156) στους 159 βουλευτές, δείχνουν τα εξής:

  • Μόνη σταθερά είναι η πρωτιά της ΝΔ, η αξιωματική αντιπολίτευση άλλαξε και το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σταθερά στη δεύτερη θέση και ο ΣΥΡΙΖΑ, απαλλαγμένος από τον Στ. Κασσελάκη και με νέο αρχηγό, τον Σ. Φάμελλο, βρίσκεται στην πέμπτη θέση.
  • Σε έξι δημοσκοπήσεις που παρουσιάστηκαν την τελευταία βδομάδα (Metron Analysis, PULSE,GPO, MRB, Interview και Prorata), στη πρόθεση ψήφου τα ποσοστά της ΝΔ κυμαίνονται από 22,9% έως 29%, του ΠΑΣΟΚ από 14% έως 18,5%, του ΚΚΕ από 7,5% έως 9% της Ελληνικής Λύσης από 7,2% έως 9% και του ΣΥΡΙΖΑ από 5,9% έως 8%- η δε Εκτίμηση Ψήφου της MRB που δίνει “ισοπαλία” ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ελληνικής Λύσης στο 9,9% ήταν, δίχως άλλο, το πιό αισιόδοξο μήνυμα για την Κουμουνδούρου.
  • Αυτό που διατηρείται υψηλά είναι η εκτίμηση των πολιτών ότι η χώρα κινείται προς την λάθος κατεύθυνση (54,4% έως 62%) και η απαισιοδοξία του για τα μελλούμενα που φτάνει μέχρι και το 72%.

Έτσι, η μεν πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει αδιαμφισβήτητη, απέναντί του, όμως, έχει πλέον μία δυσφορούσα κοινωνία που δεν διαθέτει πειστική εναλλακτική λύση διακυβέρνησης, δείχνει, ωστόσο, “απελευθερωμένη” να κάνει επιλογές διαμαρτυρίας, ενίοτε και “τυφλές”, ή και να απόσχει από την εκλογική διαδικασία.

Ο πρωθυπουργός αισθάνεται ήδη αμφίπλευρη πολιτική πίεση: και από τα δεξιά της Ν.Δ, με το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων αυτής της “περιοχής” να παραμένει σταθερά στο 20% και πάνω, και από το κέντρο, όπου το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης διευρύνουν την επιρροή τους. Σε κάποιες μετρήσεις ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κερδίζει με μεγάλη διαφορά τον κ. Μητσοτάκη, σε έναν πολιτικό χώρο, δηλαδή, που στήριξε την πολιτική του ηγεμονία σταθερά από το 2016 μέχρι τις εκλογές του 2023. Στο πλαίσιο αυτό αποκτά μεγάλη σημασία η επιλογή που θα κάνει σχετικά με τον/ την υποψήφιο/α για την προεδρία της Δημοκρατίας και δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία η παράλληλη παρέμβαση των Ντόρας Μπακογιάννη και Ευάγγελου Μεϊμαράκη υπέρ της (μάλλον αρκετά ασφαλούς ως επιλογής) επανεκλογής της Κατερίνας Σακελαροπούλου.

Το “χαρτί” της πολιτικής σταθερότητας

Στο Μέγαρο Μαξίμου σημειώνουν με ενδιαφέρον ότι σε κάποιες πρόσφατες μετρήσεις παρατηρείται μία μικρή μείωση της απογοήτευσης των πολιτών σχετικά με το μείζον πρόβλημα της ακρίβειας και ελπίζουν πως βοηθούσης και της μείωσης της έντασης του πληθωριστικού κύματος τους επόμενους μήνες αυτή μπορεί να συνεχιστεί.

Πολλά θα κριθούν στις μετρήσεις της άνοιξης της νέας χρονιάς. Εάν, για παράδειγμα, η Ν.Δ καταγράφει ίδια ποσοστά και δείχνει αδυναμία να υπερβεί με άνεση το 30% ώστε να έχει προοπτική καθαρής νίκης, ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να εφεύρει νέες μεθόδους πόλωσης και συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης, αλλά και δημοσιονομικά περιθώρια (σε διεθνές περιβάλλον που, όμως, δυσκολεύει πολύ) για περισσότερες παροχές. Πλεονέκτημά του είναι -και θα τονίζεται διαρκώς- ότι μπορεί να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα σε μία περίοδο διευρυνόμενης αστάθειας στις ισχυρότερες χώρες και οικονομίες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία), ενώ θα ζυγίσει πολύ και τις ενέργειές του σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και τα γεωπολιτικά μέτωπα της περιοχής μας.

