Η μαθητική οργή “φουσκώνει” και δεν είναι… επαναστατική γυμναστική

 Η μαθητική οργή “φουσκώνει” και δεν είναι… επαναστατική γυμναστική

Κατάληψη από τους μαθητές στο 2ο Πειραματικό Ενιαίο Λύκειο Αθηνών την Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020. (EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ)

Αν ακούσει και διαβάσει ένας ανυποψίαστος την είδηση ότι οι μαθητές στην Αθήνα ετοιμάζουν κινητοποιήσεις στις 4 Νοεμβρίου με μία σειρά από αιτήματα που αφορούν κατά κύριο λόγο την εκπαιδευτική τους καθημερινότητα, κατά πάσα πιθανότητα θα συμπεράνει ότι πρόκειται για κάτι επιπόλαιο που το προετοιμάζουν παιδιά που αρέσκονται στην… επαναστατική γυμναστική. Η αλήθεια είναι όμως διαφορετική ή τουλάχιστον διαφέρει από την παραπάνω “πρόχειρη” ανάγνωση της πραγματικότητας.

Οι προγραμματισμένες δράσεις των μαθητών έρχονται να επιβεβαιώσουν ένα κλίμα μαζικής δυσαρέσκειας που υπάρχει στα δημόσια σχολεία από το ξεκίνημα της εφετινής σεζόν το οποίο προκύπτει όχι μόνο από τα παιδιά αλλά και από τους γονείς τους.

Θυμίζουμε ότι σε πολλά σχολεία τόσο των μεγάλων αστικών κέντρων όσο και της περιφέρειας οργανώθηκαν τον Σεπτέμβριο κινητοποιήσεις κατά των συγχωνεύσεων τμημάτων που εφέτος ήταν περισσότερες από ποτέ. Οι σχετικές καταγγελίες που έφτασαν στο Συνήγορο του Παιδιού από οργισμένους γονείς ήταν δεκάδες (αν όχι εκατοντάδες) και πολλές από αυτές έπιασαν τόπο αφού οι προγραμματισμένες συγχωνεύσεις κατά τόπους δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ μετά από στοχευμένες παρεμβάσεις.

Πάνω σ’ αυτό το κλίμα έρχονται να “πατήσουν” οι μαθητικές διεκδικήσεις που ανοίγουν ένα διευρυμένο κύκλο αιτημάτων. Από τη διαμαρτυρία για τις εκατοντάδες αποβολές για χρήση κινητών τηλεφώνων μέσα στην τάξη μέχρι την πραγματοποίηση των σχολικών εκδρομών και την ουσιαστική βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων των σχολείων (θέμα εξαιρετικά σημαντικό που δεν έχει πάρει τη θέση που του αρμόζει στο δημόσιο διάλογο).

  • Επισημαίνει, χαρακτηριστικά, το συντονιστικό των μαθητών της Αθήνας στη σχετική ανακοινωσή του: “Οι μαθητές δεν είμαστε εγκληματίες. Μας νοιάζει σε τι σχολείο πάμε, έχουμε όνειρα και “θέλω” για το μέλλον μας. Και ξέρουμε να αγωνιζόμαστε συλλογικά για αυτό, ξέρουμε να δείχνουμε αλληλεγγύη, να είμαστε με το δίκιο, την αλήθεια, έχουμε αξίες και ιδανικά. Αντί να απολογηθούν όλες οι κυβερνήσεις και το Υπουργείο που έχουν κάνει χάλια τα σχολεία μας, αντί να ακούσουν τα αιτήματα μας, το μόνο που κάνουν είναι να μας απειλούν με αποβολές και ποινές, να μας ζητάνε να μείνουμε ακούνητοι και αμίλητοι”.

Υπερβολές, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει. Οχι και τόσο όμως. Η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου τα πολλά τελευταία χρόνια είναι στοιχείο δεδομένο. Στα παιδιά, τα οποία πια έχουν πολύ πιο πλούσιες προσλαμβάνουσες σε σχέση με το παρελθόν, αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό. Οι συγκρίσεις, με τα σχολεία των χωρών της προηγμένης Ευρώπης, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Οι μαθητές και οι μαθήτριες βλέπουν, συγκρίνουν και απογοητεύονται.

