Συνέντευξη libre/Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: Δεν στήνω προκαταβολικά τη σκηνοθεσία, αυτό με προστατεύει από την επανάληψη
Είναι σταθερά αποκαλυπτικός όλα αυτά τα χρόνια που εμπλέκεται με δημιουργικά εγχειρήματα. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ο σκηνοθέτης και ιδρυτής του θεάτρου του Νέου κόσμου, μιας πνευματικής κοινότητας που ορίζει, σε εποχές δύσκολες, από την αρχή την έννοια της ελευθερίας και της αλληλεγγύης, είναι ο αεικίνητος καλλιτέχνης του πρώτου καιρού. Αυτός που μιλάει για θάρρος και για ομάδα. Η εμπειρία στη δική του περίπτωση συνδέεται με τον ενθουσιασμό. Συνδυασμός απαραίτητος για να παραμένει κανείς νέος για πάντα.
Συνέντευξη
-Κύριε θεοδωρόπουλε, διαβάζοντας το κείμενο της Μέγκαν Τάιλερ, σε ποια συμπεράσματα οδηγηθήκατε σχετικά με το πόσος καιρός παίρνει τις κοινωνίες να ανασάνουν και να σπάσουν κατεστημένα;
Η συγγραφέας θέλει να μιλήσει για ένα θέμα που βρίσκεται στην επικαιρότητα εδώ και κάποια χρόνια, ας το πούμε συμβατικά me too: Οι κακοποιημένες/οι έσπασαν τη σιωπή και ζητούν δικαίωση. Αυτό έφερε μεγάλη αλλαγή στα ήθη μας, χωρίς να σημαίνει ότι κάθε κακοποίηση έρχεται στο φως. Ωστόσο οι κακοποιητές κάθε μορφής έχουν πλέον λόγους να φοβούνται. Είναι δύσκολο να πούμε πόσος καιρός χρειάστηκε να περάσει ώσπου να γίνει αυτό το αποφασιστικό βήμα. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥΣ ΚΑΙΡΟΣ. Η δράση του έργου τοποθετείται στο 1989, στην εμπόλεμη εποχή των λεγόμενων Ταραχών (TheTroubles) στη Βόρεια Ιρλανδία, κάτι που τονίζει και την πολιτική διάσταση του έργου. Ιρλανδέζα είναι άλλωστε και η συγγραφέας Μέγκαν Τάιλερ. Οι δύο αδερφές που πρωταγωνιστούν στο έργο έχουν κακοποιηθεί από τον πατέρα τους, έχουν ζήσει χωριστά για 11 χρόνια, ξανασυναντιούνται και ξαναενώνονται για να πάρουν εκδίκηση, όσο δύσκολο κι αν είναι να εγκαταλείψει κανείς την παθητική στάση για να πάρει πίσω τη ζωή του. Η εκδίκησή τους πραγματοποιείται σε μια ατμόσφαιρα μαύρης κωμωδίας, σουρεαλισμού και σπλάτερ. Ας μην ξεχνάμε ότι το αίμα που ρέει στη σκηνή και στην οθόνη είναι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην πραγματική ζωή. Και στην περίπτωσή μας δρα απελευθερωτικά.
–Φέτος, στη θεατρική Αθήνα, η σκηνοθετική σας υπογραφή αφορά σε τρία έργα. Είστε πάντα αεικίνητος. Κουράζεται ποτέ ο δημιουργός;
Ναι, μιλάμε για το Μια άλλη Θήβα, που όμως το σκηνοθέτησα πριν από 3 χρόνια, παίχτηκε πρώτα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, πέρσι στο Θέατρο Πόρτα, το καλοκαίρι σε περιοδεία και φέτος στο Θέατρο Κνωσός, που ανακαινίστηκε εκ βάθρων για να φιλοξενεί παραγωγές του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Η παράσταση που σκηνοθέτησα φέτος, ο Τρόμος του κροκόδειλου, η αφορμή για τη συζήτησή μας, παίζεται ήδη με πολλή επιτυχία στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Μόλις ανέβηκε, άρχισα πρόβες για ένα καταλανικό έργο, το Βρέχει στη Βαρκελώνη, που θα ανεβεί στις 18 Δεκέμβρη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Μια συμπαραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου με το Θέατρο Τέχνης. Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ 2 παραστάσεις τη μια μετά την άλλη, και χαίρομαι. Έχω την ευτυχία να κάνω μια δουλειά που αγαπώ, και μέσα σ’ ένα χώρο όπου έχω ελευθερία επιλογών. Δεν συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους αυτό. Η δουλειά με γεμίζει, δίνει νόημα στις μέρες μου.