Στο Μέγαρο Μαξίμου “διαβάζουν” τις μετρήσεις υπό το πρίσμα του ότι η κοινωνία μπορεί μεν να θυμώνει με την συνεχιζόμενη ακρίβεια, όμως έχει αρχίσει να εισέρχεται σε φάση αναμονής και όχι οργής, όπως καταγραφόταν παλαιότερα. Και ότι οι ψηφοφόροι της Ν.Δ που απείχαν από τις ευρωεκλογές δεν διασπείρονται σε άλλα κόμματα αλλά παραμένουν στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου. Και, ανάλογα με τις κινήσεις του πρωθυπουργού και τις γενικότερες εξελίξεις, μπορεί να επιστρέψουν στην πολιτική κοίτη τους, όταν προϊόντος του πολιτικού χρόνου θα αρχίσουν να τίθενται τα εκλογικά διλήμματα.

Κινητικότητα στο πολιτικό τοπίο

Το πολιτικό τοπίο θα κριθεί και σε άλλα ζητήματα:

Εάν θα μπορέσει το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης να “ξεκολλήσουν” από το αναμφίβολα υψηλότερο απ΄ ότι στις ευρωεκλογές ποσοστό περί το 17-18%, κι έτσι να αποκτήσουν προοπτική ακόμα και να νικήσουν τη Ν.Δ.

Εάν ο κ. Ανδρουλάκης αποφασίσει να ανοίξει το παιχνίδι πιθανών μελλοντικών συνεργασιών στον χώρο της κεντροαριστεράς, ώστε η φιλοδοξία μιας εκλογικής νίκης (άρα και η απόκτηση του μπόνους) να μπορεί να συνδυαστεί με την προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας, π.χ με τον ΣΥΡΙΖΑ του Σωκράτη Φάμελλου και, ίσως, και τη Νέα Αριστερά.

Εάν ο κ. Φάμελλος σταθεί εφικτό να τα βρει με τον Αλέξη Χαρίτση σε ένα μίνιμουμ πλαίσιο κοινοβουλευτικής και πολιτικής συνεργασίας, κάτι που θα μεγαλώσει κοινοβουλευτικά τον παλαιότερα ενιαίο χώρο (πριν την θητεία Κασσελάκη) και θα του επιτρέψει να ανακτήσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Εάν τα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ αποκτήσουν κρισιμότητα ύπαρξης και ενίσχυσης πέραν της υποδοχής του κλίματος δυσαρέσκειας, εάν, δηλαδή, είτε επιχειρηθεί η μερική, έστω, συνένωσή τους υπό μία πιό ισχυρή ηγεσία (σχέδιο που λέγεται ότι αθ προσπαθήσει να προωθήσει ο Αντώνης Σαμαράς), είτε αποκτήσουν ευρύτερη πολιτική ατζέντα, ικανή να διεκδικήσει συμμετοχή σε ένα μελλοντικό συνεργατικό σχήμα διακυβέρνησης. Και τα δύο μοιάζουν σήμερα ιδιαίτερα δύσκολο να συμβούν.

Απέναντι στις “πιθανότητες”, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει όχι μόνο ο ισχυρότερος πολιτικός παίκτης αλλά και εκείνος που διαθέτει ακόμα το μεγαλύτερο εύρος κινήσεων και πολιτικών “εργαλείων” ώστε να διεκδικήσει με αξιώσεις την τρίτη ευκαιρία του: να γίνει, δηλαδή, ο πρώτος πρωθυπουργός μετά την Μεταπολίτευση με τρεις συνεχείς θητείες. Εκτός, όμως, από τις “πιθανότητες” υπάρχουν και αρκετές αβεβαιότητες που καθιστούν την επόμενη χρονιά ένα πολιτικό ναρκοπέδιο στο εσωτερικό και μία ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη ζώνη στις γεωπολιτικές συγκρούσεις.

Σχετικά Άρθρα