Ανάλυση/ Είναι ο Μπαϊρού το τελευταίο λάθος του Μακρόν;- Το οργιώδες παρασκήνιο σε μία Γαλλία που βυθίζεται στην κρίση
Για πόσο χρόνο μπορεί να επιβιώσει μία κυβέρνηση που αναλαμβάνει μετά την πτώση μιας άλλης κυβέρνησης, με έναν πρωθυπουργό που προέρχεται από έναν πολιτικό εκβιασμό (του) σε έναν δημοσκοπικά και πολιτικά αδύναμο Πρόεδρο Δημοκρατίας; Το ερώτημα αφορά, προφανώς, τη νέα κατάσταση πραγμάτων στο Παρίσι, με τον επικεφαλής του κεντρώου ModeM, τον βετεράνο 73χρονο Φρανσουά Μπαϊρού που διορίστηκε από τον Εμανουέλ Μακρόν να κάνει αυτό που δεν στάθηκε εφικτό να κάνει η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ.
Ο Γάλλος πρόεδρος, λένε αρκετοί αναλυτές, επιμένει να “πυροβολεί τα πόδια του”. Επέλεξε ένα πρόσωπο …από τα παλιά, με εξαιρετικά χαμηλή δημοφιλία στους γάλλους πολίτες, αρνούμενος πεισματικά να προβάλλει στον σχηματισμό και αυτής της κυβέρνησης το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών που έδωσε την πρώτη θέση στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Κι αν αποφεύγει να τοποθετήσει ως πρωθυπουργό ένα πρόσωπο που θα υποδείκνυε η “Ανυπότακτη Γαλλία” του Ζαν Λυκ Μελανσόν (το μεγαλύτερο κόμμα του συνασπισμού), δεν στάθηκε εφικτό να προσελκύσει τη συμμετοχή, ή έστω την ανοχή των ανερχόμενων Σοσιαλιστών. Οι περισσότεροι προεξοφλούν ότι η νέα κυβέρνηση Μπαϊρού δεν θα ευδοκιμήσει πολιτικά, ακόμα κι αν για ένα μικρό χρονικό διάστημα διαθέτει την ανοχή της ακροδεξιάς “Εθνικής Συσπείρωσης”.
Ουσιαστικά η Γαλλία βυθίζεται ακόμα περισσότερο σε μία δημοσιονομική κρίση και σε μία μακρά περίοδο πολιτικής παραλυσίας, κι αυτό για να διασωθεί πολιτικά ο Εμανουέλ Μακρόν. Για πόσο;
Ο κεντρώος Φρανσουά Μπαϊρού (φωτο), επί χρόνια σύμμαχος του Μακρόν και εξαρχής ο επικρατέστερος για το αξίωμα του πρωθυπουργού μεταξύ όσων ονομάτων είχαν ακουστεί, καλείται να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας.
Ξεκινά σε πολύ δύσκολο περιβάλλον, με εξαιρετικά δυσμενή δημοσκοπικά δεδομένα. Η δημοτικότητα του προέδρου Μακρόν έχει κατρακυλήσει στα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά της και η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών του επιθυμεί την παραίτησή του.
Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Μπαϋρού είναι επίσης απελπιστικά χαμηλή: Το 64% των ψηφοφόρων δεν τον εμπιστεύονται διόλου ενώ ελάχιστοι πιστεύουν ότι η διάρκεια της παραμονής του στην εξουσία θα ξεπεράσει εκείνην του Μπαρνιέ.
Σχετική είναι η ανάλυση του Γιώργου Σεφερτζή στο KREPORT:
Ίσως να έφταιγε η ημέρα καθώς ήταν μια παγωμένη Παρασκευή και 13 ενός Δεκέμβρη που το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν είχε ακόμα προλάβει να εξαγνίσει από τους δαίμονες που εδώ και έξι μήνες ταλανίζουν την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, βυθίζοντάς την στη χειρότερη κρίση της ιστορίας της.
Πάντως ήταν μια τέτοια «καταραμένη» ημέρα που ο Πρόεδρος Μακρόν, αφού είχε ήδη αθετήσει την δέσμευση που ανέλαβε ανήμερα της ανατροπής του Μπαρνιέ να ορίσει τον αντικαταστάτη του εντός 48 ωρών, αποφάσισε, ύστερα από μια εβδομάδα με δυστοκίες, καθυστερήσεις, παλινωδίες, δισταγμούς και ατέρμονες διαβουλεύσεις, να καταλήξει στο όνομα του τέταρτου (!) μέσα σε έναν χρόνο πρωθυπουργού του.
