Γερμανία: Πώς και γιατί κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός- Τι έπεται- Οι συνέπειες στην οικονομία
Οι συνεχείς διαφωνίες μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων (Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων), σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας και αφαίμαξης πόρων προς την Ουκρανία, οδήγησαν στην οριστική ρήξη και την αποπομπή του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. «Πάρα πολλές φορές ο υπουργός οικονομικών Λίντνερ εμπόδισε νόμους χωρίς λόγο. Πολλές φορές ενήργησε για να εξυπηρετήσει την πελατεία και το κόμμα του. Δεν υπάρχει βάση εμπιστοσύνης για περαιτέρω συνεργασία. Έτσι είναι αδύνατον να υπάρξει σοβαρό κυβερνητικό έργο», δήλωσε ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς.
Το ποτήρι ξεχείλισε κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού. Ο καγκελάριος Σολτς εισηγήθηκε την παράκαμψη του αποκαλούμενου «φρένου χρέους» για πρόσθετο δανεισμό και προσέλκυση επενδύσεων στη βάση του συνταγματικού άρθρου για «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Ο Λίντνερ όμως παρέμεινε αμετάπειστος υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
«Ο Όλαφ Σολτς εδώ και καιρό δεν έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για μια νέα αφύπνιση στη χώρα μας. Έχει υποτιμήσει για μεγάλο διάστημα τις οικονομικές ανησυχίες των πολιτών μας», τόνισε ο αποπεμφθείς υπουργός Οικονομικών.
Την περασμένη εβδομάδα ο Λίντνερ είχε εισηγηθεί κείμενο θέσεων που περιελάμβανε περικοπές κοινωνικών παροχών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων, το οποίο χειροκρότησε η συντηρητική αντιπολίτευση, αλλά απέρριψαν οι εταίροι του στην κυβέρνηση.
«Από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία η επιχειρησιακή βάση αυτής της συμφωνίας συνασπισμού εξαφανίστηκε. Κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν είχε το θάρρος να την αμφισβητήσει, να το πει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, σήμερα βλέπουμε το αποτέλεσμα», τόνισε ο ηγέτης του CDU και επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς.
Υπέρ μιας σταθερής πλειοψηφίας και μιας κυβέρνησης ικανής να αναλάβει δράση, τάχθηκε ο Γερμανός πρόεδρος Στάινμαγιερ καλώντας όλες τις πολιτικές δυνάμεις να επιδείξουν λογική και υπευθυνότητα.
Οι εξελίξεις αναμένεται να οδηγήσουν τη Γερμανία σε πρόωρες εκλογές πριν την κανονική λήξη της θητείας της Ομοσπονδιακής Βουλής το Σεπτέμβριο του 2025.
Η επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και τα απογοητευτικά αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών στη Γερμανία
Το κλίμα στον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό του Σολτς ήταν από καιρό κακό, το σενάριο να μην εξαντλήσει την τετραετία υπήρχε τουλάχιστον από το καλοκαίρι, αυτά ήταν γνωστά. Πολλοί περίμεναν ότι η επιστροφή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο θα λειτουργούσε πειθαναγκαστικά για να μην μπει και η Γερμανία σε κυβερνητική κρίση.
Συνέβη το αντίθετο.
Ο ετερόκλητος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων δημιουργήθηκε από ανάγκη, επειδή δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Κράτησε τρία χρόνια. Αλλά για τους κυβερνητικούς εταίρους η πίεση γίνονταν όλο και μεγαλύτερη μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές στην ανατολική Γερμανία. Κυρίως για τους Φιλελεύθερους του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Ο καθένας, αλλά κυρίως ο Λίντνερ, έκρινε ότι πρέπει να φροντίσει το μαγαζί του, να τονώσει το δικό του προφίλ προκειμένου να διασωθεί στις εκλογές. Γι’ αυτό και δεν έκανε το συμβιβασμό που ζήτησε ο Σολτς να παρακάμψει το «φρένο χρέους» για τις απαραίτητες επενδύσεις στην οικονομία και τη βοήθεια στην Ουκρανία. Η αποπομπή του ήταν μονόδρομος και έφερε το τέλος της κυβέρνησης Σολτς, που βάζει τη Γερμανία σε μία εξάμηνη τουλάχιστον περίοδο κυβερνητικής αστάθειας, σε μια πολύ κρίσιμη διεθνώς συγκυρία.
Πώς φτάσαμε στην κρίση στη γερμανική κυβέρνηση
Η κρίση ξεκίνησε στις 15 Νοεμβρίου 2023, όταν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικά τμήματα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αυτό στέρησε από τον συνασπισμό ένα βιώσιμο οικονομικό σχέδιο και στη συνέχεια εξέθεσε τα ρήγματα μεταξύ των εταίρων του.
Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας απεφάνθη κατά των σχεδίων της κυβέρνησης να ανακατανείμει χρήματα που προορίζονταν -αλλά δεν ξοδεύτηκαν ποτέ- για τον μετριασμό των συνεπειών της πανδημίας COVID-19.
Τα χρήματα αυτά, ύψους 60 δισ. ευρώ (!), με κυβερνητική απόφαση μπήκαν αντ’ αυτού στον προϋπολογισμό για τη δράση για το κλίμα. Έτσι, η δικαστική απόφαση άφησε μια «τρύπα» στον προϋπολογισμό, κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ…
Έκτοτε, οι εταίροι του συνασπισμού προσπαθούν να ενισχύσουν το δικό τους προφίλ εις βάρος των άλλων, δημοσιοποιώντας προτάσεις πριν καν τις συζητήσουν με τους συναδέλφους τους στο υπουργικό συμβούλιο, γράφει η Deutsche Welle.
