Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, και μετά τον Κασσελάκη
Αρκετοί πιστεύουν πως για να αποκατασταθεί η εναπομείνασα πολιτική αξία του ΣΥΡΙΖΑ αρκούν δύο βήματα: πρώτο, να οριστικοποιηθεί ο αποκλεισμός του Στέφανου Κασσελάκη από την διεκδίκηση της ηγεσίας, και, δεύτερο, να μπορέσει ο Σωκράτης Φάμελλος να νικήσει τον Παύλο Πολάκη και να εκλεγεί νέος πρόεδρος. Λάθος, η πληγή είναι πολύ βαθύτερη και μάλλον ανεπούλωτη.
Η θητεία του πρώην προέδρου κατέστησε το κόμμα-έκπληξη –που προκάλεσε τομή στα πολιτικά μας πράγματα την προηγούμενη δεκαετία– ένα “σώου” για τις ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές και η επιστροφή του σε μία σχετική πολιτική κανονικότητα μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη αν όχι απίθανη. Το δε νέο κόμμα που θα ιδρύσει, ως φαίνεται, ο Στέφανος Κασσελάκης θα το απομυζά και θα θυμίζει πάντοτε ότι προηγήθηκε. Ο πόλεμος θα είναι αδυσώπητος (δεν θα τελειώσει στο συνέδριο-Κούγκι), σε τέτοιο βαθμό που θα το τραβά προς τα κάτω και θα υπενθυμίζει τα ιστορικά λάθη από την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και εντεύθεν, αλλά και ολόκληρη την προηγηθείσα αντιφατική πολιτική διαδρομή του.
Ακόμα κι αν ο πρώην πρωθυπουργός διέσωσε αρκετό πολιτικό κεφάλαιο με την γρήγορη αποστασιοποίησή του από την κομματική τοξικότητα και την δραστήρια εμπλοκή του στην μεγάλη εικόνα της πολιτικής, μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ινστιτούτου που ίδρυσε, είναι απίθανο να του μεταγγίσει δυναμική και να το επανανοηματοδοτήσει πολιτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Κασσελάκη μπορεί να γίνει πιό πολιτικός, δύσκολα, όμως, θα γίνει χρήσιμος ώστε να καταλάβει θέση στη νέα πολιτική αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται.
Ο τελευταίος χρόνος δεν τον κατέστησε (τον ΣΥΡΙΖΑ) μόνο αφερέγγυο και μία αστείρευτη πολιτική επιθεώρηση, “έκαψε” και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού του που αναγκάστηκε, ή επέλεξε, να αναλωθεί στη σύγκρουση με την κενή φωτογένεια του έκπτωτου προέδρου, με όλες τις αντιφάσεις και τις αμφισημίες που παρήγαγε, με την ελαφρότητα και το ματαιόδοξο lifestyle. Ακόμα κι αν ο Κασσελάκης βρεθεί εκτός κόμματος, το ίδιο το κόμμα -ως πολιτικό υποκείμενο με ιστορικότητα- βρίσκεται ήδη εκτός του εαυτού του.
Υπό μία έννοια, αν και χωρίς στέρεες αναλογίες, η ιστορία εκδικείται. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κάλυψε το κενό που άφησε το ΠΑΣΟΚ του πρώτου μνημονίου και της συγκυβέρνησης με τη Ν.Δ, τώρα είναι το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη που προσπαθεί να καλύψει το κενό που αφήνει ο απαξιωμένος ΣΥΡΙΖΑ.
Το δράμα δεν τελειώνει με την αποπομπή Κασσελάκη, δίνει, απλώς, τη θέση του σε ένα νέο δράμα που έχει ίδιο καστ με γνωστούς χαρακτήρες που είναι δύσκολο να υπερβούν τη μανιέρα των προηγούμενων ετών και να γίνουν άλλοι. Το rebranding του Τσίπρα διαρκεί ήδη ένα χρόνο και θα χρειαστεί αρκετό ακόμα, είναι, όμως, ο Τσίπρας. Κανείς απ΄ όσους ενηλικιώθηκαν πολιτικά δίπλα του δεν δείχνει να έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι ανάλογο.
Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ που θα διασωθεί ως κόμμα, κοινοβουλευτική ομάδα, Κουμουνδούρου, ΑΦΜ και κρατική επιχορήγηση, μετά την πορεία αργού θανάτου -από το 2019- και την ληξιαρχική πράξη με την υπογραφή Κασσελάκη, θα έχει χρησιμότητα κυρίως ως πυρήνας των απογοητευμένων και ηττημένων που τον νοιώθουν ως μοναδικό τους σπίτι, και δεν έχουν, ή δεν θέλουν, να πάνε κάπου αλλού. Δεν θα είναι πολλοί, μάλλον δεν θα είναι και ελάχιστοι. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξελιχθεί σε συνομιλητή και ασθενή πυροκροτητή εξελίξεων, όχι, όμως, ως πρωταγωνιστής, όπως αυτάρεσκα διατείνονται τα κορυφαία στελέχη του. Ο σκηνοθέτης ανέθεσε ήδη τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε άλλον και εναπόκειται στον δικό του, πια, “βεντετισμό” του θα δώσει χώρο στο κείμενο-πολιτικό αφήγημα που ξετυλίγεται.
Αλλιώς, πρέπει να διαλύσουν συντεταγμένα ότι θα έχει απομείνει και να δημιουργήσουν κάτι καινούριο πάνω στα ερείπια. Ως προς αυτό ο Τσίπρας μπορεί να έχει ρόλο εάν βαθύνει την αυτοκριτική του και απευθυνθεί στο πολιτικό περιβάλλον και την κοινωνία με νέους όρους και με ένα “προσκλητήριο σοβαρότητας” που, ας μην γελιόμαστε, δεν μπορεί να περιλαμβάνει οιονδήποτε συγκρούστηκε με τον Κασσελάκη.