Ήταν, άραγε, σε πείσμα των προκαταλήψεων, ή από απλή απρονοησία; Ή μήπως ήταν πολύ περισσότερο από ενστικτώδη πίστη στο γούρι που θα μπορούσε να του φέρει η χθεσινή ημέρα μια κι ήταν επίσης η γενέθλια ημέρα του Ερρίκου του IV, του πρώτου βασιλιά της Γαλλίας και ιδρυτή της δυναστείας των Βουρβόνων; Μήπως, δηλαδή, ήταν η επιλογή της ημέρας για τον Μακρόν ένα είδος εξορκισμού του ενδεχόμενου να κάνει μια ακόμα λάθος επιλογή, που όμως αυτή τη φορά θα ήταν η μοιραία για την παραμονή του στον προεδρικό θώκο;
Όπως και να έχει, η χθεσινή ημέρα είχε όλα τα στοιχεία ενός απρόσμενου πολιτικού θρίλερ.
Αυτό άρχισε από το απόγευμα της προηγούμενης, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Γάλλος Πρόεδρος επισπεύδει την επιστροφή του από την Πολωνία όπου είχε συνάντηση με τον πρωθυπουργό της χώρας Ντόναλντ Τουσκ ενόψει των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Όλοι κατάλαβαν ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα της αποκάλυψης του ονόματος το οποίο θα έφερε ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός.
Άλλωστε την προηγούμενη Τρίτη 10 Δεκεμβρίου, ο Μακρόν είχε καταφέρει να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι της μικρής αίθουσας συνεδριάσεων του Προεδρικού Μεγάρου οι αρχηγοί όλων των κομμάτων της Εθνοσυνέλευσης πλην των δυο που εκπροσωπούσαν το ακροαριστερό (Μελανσόν) και το ακροδεξιό (Λεπέν) άκρο του πολιτικού φάσματος.
Η αποτυχημένη διαπραγμάτευση
Επί τρεις ώρες συζητούσαν τη νέα μέθοδο που πρότεινε ο Μακρόν για την υπέρβαση της πολιτικής κρίσης, με βασικότερο σημείο της τη σύναψη μεταξύ των κομμάτων που θα μετέχουν ή έστω θα στηρίζουν τη νέα κυβέρνηση ενός δεσμευτικού συμφώνου «μη επιθέσεως», που θα αποκλείει την κατάθεση προτάσεων μομφής ή δυσπιστίας τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2025, όποτε και θα είναι και πάλι δυνατό να διαλύσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει νέες εκλογές.
Έτσι, φάνηκε ότι θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για το σχηματισμό μιας προσωρινής μεν αλλά αρκετής για την υπέρβαση της ακυβερνησίας απόλυτης νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με διεύρυνση του μπλοκ του κέντρου και της κεντροδεξιάς, διάσπαση του συνασπισμού του Νέου Λαϊκού Μετώπου και εξουδετέρωση της λεπενικής Εθνικής Συσπείρωσης.
Πλην όμως εκκρεμούσε η εκπλήρωση των δυο βασικότερων προϋποθέσεων επιτυχίας του σχεδίου: Η συμφωνία για έναν κοινής αποδοχής πρωθυπουργό και η απόσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το συνασπισμό της μελανσονικής αριστεράς. Διαφορετικά, θα ήταν ανέφικτος ο σχηματισμός της νέας απόλυτης πλειοψηφίας.
Το βράδυ της επιστροφής του Μακρόν από την Πολωνία όλοι περίμεναν ότι θα ακολουθούσε άμεσα η ανακοίνωση του ονόματος του νέου πρωθυπουργού. Η μόνη, ωστόσο, ανακοίνωση που υπήρξε ήταν ότι η απόφαση για το ποιος θα ήταν τελικά ο νέος πρωθυπουργός αναβαλλόταν για την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου.
