Χάρις ή Τραμπ; Ποιον “ψηφίζουν” Γάλλοι, Ιταλοί, Βρετανοί για επόμενο πρόεδρο ΗΠΑ

 Χάρις ή Τραμπ; Ποιον “ψηφίζουν” Γάλλοι, Ιταλοί, Βρετανοί για επόμενο πρόεδρο ΗΠΑ

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούν οι Ευρωπαίοι τις εξελίξεις στην άλλη άκρη του πλανήτη, στην Αμερική, λίγα μόλις 24ωρα πριν τις κρίσιμες κάλπες εκλογής προέδρου. Μάλιστα, σε πολλές χώρες διεξάγονται δημοσκοπήσεις για τον εκλεκτό των πολιτών ανάμεσα στην Κάμαλα Χάρις και τον Ντόναλντ Τραμπ.

Τι θα ψήφιζαν οι Ιταλοί

Σε ό,τι αφορά τον συντηρητικό συνασπισμό που κυβερνά την χώρα, μπορεί η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι να προσπάθησε να τηρήσει ίσες αποστάσεις, αλλά είναι σαφές ότι τα περισσότερα οργανωμένα μέλη του κόμματός της, Αδέλφια της Ιταλίας, «κλίνουν» προς τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο. Το κύριο ισχυρό, κοινό σημείο που εντοπίζουν, όπως προκύπτει, είναι, πρώτα απ΄όλα, η στρατηγική για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, βέβαια, θα πρέπει να δούμε αν η Μελόνι θα αποφασίσει να αναθεωρήσει την στάση της στο Ουκρανικό. Ως γνωστόν, έως τώρα ενέκρινε όλους τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μπάιντεν και εξέφρασε πλήρη στήριξη στο Κίεβο, με αποστολή στρατιωτικής βοήθειας.

Όσο για την Λέγκα, ο γραμματέας της και υπουργός Μεταφορών, Ματέο Σαλβίνι, είναι σίγουρα ο φανατικότερος υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, σε όλη την ιταλική πολιτική σκηνή. «Ελπίζω να κερδίσει, αντιπροσωπεύει το μέλλον και θα προστατέψει τα δικαιώματα και την ελευθερία», δήλωσε ο Σαλβίνι. Τα κοινά σημεία του κόμματός του με την ατζέντα των ρεπουμπλικανών, όπως τονίζει, είναι κύριας πολιτικής σημασίας: «από την προστασία της οικογένειας, μέχρι την ασφάλεια, την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και των θρησκευτικών φανατισμών». Ο Σαλβίνι, μάλιστα, παρομοίασε τις δικαστικές περιπέτειες του Τραμπ με εκείνες του Ιταλού μεγιστάνα και πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Κάποιοι άλλοι, πάντως, προτίμησαν να τηρήσουν στάση αναμονής. Είναι η περίπτωση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια, δημιούργημα του ίδιου του «Καβαλιέρε». «Δεν θελήσαμε να παρέμβουμε στην αμερικανική εκλογική κούρσα. Είμαστε φίλοι των Ηνωμένων Πολιτειών και θα εργαστούμε αποδοτικά μαζί τους, ανεξάρτητα από το ποιός θα εκλεγεί» επανέλαβε, κατά την διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών και νυν αρχηγός της Φόρτσα Ιτάλια, Αντόνιο Ταγιάνι.

Όσο για την αντιπολίτευση και το κίνημα Πέντε Αστέρων αποφάσισε να μην εκφράσει σαφή προτίμηση. «Όποιος και αν κερδίσει, θα πρέπει να επιδιώξουμε την διατήρηση καλών σχέσεων, με στόχο την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Όταν πρόκειται για υποψήφιους ξένων χωρών, δεν θέλω να εκφέρω γνώμη», είναι η θέση του αρχηγού των «πεντάστερων» και πρώην πρωθυπουργού, Τζουζέπε Κόντε.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η στήριξη της Κάμαλα Χάρις είναι σαφέστατη. Η γραμματέας των Ιταλών «Δημοκρατικών», Έλι Σλάιν, υπογράμμισε ότι η αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβέρνησης έδειξε θάρρος και έδωσε έμφαση σε βασικά θέματα, όπως στο δικαίωμα στην στέγη, στην περίθαλψη, στην εργασία και στο ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να πληρώνονται αξιοπρεπώς.

