Συνέντευξη libre/Μανώλης Πλειώνης: Γνώση, πληροφόρηση, υπολογίσιμη εικασία- Πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είμαστε;

Συνέντευξη libre/Μανώλης Πλειώνης: Γνώση, πληροφόρηση, υπολογίσιμη εικασία- Πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είμαστε;

Ο Μανώλης Πλειώνης είναι διευθυντής και πρόεδρος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Είναι μεταξύ των επιστημόνων που όταν καλείται να απαντήσει στα ερωτήματα που έχουν σχέση με την επιστημονική του κατεύθυνση δεν περιορίζεται σε αυτά. Αυτό έκανε και στο πλαίσιο της επιμέλειας που είχε στο συλλογικό έργο με τίτλο «Ψευδοεπιστήμες και θεωρίες συνωμοσίας», ένα θέμα που τα τελευταία χρόνια μας απασχολεί όλο και περισσότερο. Με αφορμή πολλά επίκαιρα και σοβαρά ζητήματα, όπως είναι η άρνηση πολλών να δεχτούν ότι υπάρχει κλιματική κρίση ή ακόμη και η ύπαρξη του κορωνοϊού.  

Στην συνέντευξη που έδωσε στο libre μιλά για τις θεωρίες συνωμοσίας, τις προσπάθειες χειραγώγησης των ανθρώπων, τις ευθύνες των κυβερνήσεων να ενημερώνουν υπεύθυνα τους πολίτες και να τους προστατεύουν από τις φυσικές καταστροφές. Γι’ αυτό προτείνει το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας να τελεί υπό διακομματικό έλεγχο ή να γίνει Ανεξάρτητη Αρχή.

Από την άλλη μιλά για όσα γίνονται ή λέγονται για την πολιτική της ενέργειας και μεταξύ άλλων απαντά: «Δεν είναι δυνατόν από τη μία να κλείνουμε τις λιγνιτικές μονάδες (με τις όποιες αναπόφευκτές επιπτώσεις για τις τοπικές κοινωνίες) ώστε να πετύχουμε το στόχο η χώρα μας να αποτελέσει το 2050 μια κοινωνία μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος και από την άλλη να επαναφέρουμε το ζήτημα εξόρυξης ορυκτών καυσίμων στο Αιγαίο· θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια σχιζοφρενική αντίφαση».

Συνέντευξη

Κύριε Πλειώνη, είστε ο επιμελητής ενός βιβλίου με τίτλο «Ψευδοεπιστήμες και θεωρίες συνωμοσίας». Με αφορμή τον τυφώνα Μίλτον στη Φλόριντα πριν από λίγο καιρό, είδαμε νέες θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες κάποιοι ελέγχουν τον καιρό για διάφορους σκοπούς και στόχους. Στο βιβλίο που επιμεληθήκατε αναφέρεται ότι «μια κοινωνία που κυριαρχείται από μια παραμορφωτική αντίληψη της πραγματικότητας, από συνωμοσιολογικές ερμηνείες της ιστορίας και των κοινωνικών διεργασιών, μια κοινωνία χωρίς σταθερές γνωσιακές βάσεις ώστε να μπορεί μέσω του διαλόγου να καταλήγει σε αποδεκτά πολιτικά σχέδια, εύκολα κατευθύνεται και χειραγωγείται». Μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτή τη χειραγώγηση;