Τι έπεται για την κυβερνητική μάχη της Γερμανίας
Εν τω μεταξύ, τα κυβερνητικά κόμματα θα προετοιμαστούν για τη μάχη. Ο κ. Λίντνερ ελπίζει ότι οι ψηφοφόροι θα ανταμείψουν το στοίχημά του, ανεβάζοντας το ασθενές κόμμα του πάνω από το όριο του 5% που απαιτείται για την είσοδο στο κοινοβούλιο και παρουσιάζοντάς το ως αξιόπιστο εταίρο συνασπισμού για τον κ. Μερτς. Ο κ. Χάμπεκ, ο οποίος σύντομα θα δηλώσει την υποψηφιότητά του για την καγκελαρία, θα προσπαθήσει να τονώσει το πεσμένο ηθικό του κόμματός του και να επουλώσει ένα αναδυόμενο ρήγμα μεταξύ της μετριοπαθούς και της ριζοσπαστικής του πτέρυγας.
Και ο Σολτς, ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς καγκελάριους της σύγχρονης εποχής, θα πρέπει να πείσει τους βουλευτές του SPD ότι η δική του υποψηφιότητα δεν θα τους οδηγήσει στην εκλογική λήθη. Όλοι θα ελπίζουν ότι το πολιτικό χάος δεν θα παίξει στα χέρια δύο περιθωριακών σχημάτων, της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία και της νέας «αριστεροσυντηρητικής» Συμμαχίας Σάρα Βάγκεκνεχτ.
Η εμπειρία της διαχείρισης ενός τρικομματικού συνασπισμού – πολύ ασυνήθιστη σε ομοσπονδιακό επίπεδο – ήταν ένας «εφιάλτης», αναστενάζει ένας ανώτερος αξιωματούχος του SPD. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση είχε καλύτερες επιδόσεις από ό,τι θα μπορούσε να υποδηλώνει η φήμη της. Διαχειρίστηκε την ενεργειακή κρίση και πέρασε σημαντικές κοινωνικές και κλιματικές μεταρρυθμίσεις. Και παρόλο που ορισμένοι σύμμαχοι ήλπιζαν ότι ο κ. Σολτς θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, η κυβέρνησή του παρέμεινε γενναιόδωρος και σταθερός υποστηρικτής της Ουκρανίας. (Από την πλευρά του, ο κ. Μερτς υποσχέθηκε πιο σθεναρή υποστήριξη στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι).
Ωστόσο, καθώς περνούσε ο καιρός, η κυβέρνηση αποδείχθηκε ανίκανη να οργανώσει μια σωστή απάντηση στην οικονομική σήψη της Γερμανίας. Το φρένο του χρέους άρχισε να δαγκώνει, καθώς τα έσοδα μειώθηκαν και οι πιέσεις στις δαπάνες αυξήθηκαν, καθιστώντας αφόρητες τις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ του FDP και των προοδευτικών εταίρων του. Ο συνασπισμός του φωτεινού σηματοδότη ήταν το πρώτο θύμα ενός πολιτικού κατακερματισμού στη Γερμανία που έχει καταστήσει τη δημιουργία συνεκτικών συνασπισμών διαβολεμένα δύσκολη υπόθεση. Μπορεί να μην είναι το τελευταίο.
Σε κλοιό πιέσεων η γερμανική και η ευρωπαϊκή οικονομία
Λόγω του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών, αλλά και των εσωτερικών μετώπων που ανοίγουν στη χώρα, η γερμανική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει πολλές και σημαντικές προκλήσεις.
Μετά από δύο χρονιές (2023 και 2024) μηδενικής ανάπτυξης, υπήρχαν ελπίδες ότι το 2025 θα είναι έτος ανάκαμψης. Αλλά από τη στιγμή που έχει να αντιμετωπίσει πιθανώς μια επιθετική πολιτική από την πλευρά των ΗΠΑ, η Γερμανία φτάνει σε μια πρόκληση που έχει να κάνει με τον κίνδυνο να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι εξαγωγές της, κυρίως προς τις ΗΠΑ.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι επίσης μια πολύ μεγάλη πρόκληση, λόγω και των συζητήσεων για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ.
Τέλος το υψηλότερο ενεργειακό κόστος και ο πιθανός φορολογικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, μπορεί να οδηγήσει σε φυγή επενδυτικών κεφαλαίων.
Όσον αφορά την Ευρώπη, ένα από τα μεγάλα ζητήματα είναι το πώς θα εξασφαλιστεί η ανάπτυξη της οικονομίας της, τη στιγμή που η αμερικανική οικονομία είναι σε μια ανοδική πορεία εδώ και χρόνια. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών πέρασε από τα 17,6 τρισ. δολάρια το 2014 στα 27,4 τρισ. το 2024, αυτό της Ευρωζώνης έμεινε στα 15,5 τρισ. δολάρια το 2024 από τα 13,6 τρισ. που ήταν το 2014.
Η επόμενη συζήτηση αφορά το πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη το προσεχές διάστημα, αν θα αξιοποιήσει κάποιες από τις προτάσεις Ντράγκι, και κυρίως το πώς θα αντιδράσει η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα στο θέμα των επιτοκίων.