Πέρα από τον χώρο της πολιτικής υπάρχουν, βέβαια, ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις έμπειρων σχολιαστών. Όπως, για παράδειγμα, του Τζιάνι Ριότα, πρώην διευθυντή ειδήσεων του πρώτου τηλεοπτικού καναλιού της Rai και της εφημερίδας La Stampa. Ο Ριότα, ο οποίος γνωρίζει καλά τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτιμά ότι στο τελικό αποτέλεσμα θα βαρύνουν -όσο ποτέ άλλοτε- τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, ειδικότερα, το TikTok. Mε πολλές νέες γυναίκες, tiktokers, οι οποίες κινητοποιήθηκαν υπέρ της Κάμαλα Χάρις και, αντίστοιχα, άνδρες ηλικίας μέχρι τριάντα ετών οι οποίοι, με τα σύντομα βίντεο, στήριξαν ανεπιφύλακτα τον Τραμπ.

Ένας άλλος έμπειρος αναλυτής, ο Αμερικανός δημοσιογράφος ‘Αλαν Φρίντμαν, ο οποίος ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Ιταλία και εξέδωσε βιογραφία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, προχώρησε σε σαφέστερη πρόβλεψη: « έχω την αίσθηση ότι ο Τραμπ μπορεί να τα καταφέρει, διότι και στο παρελθόν διαπιστώσαμε ότι έλαβε περισσότερες ψήφους απ΄ότι μας έλεγαν τα διάφορα γκάλοπ». Σύμφωνα με τον Φρίντμαν «πολλοί Αμερικανοί ντρέπονται να πουν ότι σκοπεύουν να επιλέξουν τον υποψήφιο των ρεπουμπλικανών και, για τον λόγο αυτό, δεν απαντούν στους δημοσκόπους». Ποιον θα στήριζαν, όμως, οι Ιταλοί, αν είχαν δικαίωμα ψήφου στις αμερικανικές εκλογές; Σύμφωνα με γκάλοπ της εταιρίας Youtrend, το 78% των ερωτηθέντων θα εμπιστευόταν την Κάμαλα Χάρις, και μόνον το 22% τον Τραμπ.

Μοιάζει σχεδόν αυτονόητο ότι το 95% των ψηφοφόρων του Ιταλικού, κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος στηρίζει δυναμικά την Αμερικανίδα αντιπρόεδρο. Αυτό που προκαλεί έκπληξη, όμως, είναι ότι και το 49% των πολιτών που, σύμφωνα με το συγκεκριμένο στατιστικό δείγμα, πριν δυο χρόνια επέλεξαν το κόμμα της Μελόνι, θα «σταύρωνε» επίσης, την υποψήφια των «Democrats». Όσο για τους οπαδούς των Ιταλών «πεντάστερων», ο μεγιστάνας που έλαβε το χρίσμα των ρεπουμπλικανών και έβαλε και πάλι στο μάτι την πολυθρόνα του οβάλ γραφείου, επιλέγεται μόνο από το 15% των ερωτηθέντων. Βάσει της ανάλυσης του Άλαν Φρίντμαν, πάντως, θα είχε ενδιαφέρον να καταλάβει, κανείς αν -και εδώ στην Ιταλία- κάποιοι μπορεί να αποφεύγουν να δηλώσουν ανοικτά ότι συμπαθούν και θα στήριζαν, ως νέο πλανητάρχη, τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ελάχιστα τα ερείσματα του Τραμπ στην Γαλλία

Στην Γαλλία ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει πολλές συμπάθειες. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το ποσοστό των Γάλλων που θα ήθελαν να τον δουν νικητή στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές μετά βίας προσεγγίζει το 15%, κάτι που φυσικά δεν αφήνει αδιάφορο το εγχώριο πολιτικό προσωπικό.

Έτσι, ελάχιστα είναι τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν δημοσίως ταχθεί υπέρ του Τραμπ, εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις παραγόντων, προσκείμενων κυρίως στον χώρο της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος του κόμματος της Μαρίν Λεπέν Τζορντάν Μπαρντελά, ο οποίος δήλωσε πως εκτιμά τον Τραμπ «για τον πατριωτισμό του». Η ίδια η Μαρίν Λεπέν που κατά το παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ του Τραμπ, προς το παρόν παραμένει σιωπηρή, λαμβάνοντας ίσως υπόψιν ότι ενώ του είχε ζητήσει να τον επισκεφθεί, ουδέποτε έλαβε την σχετική πρόσκληση.

