Λυπάται, πράγματι, η κυβέρνηση επειδή δεν έχει αντιπολίτευση; Και τι κάνει;

 Λυπάται, πράγματι, η κυβέρνηση επειδή δεν έχει αντιπολίτευση; Και τι κάνει;

Με τον μοναδικό τρόπο που έχει να εκφράζεται επί παντός επιστητού, ο Άδωνις Γεωργιάδης σχολίασε τις εσωκομματικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Είπε χαρακτηριστικά (ΕΡΤ) ότι «η έλλειψη αντιπολιτεύσεως δεν μας ωφελεί, μας βλάπτει».

Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη «αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια πολιτική ανωμαλία στα πράγματα» και όπως είπε «ελπίζει ότι κάποια στιγμή τα πράγματα να βρουν το δρόμο τους». Ερωτηθείς αν έχει κάποια προτίμηση ως προς τις εκλογές για ανάδειξη προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ απάντησε: «Εμείς δεν μπορούμε να φτιάξουμε την αντιπολίτευση. Είναι δουλειά της αντιπολίτευσης να το φτιάξει».

Είναι αλήθεια πως αυτή η …έκφραση λύπης για την απουσία αντιπολίτευσης διατυπώνεται από αρκετούς βουλευτές της Ν.Δ. Πόσο ειλικρινείς είναι όμως;

Στο Μέγαρο Μαξίμου πέρασαν από διάφορες φάσεις μετά τις εκλογές του Ιουνίου του ’23. Το 41% σε συνδυασμό με την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ (17,8%) και μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα ήταν για πολλούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο ένα “παράθυρο ευκαιρίας” για μία ανενόχλητη νέα τετραετία. Στη συνέχεια, η εκλογή του “αγνώστου Χ” Στέφανου Κασσελάκη τους προβλημάτισε: αφενός διότι κατέρρεε το αφήγημα περί “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου” -τι να χρεώσεις από την περίοδο 2015-19) σε ένα πρόσωπο που ήρθε (πολιτικά) από το πουθενά-, αφετέρου επειδή είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις στα υπόγεια ρεύματα της κοινωνίας και φοβήθηκαν πως οτιδήποτε νέο και άφθαρτο θα μπορούσε να αλλάξει το τοπίο. Κατόπιν, συνέδραμαν (αν και φρόντισε πρωτίστως ο ίδιος γι΄ αυτό), έως ένα βαθμό, στην προβολή της αλλοπρόσαλλης “περσόνας” του νέου αρχηγού, στην υπερπροβολή του lifestyle του και στην απουσία συγκροτημένου πολιτικού λόγου. Η εσωστρέφεια στον ΣΥΡΙΖΑ και τα απανωτά λάθη του νέου αρχηγού προκάλεσαν ελαφρούς γέλωτες στο κυβερνητικό επιτελείο και ικανοποίηση επειδή δεν υπήρχε εναλλακτική πρόταση.

Πέρασε καιρός μέχρι να αντιληφθούν ότι το γεγονός πως απουσίαζε “αντίπαλο δέος” δεν εμπόδιζε την κοινωνία να αντιδρά, να οργίζεται, να φοβάται, να αναζητά διαφυγές. Η λεγόμενη “κοινωνική αντιπολίτευση” άρχισε να απασχολεί τους ειδήμονες της κυβερνητικής στρατηγικής μόνο όταν διαπίστωσαν πως τα περισσότερα μέτρα για την ακρίβεια δεν απέδιδαν και το αφήγημα περί “εισερχόμενου φαινομένου” δεν γινόταν αποδεκτό. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν μία ψυχρολουσία και η επιβεβαίωση όσων έλεγαν πως το εκλογικό σώμα κινείται ενίοτε τυφλά και πως η αποχή είναι πολιτική στάση όταν δεν βρίσκει πολιτική επιλογή.