-Τι συνέβη σε εκείνο το μεταιχμιακό σημείο που αφήσατε την υποκριτική και αρχίσατε να σκηνοθετείτε;
Ως ηθοποιός, που εργάστηκα για 15 χρόνια, δεν αισθανόμουν, πλην εξαιρέσεων, απόλυτα ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Βασικά ήμουν μέλος μιας από τις καλές ομάδες της εποχής, του Θεάτρου της Άνοιξης, όπου σκηνοθετούσε ο Γιάννης Μαργαρίτης. Έπαιξα καλούς ρόλους, αλλά καθώς ήμασταν ομάδα, κάναμε μόνοι μας όλες τις δουλειές, κι εγώ ανακάλυπτα μέσα μου και κάποιες οργανωτικές ικανότητες. Είχα το νου μου στο σύνολο της παράστασης κι όχι μόνο στον δικό μου ρόλο. Να πω επίσης πως στη δεκαετία του ’80 είχα αναλάβει για 8 χρόνια το θεατρικό τμήμα της Φοιτητικής Εστίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανεβάζαμε έργα με τους φοιτητές. Δεν θεωρούσα πως η δουλειά μου ήταν ακριβώς η σκηνοθεσία, ήθελα να βάλω αυτά τα παιδιά στον κόσμο του θεάτρου, ως ένα βαθμό όμως ήταν και σκηνοθεσία. Αυτό μου άνοιξε έναν καινούριο κόσμο, που ένιωθα ότι με ενδιαφέρει. Κάποιο καλοκαίρι λοιπόν, που έπαιζα στο Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ για το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, που είχε τότε διευθυντή τον Γιάννη Κακλέα, η σύντροφός μου, Κοραλία Σωτηριάδου, που έχει καλή όσφρηση, με παρότρυνε να προτείνω ένα έργο για να το σκηνοθετήσω στο ΔΗΠΕΘΕ. Τον ίδιο λοιπόν χειμώνα του 1992 ανέβασα τον Ήχο του όπλου της Λούλας Αναγνωστάκη. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Η συνέχεια ήταν γρήγορη. Σκηνοθέτησα στο ΚΘΒΕ, σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, στο Εθνικό, στο ελεύθερο θέατρο. Το 1995 έκανα την πρώτη δική μου παραγωγή, τη Φιλονικία του Μαριβώ στην Αθήνα. Είχε μπει πια το νερό στο αυλάκι. Δύο χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε το Θέατρο του Νέου Κόσμου, που εγκαινιάστηκε το 1997 με τον Κοινό Λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου. Έτσι πέρασα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία και συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι που μου ταιριάζει στο θέατρο. Σε όλη μου τη διαδρομή ήταν και είναι πάντα δίπλα μου, με τον πιο δημιουργικό τρόπο, η Κοραλία. Από πολύ νέος μπήκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου κι ο γιος μας, ο Μίλτος Σωτηριάδης. Την τελευταία δεκαετία ανέλαβε τα οργανωτικά και στη συνέχεια τη διεύθυνση του θεάτρου. Τι καλύτερο να δουλεύεις με τους δικούς σου και να νιώθεις ότι υπάρχει μια συνέχεια.
-Φοβηθήκατε ποτέ την επανάληψη; Την δυσκολία να είστε αποκαλυπτικός;
Η επανάληψη έχει περισσότερες από μία όψεις. Σημαίνει «τα ίδια και τα ίδια» αλλά μπορεί και να σημαίνει ισχυρή καλλιτεχνική ταυτότητα. Τέλος πάντων. Εμένα με ενδιαφέρουν περισσότερο τα σύγχρονα έργα, ξένα αλλά και ελληνικά. Ανακαλύπτω τη φόρμα της κάθε παράστασης στις πρόβες, με τους ηθοποιούς που δουλεύω το κάθε έργο. Δε στήνω προκαταβολικά στο μυαλό και στα χαρτιά μου τη σκηνοθεσία. Αυτό κατά κάποιο τρόπο με προστατεύει από την επανάληψη. Αλλά δεν έχει νόημα να το πω εγώ. Το κρίνουν οι άλλοι, οι θεατές. Θέλω να είμαι αποκαλυπτικός, αλλά παίζει ρόλο το έργο, οι συνεργάτες, η δική μου φάση. Δεν υπάρχει συνταγή γι’ αυτό.
