Γιατί η πρόταση-απειλή Τραμπ για επιβολή δασμών σε ξένες χώρες μπορεί να του γυρίσει μπούμερανγκ
Από το Ράλεϊ της Βόρειας Καρολίνας, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια νέα μεταναστευτική πολιτική, εξαπολύοντας απειλές κατά του Μεξικό. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος πρόεδρος δήλωσε πως θα επιβάλει δασμούς στην γειτονική των ΗΠΑ χώρα, αν δεν λάβει μέτρα για να εμποδίσει τους μετανάστες να διασχίζουν τα κοινά τους σύνορα. Αναφερόμενος στην πρόεδρο του Μεξικού, Κλόντια Σάινμπαουμ, ο Τραμπ δήλωσε: «Δεν την έχω συναντήσει και θα την ενημερώσω την πρώτη μέρα ή νωρίτερα ότι, αν δεν σταματήσουν αυτή την επίθεση στη χώρα, θα επιβάλω αμέσως δασμούς 25% σε ό,τι στέλνουν στις ΗΠΑ».
«Έχει 100% πιθανότητες να δουλέψει, γιατί αν δεν λειτουργήσει, θα το κάνω 50%, και αν δεν λειτουργήσει και αυτό, θα το κάνω 75%», διατράνωνε ο Τραμπ, κατά την ομιλία του, όπως μεταφέρει ο Guardian.
«Ξέρετε, τα νότια σύνορά τους είναι εκεί που μπαίνουν, περνούν ακριβώς από μέσα. Και παρεμπιπτόντως, υπάρχει 100% πιθανότητα να δουλέψει αυτό. Είναι μόνο ένα ερώτημα», είπε σε μία συγκεχυμένη παρατήρηση ο Ντόναλντ Τραμπ.
Μπορεί ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος να χρησιμοποιεί ως ένα από τα σλόγκαν του τους δασμούς (tariffs) απέναντι σε χώρες που δεν επιδεικνύουν καλή «διαγωγή», όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Μεξικό, και να τους προτάσσει ως μέτρο ενίσχυσης της οικονομίας, αλλά ουσιαστικά ισχύει το αντίθετο, όπως αναλύει και η Wall Street Journal.
Οι δασμοί που θα επέβαλλε ως πρόεδρος, δια νόμου δεν υποχρεώνουν τη θιγόμενη εξαγωγό χώρα να καλύψει κάποιο ποσό, παρά δεσμεύουν με υψηλότερο δασμό τον εισαγωγέα, εν προκειμένω την εκάστοτε αμερικανική εταιρεία που θα έφερνε το προϊόν.
Αυτό σημαίνει πως, δεδομένου ότι οι πολυεθνικές θα υφίσταντο ζημία, θα παρατηρείται αύξηση των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες, με τους δασμούς να μετακυλούν στους καταναλωτές και να επηρεάζουν δυσανάλογα τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το αντεπιχείρημα του Τραμπ είναι ότι οι δασμοί, όταν εφαρμόζονται σωστά, ενθαρρύνουν την παραγωγή, βάζουν τις αμερικανικές εταιρείες σε ίσες βάσεις με ξένους ανταγωνιστές που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση και δίνουν χρόνο και χώρο στις αναδυόμενες βιομηχανίες να εξελιχθούν.
Το πρόβλημα είναι ότι μια τέτοια πολιτική έχει περισσότερο λογική μέσα σε μία αναπτυσσόμενη οικονομία, όπως η Κίνα της δεκαετίας του 1990, και όχι σε μία χώρα με ήδη καλπάζουσα ακρίβεια, αφόρητο πληθωρισμό, και κατακερματισμένες κοινωνικές δομές.
Οικονομολόγοι περιγράφουν αυτή την κατάσταση στην Αμερική ως «Σύνορο Καινοτομίας», για να περιγράψουν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον στο οποίο η ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει από την κάλυψη μίας δεδομένης ποσότητας παραγωγικών θέσεων, αλλά μέσω της εξωστρέφειας και της επέκτασης, αμφότερες έννοιες αντιθετικές των εσωστρεφών δεσμών.