Εκτός όμως αυτού, ας διαπιστώσουμε ποια γενιά μαθητών και μαθητριών, βρίσκεται αυτήν την περίοδο στα ελληνικά λύκεια. Στην τρίτη λυκείου φοιτούν εφέτος παιδιά που έχουν γεννηθεί το 2007. Αυτά τα παιδιά τις εποχές της επίπλαστης ευμάρειας στα χρόνια των 00s ουσιαστικά δεν τις έχουν βιώσει, ακούν γι’ αυτές μόνο από τις διηγήσεις των γονιών τους. Πήγαν στο δημοτικό σχολείο το 2013, στα χρόνια δηλαδή του… βαθέος μνημονίου και συνήθισαν (ή μάλλον βαρέθηκαν) να πληροφορούνται συνεχώς για ελλείψεις, περικοπές, μείωση κονδυλίων κτλ. Αυτή η μάλλον τραυματική εμπειρία έχει περάσει προφανώς στο συλλογικό τους υποσυνείδητο, δεν ήταν δα και δύσκολο.

Εν έτει 2024 και λίγο πριν διαγωνιστούν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις για την είσοδό τους στα Πανεπιστήμια (εφέτος μπαίνουν στο χορό και τα ιδιωτικά) οι μαθητές και οι μαθήτριες νιώθουν ότι κάτι χρωστούν στους εαυτούς τους και στους συμμαθητές τους. Την προσπάθεια για να καταφέρουν να αλλάξουν, αν όχι τα πάντα, αλλά σίγουρα κάτι. Δεν θα πρέπει αυτή η επιθυμία να υποτιμάται ούτε να διαβάζεται με τους συνήθεις όρους (πολιτικά υποκινούμενες οι όποιες κινητοποιήσεις, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι τα παιδιά επιθυμούν να χάνουν μαθήματα κτλ).

Είναι, παράλληλα, σαφές ότι το μαθητικό κίνημα στην Ελλάδα έχει πλούσιο παρελθόν δράσης. Τη σεζόν 1990-1991 το κύμα καταλήψεων που σάρωσε τη χώρα με αφορμή το νόμο Κοντογιαννόπουλου για τη λειτουργία των σχολείων είχε σοβαρότατες πολιτικές προεκτάσεις. Στην Πάτρα ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας δολοφονήθηκε από μέλος της ΟΝΝΕΔ, η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη κλυδωνίστηκε, ο Υπουργός Κοντογιαννόπουλος παραιτήθηκε και οι μαθητές και μαθήτριες γύρισαν τροπαιούχοι στα σχολεία τους μετά από τρεις και πλέον μήνες κινητοποίησης. Μέχρι και…Πρωθυπουργό ανέδειξε εκείνο το κίνημα αφού πρόεδρος του συντονιστικού των μαθητών στην Αθήνα ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

Σχεδόν ανάλογης έντασης αλλά όχι και διάρκειας ήταν οι καταλήψεις προς το τέλος της δεκαετίας του 90 που έμειναν στην ιστορία για το εξαιρετικά εφευρητικό σύνθημα “κάτσε καλά Γεράσιμε” που απευθυνόταν στον τότε Υπουργό Γεράσιμο Αρσένη.

  • Τα συναισθήματα, και κυρίως η οργή που νιώθουν οι πολύ νέοι άνθρωποι στην εποχή μας, οι αυριανοί φοιτητές, αποτελούν ή θα έπρεπε να αποτελούν πεδίο μελέτης αλλά και προβληματισμού. Ακόμα και αν οι κινητοποιήσεις της 4ης Νοεμβρίου περάσουν εντελώς απαρατήρητες, κανείς δεν πρέπει να κάνει το λάθος να αδιαφορήσει για όσα αξιώνουν τα παιδιά μέσα από τα αιτήματά τους.

Οι δυσκολίες της καθημερινότητάς τους είναι, έτσι και αλλιώς, δεδομένες. Και “ακουμπούν” στα οικονομικά αδιέξοδα των οικογένειών τους. Παράδειγμα διόλου ευκαταφρόνητο: Μία εκδρομή στο CERN (το μεγαλύτερο σε έκταση κέντρο πυρηνικών ερευνών το οποίο βρίσκεται στη Γενεύη της Ελβετίας) στοιχίζει για το κάθε παιδί περίπου 750 ευρώ. Ουκ ολίγα ελληνικά σχολεία διοργανώνουν εκδρομές για εκεί. Είμαστε σίγουροι ότι το σύνολο των γονέων μπορεί να βγάλει άνετα από την τσέπη του 750 ευρώ προκειμένου το παιδί του να πάρει μέρος σ’ αυτήν την εξαιρετικά σημαντική επίσκεψη; Και ποια ακριβώς είναι η κρατική αρωγή σε οικογένειες που δεν μπορούν να διαθέσουν αυτά τα ποσά; Τις απαντήσεις τις ξέρουμε όλοι. Και φυσικά τις ξέρουν πολύ καλά τα παιδιά…  


Σχετικά Άρθρα