Από την άλλη, βεβαίως, η τετραετία Μπάιντεν κάθε άλλο παρά ήταν μία ειδυλλιακή περίοδος στις σχέσεις της Γαλλίας με τις ΗΠΑ. Στο πολιτικό επίπεδο σημαδεύτηκε από την αιφνίδια αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, ενώ στο οικονομικό επίπεδο o αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), που επιδοτεί με δισεκατομμύρια δολάρια τις αμερικανικές επιχειρήσεις, έχει δημιουργήσει οξυμένα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις γαλλικές και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Αυτό που πρωτίστως όμως ανησυχεί τους Γάλλους, ενόψει μίας πιθανής νίκης του Τραμπ στις εκλογές, είναι το τι μέλλει γενέσθαι με το ουκρανικό ζήτημα, το οποίο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων έχει δηλώσει πως αν εκλεγεί Πρόεδρος θα το λύσει «μέσα σε 24 ώρες». Αν αυτό σημαίνει ότι θα το «λύσει» ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πούτιν, ερήμην ενδεχομένως των Ευρωπαίων, ίσως δε ακόμη και των Ουκρανών, τότε η Γαλλία, που είναι η σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη στην ΕΕ, και μαζί της όλη η Ευρώπη, θα βρεθούν ενώπιον πελώριων διλημμάτων. Ο κίνδυνος διχασμού εν προκειμένω της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ, είναι απολύτως υπαρκτός, αφού τα κράτη μέλη τους θα πρέπει επί της ουσίας να αποφασίσουν «με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν».

Τέλος, δεν είναι λίγοι αυτοί που διατυπώνουν ανησυχίες στην Γαλλία ως προς τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή μετά τις αμερικανικές εκλογές. Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο, σε αρκετές χώρες είτε κυβερνούν, είτε συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και σε περίπτωση επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν, προς μεγάλη ικανοποίηση πρωθυπουργών, όπως η Μελόνι στην Ιταλία και ο Όρμπαν στην Ουγγαρία.

Οι Βρετανοί στο πλευρό της Κάμαλα Χάρις

Αν και η σχέση των ΗΠΑ με το Ηνωμένο Βασίλειο έχει περάσει από πολλά κύματα, ειδικά μετά το πέρας του ψυχρού πολέμου, όπου η Ουάσιγκτον έβλεπε πλέον τ Γερμανία ως τον πιο ισχυρό της σύμμαχο στην Ευρώπη, παρ’ όλα αυτά συχνά, τόσο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ όσο και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας αρέσκονται να λένε πως «Λονδίνο και Ουάσιγκτον έχουν μια ειδική διαχρονική σχέση». Από την άλλη λέγεται πως Αμερικανοί και Βρετανοί είναι δύο λαοί με κοινή γλώσσα. Στην τελευταία πάντως ετήσια ανασκόπηση που κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο για τις σχέσεις του με τον υπόλοιπο κόσμο, οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηριστεί ως ο «πλησιέστερος σύμμαχος και εταίρος».

Έτσι λοιπόν το ενδιαφέρον του Ηνωμένου Βασιλείου για τις επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο. Όλα τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης αυτές τις ημέρες έχουν εκτενή αφιερώματα και πληθώρα αναλύσεων για την επόμενη μέρα και τις συνέπειες του αποτελέσματος των εκλογών.

Οι περισσότερες απ’ αυτές εστιάζουν σε δύο τομείς. Πρώτον στην εξωτερική πολιτική και ασφάλεια και δεύτερον στις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών.

Εξωτερική πολιτική

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, αν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές της Τρίτης αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως τουλάχιστον έχει χαραχθεί ως τώρα, καθώς ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ από τη μια έχει δηλώσει ότι θέλει να σταματήσει να στηρίζει την Ουκρανία και από την άλλη έχει πει πολλές φορές ότι θα επιθυμούσε να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ.

Αξίζει να σημειωθεί πως η Βρετανία είναι από τους θερμότερους υποστηρικτές του Κιέβου όχι μόνο στα διεθνή φόρα αλλά και πρακτικά καθώς από την έναρξη του πολέμου ως σήμερα αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο χορηγό στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, ενώ συνεχώς προσφέρει και οικονομική ενίσχυση στη χώρα.