-Υπάρχουν χρόνια που αναπολείτε;
Από χαρακτήρα δεν αναπολώ. Αν κάθομαι να σκέφτομαι πως ήμουν νέος και ωραίος, θα πάθω κατάθλιψη. Όλοι, λίγο πολύ, είμαστε ίσοι απέναντι στο χρόνο. Οπότε ζω το σήμερα και κάνω κάποια όνειρα για το μέλλον, όσο με παίρνει. Από μια άλλη όμως άποψη, ναι, αναπολώ. Ζήσαμε και καλύτερες εποχές από τη σημερινή. Τη δεκαετία του 70, δικτατορία-μεταπολίτευση, ζήσαμε ολόκληρο πολυτεχνείο, υπήρχε μια ανάταση, νομίζαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Λίγο λίγο προσγειωθήκαμε στον νεοφιλελευθερισμό. Ας μην το βάζουμε όμως κάτω. Η ιστορία δεν έχει τέλος.
-Τι αποκομίζετε μέσα από την συνεργασία σας με νέους ηθοποιούς; Με τι ηθικό σήμερα βουτάνε οι νέοι άνθρωποι στα όνειρα τους;
Οι νέοι, ακόμα και μέσα στην ατεχνία τους, φέρνουν έναν φρέσκο αέρα στην πρόβα, στη σκηνή. Δε με φοβίζει η έλλειψη εμπειρίας, κι ούτε αναζητώ σώνει και καλά ονόματα στις διανομές μου. Μου αρέσει η επαφή με τους νέους, γι’ αυτό και έχω διδάξει επί σειρά ετών σε δραματικές σχολές. Δεν είναι εύκολο επάγγελμα το θέατρο. Βγαίνουν πάρα πολλά νέα παιδιά από τις σχολές και είναι ανθρωπίνως αδύνατο να απασχοληθούν όλοι και όλες σε θέατρα. Για τη στρέβλωση αυτή ευθύνεται πρωτίστως και διαχρονικά το Υπουργείο Πολιτισμού, που δεν βάζει κανόνες και μια τάξη σ’ αυτό το χώρο της εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά, τα παιδιά, στα χρόνια της σχολής, ακόμα κι αν το εκπαιδευτικό επίπεδο δεν είναι αυτό που θα ΄πρεπε, ζουν μέσα σε μια αισιοδοξία, λειτουργούν συλλογικά, αναπτύσσονται ωραίες σχέσεις, με αγάπη κι αλληλεγγύη. Όταν όμως βγουν στο επάγγελμα αρχίζει ο πανικός. Τρέχουν από οντισιόν σε οντισιόν, αλλά συνήθως η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ονειρεύονταν. Κι επιπλέον υπάρχει κάτι ακόμα πιο σκληρό, για τους περισσότερους: η επιβίωση.
-Στις παύσεις, πώς σας αρέσει να περνάτε τον χρόνο σας;
Στη δουλειά μας, όπως την εννοώ εγώ, δεν υπάρχουν ακριβώς παύσεις. Το μυαλό μου είναι πάντα στη λειτουργία του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, στα έργα που θέλω να ανεβάσω, παρακολουθούμε μαζί με την Κοραλία παραστάσεις που παίζονται, ώστε να έχουμε μια εικόνα πού πηγαίνουν τα πράγματα και να γνωρίζουμε νέους ηθοποιούς. Ύστερα, ο χρόνος δουλειάς για να ανεβεί ένα έργο δεν εξαντλείται στις πρόβες, προηγούνται διαβάσματα, μετάφραση των έργων, επιλογή ηθοποιών και συντελεστών. Που σημαίνει πως πάντα το μυαλό μου τριγυρίζει στη δουλειά. Από κει και πέρα μου αρέσουν τα ταξίδια, που κάποτε συνδυάζονται με παρακολούθηση κάποιας παράστασης, μου αρέσει να κολυμπάω στο κολυμβητήριο των Άνω Ιλισίων, για να κρατάω το σώμα μου σε εγρήγορση, όπως θέλω να είναι σε εγρήγορση και το σώμα των ηθοποιών. Αγαπάω το νησί μου, την Άνδρο, που μαζί με την Κοραλία έχουμε περπατήσει τα περισσότερα μονοπάτια, έχουμε κολυμπήσει στις πιο απόμερες παραλίες, αποφεύγοντας τις οργανωμένες όπως ο διάολος το λιβάνι. Και φυσικά βρίσκουμε πάντα το χρόνο να βλέπουμε τα δυο εγγόνια μας, τον Φάνη και τον Φοίβο.
-Και στις απογοητεύσεις, πώς αντιδράτε; Πώς προστατεύετε την ευαισθησία σας;
Ταράζομαι στα εύκολα και βγάζω έρπη, και αντιδρώ με ψυχραιμία στα δύσκολα.