Ο καθηγητής Μανώλης Πλειώνης

Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση θα πρέπει να διαγνώσουμε πως δημιουργείται το απαραίτητο υπόβαθρο πάνω στο οποίο κτίζεται η δυνατότητα να χειραγωγούνται μεγάλες ομάδες συνανθρώπων μας από παράκεντρα εξουσίας – όπως αυτά που οδήγησαν στο πραξικόπημα στις ΗΠΑ με την κατάληψη του Καπιτωλίου το 2021. Αν και το θέμα εκφεύγει της επιστημονικής μου ειδικότητας παρά ταύτα έχω προσωπική άποψη – στη βάση ευρύτερων ενδιαφερόντων και της αναγκαίας ανάλυσης της καθημερινότητας που απαιτείται από κάθε ενεργό πολίτη. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, στις διάφορες εκφάνσεις και εντάσεις της, μας συνοδεύει διαρκώς αποτελώντας αιτία ή αφορμή για πολιτικές λιτότητας εδώ και πολλές δεκαετίες, πολύ πριν την παγκόσμια κρίση που οδηγηθήκαμε από την ανεξέλεγκτη λειτουργία χρηματoπιστωτικών κολοσσών σαν την Lehman Brothers. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση και οι συνεπακόλουθες πολιτικές λιτότητας οδηγούν σε φτωχοποίηση μεγάλες κοινωνικές ομάδες με άμεσες επιπτώσεις στην παιδεία, την υγεία και το μορφωτικό επίπεδο της κοινωνίας που σε συνδυασμό με την αναγωγή του κέρδους ως αυταξίας και της συνεπακόλουθης ιδιοτέλειας που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία, έχει οδηγήσει σε διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, σε αμφισβήτηση της – αδύναμης να λύσει τα εγγενή προβλήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολλών – πολιτικής εκπροσώπησης. Η αμφισβήτηση αυτή συμπαρασέρνει και άλλους θεμελιώδεις θεσμούς και πνευματικές δραστηριότητες όπως την επιστήμη και τους λειτουργούς της, την Παιδεία και τους λειτουργούς της, και έτσι η επιστήμη από απαραίτητος πυλώνας κατανόησης και ερμηνείας φυσικών και κοινωνικών φαινομένων και τροφοδότης τεχνολογίας και λύσεων προς όφελος της ευζωίας του ανθρώπου, καθίσταται στα μάτια πολλών ως «δεκανίκι» ενός κράτους ανίκανου να λύσει τα βασικά προβλήματα της κοινωνίας, και έτσι απαξιώνεται δημιουργώντας – μαζί με την αμφισβήτηση της πολιτικής εκπροσώπησης – τις προϋποθέσεις για την διείσδυση και αποδοχή θεωριών συνωμοσίας και ψευδοεπιστημονικών απόψεων, ως εναλλακτικών γνώσεων που το «κατεστημένο προσπαθεί να αποκρύψει για να χειραγωγήσει τους πολίτες». Σε αυτό βέβαια το υπόβαθρο συνεισφέρει και η απαξίωση που περιστασιακά δείχνει το ίδιο το κράτος απέναντι σε αυτούς τους θεσμούς, όταν το όποιο πρόσκαιρο αφήγημα το απαιτεί – είτε για να αποποιηθεί το κράτος κάποιων ευθυνών του είτε για να προωθήσει ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα πχ., στο τομέα της Παιδείας, απαξιώνοντας ενίοτε τους Πανεπιστημιακούς δασκάλους ή τους επίσημους επιστημονικούς/ακαδημαϊκούς φορείς της χώρας. Βέβαια δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι και η ίδια η επιστήμη, μέσω κάποιων λειτουργών της, δεν έχει συμβάλλει σε αυτή την αμφισβήτηση είτε με μια αδικαιολόγητη πολυγλωσσία σε επιστημονικά τεκμηριωμένα θέματα – προσοχή, δεν αναφέρομαι στην αμφισβήτηση που είναι απαραίτητη στην επιστημονική μεθοδολογία αλλά σε ατεκμηρίωτη πολυγλωσσία σε ζητήματα που έχουν λυθεί επιστημονικά και αποτελούν παγιωμένη γνώση – είτε για λόγους αυτοπροβολής και ιδιοτελούς συμφέροντος κάποιων λειτουργών της. Στην ίδια κατεύθυνση συνεισφέρει και η σύγχρονη αντίληψη περί χρηστικότητας της γνώσης και της οικονομικής αποδοτικότητά της, που την καθιστά εν τέλει εμπόρευμα προς ανταλλαγή, με επακόλουθο να προάγεται η όποια εύπεπτη και εναλλακτική (δήθεν) «γνώση», όσο αλλοπρόσαλλη και αν είναι και χωρίς απαραίτητα αυτή να εκπορεύεται από την επιστημονική μέθοδο και να συναρτάται με τη φυσική πραγματικότητα, αρκεί να είναι εμπορεύσιμη και να παράγει πλούτο.

Σε αυτό λοιπόν το υπόβαθρο με ρωτάτε αν μπορούμε να απαντήσουμε στη χειραγώγηση, ή μάλλον καλύτερα θα έλεγα, στις αιτίες που δημιουργούν το υπόβαθρο για να είναι δυνατή η χειραγώγηση πολιτών, και η απάντηση μου είναι μάλλον όχι, αλλά οφείλουμε – όσοι σεβόμαστε τον εαυτό μας, την Δημοκρατία και το ανθρώπινο πνευματικό κεφάλαιο – να δοκιμάσουμε. 