Όταν νωρίς το πρωί της επομένης διέρρευσε ότι στις 8.30 θα γινόταν δεκτός στο Προεδρικό Μέγαρο ο Πρόεδρος του κεντρώου Modem Φρανσουά Μπαϋρού, παλιός και σταθερός σύμμαχος του Μακρόν, κοινή ήταν η εκτίμηση ότι ο κύβος είχε ριφθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε βρει το “μπεμπέ Μακρόν” τύπου Ατάλ που έψαχνε για να ελέγχει πλήρως την κατάσταση και, τελικά, ότι θα ήταν ο παλαίμαχος πολιτικός φίλος του που θα αναλάμβανε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, που είχε ανάψει με την ακατανόητη απόφασή να διαλύσει την προηγούμενη Εθνοσυνέλευση. Στο κάτω κάτω, ο Μπαϋρού ήταν εξαρχής ο επικρατέστερος μεταξύ όλων όσοι είχαν ακουστεί ως υποψήφιοι πρωθυπουργοί
Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι το βράδυ της προηγούμενης ημέρας είχε προηγηθεί μεταξύ των δυο ανδρών μακρά τηλεφωνική επικοινωνία. Όπως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Μακρόν είχε ξανατηλεφωνήσει αχάραγα στον Μπαϋρού στις 5 η ώρα το πρωί για να του ανακοινώσει ότι τελικά δεν θα ήταν αυτός που θα επέλεγε για το αξίωμα του νέου πρωθυπουργού.
Ακόμα λιγότερο μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι, την ώρα που γινόταν η συνάντηση στο Προεδρικό Μέγαρο, η διαρροή της Προεδρίας της Δημοκρατίας ότι επρόκειτο απλώς για μια ακόμα από τις συνηθισμένες συναντήσεις μεταξύ των δυο συνεργαζόμενων πολιτικών, δεν είχε απλώς παραπλανητικό χαρακτήρα.
Πώς ο Μπαϊρού υποχρέωσε τον Μακρόν να τον ορίσει πρωθυπουργό
Εκείνο δε που δεν πέρασε από το μυαλό κανενός ήταν ότι ο λόγος για τον οποίο η μεταξύ τους συνάντηση ξεπέρασε παραδόξως την μια ώρα και τρία τέταρτα δεν ήταν γιατί κουβέντιαζαν τις λεπτομέρειες του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, αλλά γιατί ο Μπαϋρού έπαιρνε από τον Μακρόν την εκδίκησή του υποχρεώνοντάς τον να τον διορίσει πρωθυπουργό υπό την απειλή ότι οι βουλευτές του κόμματός του θα αποχωρούσαν από το μπλοκ των προεδρικών.
Ενώ, λοιπόν, ο Μπαϋρού έφυγε από την πλαϊνή πόρτα του Μεγάρου των Ηλυσίων νιώθοντας ότι είχε χάσει οριστικά την τελευταία ευκαιρία που είχε να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες που είχε τόσα χρόνια προσφέρει στον Μακρόν, κτύπησε το τηλέφωνο μέσα στο αυτοκίνητο. ‘Ήταν ο Μακρόν που του ζητούσε να επιστρέψει στο Προεδρικό Μέγαρο.
Ίσως στο μεταξύ να είχε ξανασκεφθεί το δίκιο των αξιώσεων που είχε ο πολιτικός μπαμπάς που ήταν για τον Μακρόν ο Μπαϋρού, αναλογιζόμενος ότι αν ο τελευταίος δεν είχε αποσυρθεί υπέρ της δίκης του υποψηφιότητας από την κούρσα των προεδρικών εκλογών το 2017, δεν θα είχε γίνει ποτέ γίνει ο Ζευς που ανέβηκε στον Όλυμπο της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Τότε ο Μακρόν φιλοδοξούσε να απαλλάξει τη Γαλλία από την παλαιά πολιτική τάξη στην οποία ανήκει ο Μπαϋρού, όπως, άλλωστε, ανήκε και ο Μπαρνιέ. Τώρα όμως φαίνεται να είναι από αυτή την τάξη που ο Μακρόν ελπίζει ότι ίσως μπορέσει να σωθεί -αν και δεν φαίνεται να έχει πολλές πιθανότητες. Όχι μόνον γιατί η συγκατοίκηση με τον Μπαϋρού και τις ισχυρές απόψεις του θα είναι πολύ δύσκολη. Αλλά και γιατί ξεκινάει από ιδιαιτέρως δυσμενή δημοσκοπικά δεδομένα που δεν προοιωνίζονται μακροημέρευση της διακυβέρνησής του.
Μπορεί η δημοτικότητα του Μακρόν να έχει κατρακυλήσει στα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά της και η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών του να επιθυμεί την παραίτησή του, αλλά και ο δείκτης εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Μπαϋρού είναι επίσης απελπιστικά χαμηλός. Σύμφωνα με τις χθεσινές μετρήσεις της κοινής γνώμης το 64% των ψηφοφόρων δεν τον εμπιστεύεται καθόλου ενώ είναι ελάχιστοι αυτοί πιστεύουν ότι η διάρκεια της παραμονής του στην εξουσία θα ξεπεράσει εκείνην της κυβέρνησης Μπαρνιέ.