Χαρίτσης: Η Ελλάδα είναι η χώρα της μιζέριας, λόγω των πολιτικών της ΝΔ
Για «έναν ολόκληρο μηχανισμό προπαγάνδας που νυχθημερόν επιτίθεται στη Νέα Αριστερά» με αφορμή την πρότασή της για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας έκανε λόγο ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης ξεκινώντας την ομιλία του στο πλαίσιο της συζήτησης για το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας για τον κατώτατο μισθό. Όπως είπε, η πρόταση αυτή έχει «ενοχλήσει» γιατί «σπάει τη λογική της άνευρης συναίνεσης και κυρίως θέτει στο επίκεντρο κάτι πολύ σπουδαίο: την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου απέναντι σε μια κυβέρνηση που ενορχήστρωσε το σκάνδαλο των υποκλοπών και στη συνέχεια επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου για να το συγκαλύψει».
Ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι από τη Νέα Αριστερά «δεν θα υπάρξει καμία συναίνεση στην πολιτική της συγκάλυψης».
Επιπρόσθετα, σχολιάζοντας τη δήλωση του ‘Αδωνη Γεωργιάδη ότι «η Αριστερά είναι μιζέρια», τόνισε πως «η Ελλάδα της Νέας Δημοκρατίας» είναι «η χώρα της μιζέριας, λόγω των πολιτικών της ΝΔ».
«Έχετε να πείτε, κάτι ουσιαστικό, κάτι πραγματικό στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες αυτής της χώρας που δουλεύουν όλη μέρα και ξέρουν από την πρώτη μέρα του μήνα ότι όσο σκληρά να εργαστούν ο μισθός τους δεν φτάνει;», διερωτήθηκε.
Συνεχίζοντας, ο Αλ. Χαρίτσης χαρακτήρισε την οδηγία που καλείται η κυβέρνηση να εφαρμόσει με το παρόν νομοχέδιο, ως την «πρώτη – ιστορικά – παρέμβαση της ΕΕ στο πεδίο των μισθών», με την οποία, μάλιστα εγκαταλείπει «το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα ότι οι αυξήσεις των μισθών είναι τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητα».
«Αλλά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιμένει νεοφιλελεύθερα. Επιμένει Μνημονιακά. Δίχως μνημόνιο», υπογράμμισε, προσθέτοντας πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι «συνεπής» στην πολιτική «διάλυσης του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων» και στην πολιτική διάλυσης του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα».
Συμπλήρωσε, δε, ότι πρόκειται για «συνολική επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα που μαζί με τις νέες πραγματικότητες των ευέλικτων μορφών εργασίας έχει οδηγήσει στο σημερινό χάος: με εργαζόμενους σε συνθήκες εξατομίκευσης, με εργοδότες πανίσχυρους, με ελεγκτικούς μηχανισμούς διαλυμένους, με καθημερινά εργατικά ατυχήματα, με την απορρύθμιση να έχει γίνει ο καθημερινός νόμος της ζωής», με τους εργοδότες να αναδεικνύονται «νικητές» και οι εργαζόμενοι «ηττημένοι».
«Το δίπολο κομμάτων και πολιτικών δεν είναι το ευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές, όπως θέλει να το παρουσιάζει η κυβέρνηση. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά», σημείωσε, επισημαίνοντας πως με τον τρόπο που ενσωματώνει η κυβέρνηση τη συγκεκριμένη Οδηγία, «τετραγωνίζει τον κύκλο».
Ειδικότερα, αναφέρθηκε στον αυτόματο μηχανισμό προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, τονίζοντας ότι «χωρίς την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων», «μπορεί να είναι ένα εργαλείο επιβολής της εργοδοσίας εις βάρος των διεκδικήσεων των εργαζομένων».
Επίσης, υπογράμμισε ότι η «εξομοίωση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα χωρίς επαναφορά των δώρων στο Δημόσιο δεν υπάρχει».
«Με το σημερινό νομοσχέδιο η κυβέρνηση δεν κάνει το βασικό: δεν αποκαθιστά τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων. Αυτή που ο τότε δικομματισμός ΝΔ – ΠΑΣΟΚ τους αφαίρεσε βίαια την εποχή των μνημονίων», είπε χαρακτηριστικά.
Όσον φορά τις προτάσεις της Νέας Αριστεράς για ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τους εργαζομενους όπως οι ίδιοι το ζήτησαν κατά την τελευταία πανελλαδική απεργία, παρέπεμψε στην τροπολογία που κατέθεσε το κόμμα και η οποία περιλαμβάνει: την «επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της αρχής της επεκτασιμότητας για τις συλλογικές συμβάσεις», την «επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία», την «κατάργηση των κατάπτυστων διατάξεων για τον περιορισμό και την ποινικοποίηση του θεμελιώδους δικαιώματος στην απεργία», την «επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο» και την «αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1.000 ευρώ άμεσα και καθορισμός της αύξησης από το 2025 μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, γιατί μόνο έτσι θα υπάρξει πλήρης αναπλήρωση της περικοπής του 22% που έγινε το 2012».
«Το μέλλον δεν βρίσκεται στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που συρρίκνωσαν μισθούς και εργασιακά δικαιώματα και βύθισαν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Το μέλλον βρίσκεται στη μείωση των ωρών εργασίας στις 35 ώρες. Στην τετραήμερη εργασία, στην καθολική αποκατάσταση της αξιοπρεπούς εργασίας για όλες τις κατηγορίες μισθωτών εργαζομένων», είπε ο Αλ. Χαρίτσης προσθέτοντας πως αυτό το μέλλον «θα έρθει με την ενδυνάμωση και την ενεργή δράση του ίδιου του εργατικού κινήματος». «Και η Αριστερά, η Νέα Αριστερά, για αυτόν τον αγώνα υπάρχει. Τον μεγάλο αγώνα για την απελευθέρωση των εργαζομένων από τα δεσμά του καταναγκασμού και της μιζέριας», κατέληξε.