Πέρα απ’ όσα ακούμε και βλέπουμε με τη διάδοση των θεωριών συνωμοσίας, υπάρχει και μια μάχη μεταξύ όσων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κλιματική αλλαγή και εκείνων – δεν είναι και λίγοι – που την περιγράφουν ως αναληθή θεωρία. Η κλιματική αλλαγή είναι ωστόσο ένα ζήτημα ιδιαίτερα σοβαρό. Και προφανώς πρέπει να μας απασχολήσει όλους. Οι κυβερνήσεις και όσοι έχουν ευθύνη κάνουν όσα οφείλουν για να ενημερωθούν οι πολίτες;

 Όπως σε όλες τις περιπτώσεις θεωριών συνωμοσίας που αφορούν σε καθημερινές κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες, οι αμφισημίες των εφαρμοζόμενων πολιτικών αλλά και της κυρίαρχης επιστημονικής άποψης  σε συνδυασμό με την βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει τις κοινωνίες μας, οδηγεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε αμφισβήτηση της πολιτικής εκπροσώπησης και ότι αυτή υποστηρίζει, σωστά ή λάθος… και μαζί με τα ξερά, που λέει ο λαός μας, καίγονται και τα χλωρά… και ένα από αυτά είναι η Κλιματική Αλλαγή.

Για να απαντήσω όμως στην ερώτηση σας, αν οι κυβερνήσεις κάνουν όσα οφείλουν, όχι μόνο για να ενημερωθούν οι πολίτες αλλά για το αν πράττουν ότι είναι απαραίτητο για την αναστροφή των επιπτώσεων και τον μετριασμό της Κλιματικής Αλλαγής, η απάντηση δεν είναι μονολιθική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελλάδα τα πάνε σχετικά καλά όσο αφορά τις πολιτικές απανθρακοποίησης, αν και υπάρχουν αμφισημίες, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο η απάντηση είναι ξερά όχι, όσον αφορά στους μεγάλους ρυπαντές του πλανήτη Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, κλπ. Επιπλέον, βλέπουμε μια καταφανή υποκριτική στάση σε διεθνές επίπεδο με τις περίφημες συναντήσεις κορυφής, όπως η φετινή COP29 που διεξήχθη στο Μπακού του πετρελαιοπαραγωγού Αζερμπαϊτζάν, όπου συμμετέχουν χιλιάδες εκπρόσωποι επιχειρηματικών συμφερόντων και λόμπυ πετρελαίου επιδιώκοντας και καταφέρνοντας να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις για το περιβάλλον. Η δε εκλογή στην Προεδρία των ΗΠΑ του αρνητή της Κλιματικής Αλλαγής, Ντόναλντ Τράμπ, θα έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις για τις διεθνείς προσπάθειες εξάλειψης της εξόρυξης και χρήσης ορυκτών καυσίμων.

Η σημαντικότερη συνθήκη όμως που δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, είναι ότι αντί να κτίζονται διεθνείς συναινέσεις, συνεργασίες και κλίμα παγκόσμιας εμπιστοσύνης και αλληλοβοήθειας, που είναι η απολύτως απαραίτητη – αν και όχι ικανή – συνθήκη για την καταπολέμηση σε παγκόσμιο επίπεδο της Κλιματικής Αλλαγής και για την προοπτική ενός βιώσιμου μέλλοντος για την ανθρωπότητα, οι μεγάλες δυνάμεις έχουν επιδοθεί σε μια ανταγωνιστική – πολιτική, οικονομική και στρατιωτική – φρενίτιδα, όπου οι συστάσεις του ΟΗΕ δεν λαμβάνονται υπόψιν από κανένα, η υποκρισία και τα διπλά standards έχουν γίνει το κυρίαρχο διπλωματικό modus vivendi, όπου παροτρύνονται και χρηματοδοτούνται περιφερειακοί πόλεμοι και γενοκτονίες, όπως αυτή στη Γάζα. Οι επιπτώσεις αυτής της νέας παγκόσμιας συνθήκης, πέρα από τις ανθρωπιστικές καταστροφές, την υποχώρηση δημοκρατικών κατακτήσεων στο Δυτικό κόσμο, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, θα είναι δραματικές και πιθανότατα μη αναστρέψιμες για την εξέλιξη της Κλιματικής Αλλαγής και τις μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της.