Αναφορικά με το ΝΑΤΟ διαχρονικά το Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπέρ της ενίσχυσης και διεύρυνσης του ενώ πρόσφατα αύξησε τις αμυντικές του δαπάνες για να ενισχύσει την ανατολική πλευρά της συμμαχίας. Οποιαδήποτε λοιπόν απόφαση του Τραμπ, αν επανεκλεγεί, θα δημιουργήσει πολλά και σοβαρά προβλήματα στην εξωτερική πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου.

Brexit και αναζήτηση για εμπορικές συμφωνίες

Μετά την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ η χώρα αναζητεί νέες εμπορικές συμφωνίες με την ελπίδα ότι από τη μια θα καταφέρει να κερδίζει ότι έχασε από την Ένωση και από την άλλη να αυξήσει τις εξαγωγές της. Με τον Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ μια τέτοια συμφωνία θα ήταν πολύ δύσκολη εκτιμούν οι αναλυτές ενώ η Χάρις θα μπορούσε να δει πιο εύκολα την ολοκλήρωση των σχετικών συνομιλιών που ξεκίνησαν αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Brexit.

Γι’ αυτό και η συντριπτική πλειοψηφία του Βρετανικού τύπου τάσσεται είτε ξεκάθαρα είτε έμμεσα υπέρ της εκλογής της Κάμαλα Χάρις.

Η εφημερίδα Guardian σε άρθρο γνώμης στις αρχές του μήνα υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ θα επηρεάσει πολύ περισσότερο την Ευρώπη απ’ ότι τον υπόλοιπο κόσμο. «Ο απόηχος από τις εκλογές για την ασφάλεια, την οικονομία και τη δημοκρατία θα γίνουν αισθητοί σε όλη την ήπειρο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου», γράφει χαρακτηριστικά η Guardian. Παράλληλα επισημαίνει πως «οι κραδασμοί θα αντηχήσουν σε όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς της ηπείρου», καθώς όπως σημειώνει η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται στη δίνη ενός δεύτερου, πολύ μεγαλύτερου, εθνικιστικού-λαϊκιστικού κύματος. Έτσι η εκλογή του Τραμπ θα ενίσχυε αυτό το φαινόμενο πετυχαίνοντας την «ορμπανοποίηση» της Ευρώπης, όπως γράφει χαρακτηριστικά η εφημερίδα. Αντιθέτως, τονίζει η Guardian, η εκλογή της Κάμαλα θα ενίσχυε τους φιλελεύθερους δημοκράτες της Ευρώπης καθώς η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ αναμένεται να δώσει έμφαση στην ελευθερία, τα πολιτικά δικαιώματα και την διάκριση των εξουσιών. Γι’ αυτό και η εφημερίδα στηρίζει την υποψηφιότητα της.

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το κορυφαίο περιοδικό Economist, το οποίο από την μια υποστηρίζει ότι η επανεκλογή Τραμπ θα έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για την οικονομία των ΗΠΑ όσο και την παγκόσμια. Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, γράφει το Economist, θέλει να εφαρμόσει πληθωριστική οικονομική πολιτική, γεγονός που θα πυροδοτήσει έναν εμπορικό πόλεμο, ο οποίος στο τέλος θα εξαθλιώσει ακόμη και την Αμερική. Παράλληλα το βρετανικό περιοδικό σημειώνει ότι οι δύο πόλεμοι στην Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία θα αποτελέσουν πρωτοφανείς δοκιμασίες για τον Τραμπ. «Οι υποσχέσεις του να φέρει ειρήνη στην Ουκρανία μέσα σε μια μέρα και η αδιάκοπη ενθάρρυνση των επιθέσεων του Ισραήλ δεν είναι καθησυχαστικές», επισημαίνει το Economist. Ενώ ακόμη χειρότερο όπως εμφαντικά τονίζει «είναι η περιφρόνησή του για τις συμμαχίες».

Με αυτά και με τα άλλα δεν είναι τυχαίο πως πρόσφατη δημοσκόπηση της YouGov για λογαριασμό της εφημερίδας Guardian έδειξε πως το 61% των Βρετανών προτιμάει να κερδίσει την Τρίτη η Κάμαλα Χάρις.

Σχετικά Άρθρα