Η κυβέρνηση δημιούργησε ένα αυτόνομο υπουργείο για την κλιματική κρίση και την  πολιτική προστασία. Υπάρχει συνεργασία του υπουργείου με τους αρμόδιους φορείς και τους ειδικούς επιστήμονες όπως θα έπρεπε; Γίνεται στην κατάλληλη βάση;

Είναι αδιαμφησβήτητο και επιστημονικά πλήρως τεκμηριωμένο ότι η Κλιματική Αλλαγή και οι συνεπακόλουθες φυσικές καταστροφές θα εντείνονται και θα γίνονται με την πάροδο του χρόνου σφοδρότερες και με επιπτώσεις για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού και επομένως η Πολιτεία θα έχει να αντιμετωπίσει όλο και μεγαλύτερης έντασης προβλήματα που απαιτούν όλο και περισσότερη προνοητικότητα, όλο και πιο άρτια προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού, όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή ανθρώπινου δυναμικού, όλο και εντονότερη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων και της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ των οποίων και της επιστήμης. Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία – όπως οι πολύνεκρες πλημμύρες το 2022 στο Πακιστάν, το 2023 στην Ελλάδα και οι πρόσφατες στην Ανατολική Ισπανία – διδάσκει ότι απέναντι στη μεταβαλλόμενη φύση η ανθρωπότητα αδυνατεί, με τις προτεραιότητες που είχε θέσει σε μια προγενέστερη περίοδο ήπιας εξέλιξης των φαινομένων, να αντιμετωπίσει τη σφοδρότητα των φυσικών καταστροφών.

Επομένως, θεωρώ πολύ σημαντική την σύσταση ειδικού υπουργείου για την Κλιματική Κρίση γεγονός που δημιουργεί προϋποθέσεις για πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η Κλιματική Αλλαγή, ειδικά των φυσικών καταστροφών αλλά όχι μόνο, μιας και δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα και από τη σταδιακή επίδραση της Κλιματικής Αλλαγής στη καθημερινότητα του πολίτη, στην κοινωνία και την οικονομία, που δεν έχουν τη μορφή της βίαιης και ξαφνικής καταστροφής. Η σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, η σταδιακή ελάττωση των ημερών βροχόπτωσης με επιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας αλλά και στη διαθεσιμότητα πόσιμου νερού, η σταδιακή επέκταση της περιόδου έντονου κινδύνου για δασικές πυρκαγιές, η σταδιακή ερημοποίηση περιοχών, η σταδιακή επιβάρυνση των περιβαλλοντικών συνθηκών, η σταδιακή μείωση της βιοποικιλότητας, δημιουργούν εξίσου σημαντικά προβλήματα και σε πολλαπλά επίπεδα για την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία. Επομένως, το Υπουργείο αυτό, σε συνεργασία με συναρμόδια Υπουργεία, θα πρέπει να επεκτείνει θεωρώ τις δράσεις του και σε αυτά τα απολύτως απαραίτητα αλλά λιγότερο «εκρηκτικά» πεδία άσκησης πολιτικής.

Όσο δε αφορά στη συνεργασία του νέου Υπουργείου με την επιστημονική κοινότητα, σταδιακά αυξάνεται και γίνεται πιο λειτουργική και ομολογώ ότι βρίσκεται σε καλύτερο επίπεδο από ότι στο παρελθόν, αλλά έχει δυνατότητες περαιτέρω εμβάθυνσης και επέκτασης σε πολλά άλλα πεδία. Ένα από τα πεδία που θεωρώ ότι απαιτείται να επεκταθεί η συνεργασία μας είναι αυτό της ενδελεχούς – και με επιστημονική προσέγγιση – μελέτης και αποτίμησης κάθε μιας από τις φυσικές καταστροφές στη χώρα μας, με στόχο να γίνει εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης των επιμέρους φυσικών καταστροφών και να διαγνωστούν οι επιτυχείς ή αποτυχείς προσεγγίσεις και οι αιτίες τους, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές παρεμβάσεις στο μηχανισμό αντιμετώπισης και να είναι καλύτερα προετοιμασμένος για τις επόμενες κρίσεις. Και αυτό γιατί η πρόληψη και προετοιμασία για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική όταν βασίζεται στη κατανόηση των γενικών αλλά και των ειδικών συνθηκών που τις προκαλούν, ώστε προληπτικά να εκπονούνται σχέδια αντιμετώπισης στη βάση σεναρίων που ανταποκρίνονται σε αυτές τις διαφορετικές συνθήκες, κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που κάνουν οι ένοπλες δυνάμεις με τις ασκήσεις επί χάρτου που βασίζονται σε διαφορετικά σενάρια επίθεσης του όποιου εχθρού.

Θέλω μετά επιτάσεως να επισημάνω ότι στις δεκαετίες που έρχονται, το ζήτημα της προστασίας του πολίτη, της κοινωνίας, των κρίσιμων υποδομών και του περιβάλλοντος απέναντι στις φυσικές καταστροφές θα αναδειχθεί ως το μείζον (σε ειρηνική περίοδο) πεδίο άσκησης πολιτικής – με δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες για οποιαδήποτε οικονομία – και επομένως η κοντόθωρη αλλά διαχρονικά αξιοποίησιμη θεματική των φυσικών καταστροφών ως όπλο μικρο-πολιτικής αντιπαράθεσης θα πρέπει να σταματήσει. Προσωπική μου άποψη είναι ότι θα πρέπει το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας να τελεί υπό διακομματικό έλεγχο ή να γίνει Ανεξάρτητη Αρχή.

Το Αστεροσκοπείο Αθηνών συνεργάζεται με την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Επίσης έχουν δημιουργηθεί ειδικές υπηρεσίες για την ανίχνευση και παρακολούθηση των δασικών  πυρκαγιών με χρήση δορυφορικής τηλεπισκόπησης. Τι είναι αυτό που δεν γίνεται ή δεν γίνεται σωστά κυρίως στο επίπεδο της πρόληψης;

Πράγματι έχουμε υπογράψει μνημόνια συνεργασίας με την Πυροσβεστική, για διάφορες υπηρεσίες που μπορούμε να παρέχουμε, ορισμένα από τα οποία είναι ακόμα σε ισχύ. Για παράδειγμα, ανάμεσα στις υπηρεσίες και καινοτόμα εργαλεία που έχουμε αναπτύξει είναι η παραγωγή εξειδικευμένου και λεπτομερούς χάρτη πρόγνωσης επικινδυνότητας έναρξης δασικής πυρκαγιάς, που παράγεται με μεθόδους Μηχανικής Μάθησης, και που αποστέλλουμε καθημερινά αλλά άτυπα πλέον στη Πυροσβεστική. Όμως έχουμε ενεργό MoU με την Πυροσβεστική στο πλαίσιο της υπηρεσίας FireHUB, δηλαδή της δορυφορικής παρακολούθησης – σε πραγματικό χρόνο ανά 5 λεπτά – της Ελληνικής Επικράτειας για τον εντοπισμό και παρακολούθηση της εξέλιξης δασικών πυρκαγιών, αξιοποιώντας τον γεωστατικό δορυφόρο MSG και θερμικούς ανιχνευτές. Η διακριτική ικανότητα των εικόνων που παρέχουμε είναι 500 x 500 μέτρα, η καλύτερη δυνατή που μπορεί κάποιος να εξάγει από εικόνες γεωστατικών δορυφόρων, που αναγκαστικά βρίσκονται σε πολύ μεγάλα ύψη (~36000 χμ). Προσφάτως ανακοινώθηκε το Ελληνικό πρόγραμμα μικροδορυφόρων αλλά και το ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει πρόσβαση σε δεδομένα και υπηρεσίες δορυφόρων χαμηλής τροχιάς, με θερμικούς ανιχνευτές, και άρα οι παραγόμενες εικόνες θα έχουν σημαντικά καλύτερη διακριτική ικανότητα από την δική μας, που θα αποτελέσει σημαντική αναβάθμιση των δυνατοτήτων έγκαιρου και ακριβούς εντοπισμού πυρκαγιών. Παρά ταύτα η συνεχής παρακολούθηση της Ελληνικής επικράτειας – ανά λίγα λεπτά – μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω γεωσύγχρονων δορυφόρων – που όπως είπαμε έχουν την αδυναμία του πολύ μεγάλου ύψους και κατ’ επέκταση της σχετικά χαμηλής διακριτικής ικανότητας των εικόνων. Βέβαια, η τρίτη γενιά δορυφόρων meteosat έχουν πολύ καλύτερη διακριτική ικανότητα και θερμικές κάμερες και θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο. Ο δε συνδυασμός των δύο δυνατοτήτων – συνεχής παρακολούθηση μέσω γεωστατικών δορυφόρων και μεγάλη διακριτική ικανότητα των  χαμηλής τροχιάς δορυφόρων ή μικροδορυφόρων – μαζί και με συστήματα εναέριας παρακολούθησης με UAV’s όπως αυτά που έχει προμηθευτεί το ΥΚΚΠΠ, πιστεύω ότι θα αποτελέσει ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα εντοπισμού και παρακολούθησης των δασικών πυρκαγιών. Θέλω όμως να επισημάνω ότι η δορυφορική τηλεπισκόπηση δεν αποτελεί πανάκεια, μιας και όταν υπάρχει νεφοκάλυψη η δορυφορική παρακολούθηση «τυφλώνεται», ενώ σε συνθήκες χαμηλής νεφοκάλυψης μπορεί φυσικά να βοηθήσει τις επιχειρησιακές δομές στον εντοπισμό και παρακολούθηση της εξέλιξης δασικών πυρκαγιών, κυρίως σε απομονωμένες και ακατοίκητες περιοχές, αλλά και αναζωπυρώσεων τις νυχτερινές ώρες όταν οι εναέριες δυνάμεις αποχωρούν, μιας και συνήθως ο εντοπισμός και η ενημέρωση της Πυροσβεστικής σε περιοχές όπου υπάρχει κατοίκηση είναι ούτως ή άλλως άμεσος.

Ένα μείζον ζήτημα είναι η παραγωγή ενέργειας. Στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για την ανάγκη να γίνουν έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αιγαίο πέλαγος και όπου αλλού. Η αιολική ενέργεια είναι επίσης δημοφιλής, ενώ γίνεται λόγος και για την παραγωγή ενέργειας από τη θάλασσα. Αντιμετωπίζονται όπως θα έπρεπε όλα αυτά τα ζητήματα στην Ελλάδα;

Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση ανέδειξε πόσο σημαντική και εθνικά επιβεβλημένη είναι η μεγιστοποίηση της ενεργειακής μας αυτονομίας και η κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών, που όμως θα πρέπει να συντελεστεί μέσω ενός βιώσιμου ενεργειακού μετασχηματισμού που θα μειώνει σταδιακά τη χρήση ορυκτών καυσίμων αντικαθιστώντας τα με αξιοποίηση του πλούσιου δυναμικού ΑΠΕ της χώρας μας (συμπεριλαμβανομένου του υδάτινου και θαλάσσιου δυναμικού). Φυσικά, αυτή η  πολιτική θα πρέπει να συνοδεύεται από ασφάλεια ενεργειακής παραγωγής, από επάρκεια εφοδιασμού, από ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και σύγχρονων συστημάτων διαχείρισης της ζήτησης αλλά και από σοβαρές πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Η συζήτηση για αξιοποίηση των όποιων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων – ακόμα και του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καύσιμου – είναι κατά την γνώμη μου παρωχημένη, ατελέσφορη και βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την επιτακτική ανάγκη μείωσης της χρήσης αυτού του τύπου των καυσίμων και των σχετικών επιταγών της Συμφωνίας των Παρισίων αλλά και των πρόσφατων αποφάσεων των διεθνών συναντήσεων COP. Δεν είναι δυνατόν από τη μία να κλείνουμε τις λιγνιτικές μονάδες (με τις όποιες αναπόφευκτές επιπτώσεις για τις τοπικές κοινωνίες) ώστε να πετύχουμε το στόχο η χώρα μας να αποτελέσει το 2050 μια κοινωνία μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος και από την άλλη να επαναφέρουμε το ζήτημα εξόρυξης ορυκτών καυσίμων στο Αιγαίο· θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια σχιζοφρενική αντίφαση.

Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι η ενεργειακή μετάβαση για να είναι επιτυχής και κοινωνικά αποδεκτή θα πρέπει να είναι δημοκρατική, συμμετοχική και σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες ενώ επιπλέον απαιτείται να αντιμετωπιστούν με κοινωνική ευαισθησία οι κλάδοι των εργαζομένων που θα επηρεαστούν από την αλλαγή του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου.

Κύριε Καθηγητά, τελικά πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε για το μέλλον;

Η αισιοδοξία πρέπει να εδράζεται σε γνώση, πληροφόρηση και σε υπολογίσιμη εικασία (calculated guess, αγγλιστί). Εάν βασιστούμε λοιπόν σε αυτές τις τρεις συνιστώσες εξαγωγής συμπερασμάτων, πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είμαστε;…

Σχετικά Άρθρα