Το πρόβλημα της “πολιτικής ανωμαλίας” ( σχετικά άρθρα σε “ανύποπτο χρόνο” εδώ, εδώ, και εδώ) μετά τις εκλογές του ’23 δεν διορθώθηκε: αφενός η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να το αφοπλίσει με την αποτελεσματικότητά της, αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ κατρακύλησε ακόμα περισσότερο επί της θητείας Κασσελάκη, το δε ΠΑΣΟΚ συνέχισε την αντιπολιτευτική αφλογιστία του. Έτσι, στις ευρωεκλογές 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόροι δεν πήγαν στις κάλπες και δεξιά της Ν.Δ δημιουργήθηκε ένα μη συμπαγές αλλά ισχυρό μπλοκ του 18%.

Σήμερα, η Ν.Δ αγωνίζεται να διατηρήσει έστω αυτή τη βάση των ευρωεκλογών (28%), βλέποντας, όμως, την περιοχή στα δεξιά της να διευρύνεται (δημοσκοπικά φτάνει περίπου το 22%), και το ποσοστό αυτοδυναμίας (38,5%) να απέχει πολύ, αν και, βεβαίως, υπάρχει ακόμα σημαντικός πολιτικός χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Ως εκ τούτων, η κυβέρνηση εξακολουθεί μεν να μην έχει ισχυρή αντιπολίτευση ως προς τα κόμματα εξουσίας του παρελθόντος (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), δεν προσελκύει, όμως, τους χαμένους ψηφοφόρους της στις ευρωεκλογές, ενώ οι διαρροές της προς τα δεξιά συνεχίζονται. Η κοινωνική ατζέντα (ακρίβεια, ενέργεια, ΕΣΥ κ.ά) παραμένει και ενισχύεται, προστίθενται δε τόσο εσωτερικά όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο νέα μείζονα ζητήματα (π.χ μεταναστευτικό, αλλαγή δημοσιονομικών κανόνων) που την πιέζουν περισσότερο.

Σε όλα αυτά, η αδυναμία ανάδειξης εσωτερικού πολιτικού αντιπάλου είναι, αναμφίβολα, ένα σοβαρό πρόβλημα και ως προς αυτό μπορεί κανείς να θεωρήσει ειλικρινείς τις αναφορές κάποιων κυβερνητικών στελεχών για την απουσία αντιπολίτευσης. Η υπερδεξιά τρώει από τις σάρκες της, το δε κέντρο έχει αρχίσει προ πολλού να αμφιβάλλει, να αδημονεί και να εκνευρίζεται.

Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ -και δευτερευόντως, ως φαίνεται, στον ΣΥΡΙΖΑ- μπορεί, ωστόσο, να μεταβάλλουν τα δεδομένα.

Κάποιοι στην κυβέρνηση μπορεί να προτιμούν την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη (το είχε πει άστοχα, άλλωστε, ο υφυπουργός Κώστας Κυρανάκης για να δεχτεί επίπληξη από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο για την εμπλοκή του στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ), επειδή θεωρούν πως είναι ένα γνώριμο πρόσωπο κι ένας εύκολος αντίπαλος. Δύσκολο, ωστόσο, να ισχυριστεί κανείς πως εάν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επανεκλεγεί δεν θα έχει πάρει μαθήματα από όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Από την άλλη, η εκλογή νέας ηγεσίας (Χάρης Δούκας, Άννα Διαμαντοπούλου, Παύλος Γερουλάνος- που συγκροτούν την τετράδα που προηγείται), φυσικά με διαβαθμίσεις, είναι πιθανό να προκαλέσει δημοσκοπική και πολιτική ανάταση.

Έχει ξανασυμβεί, άλλωστε, η εκλογή νέου αρχηγού να ενισχύει τα ποσοστά του κόμματος που τον εξέλεξε. Όταν, για παράδειγμα, εξελέγη ο Νίκος Ανδρουλάκης, το ΠΑΣΟΚ κατέγραφε υψηλά διψήφια ποσοστά για μήνες (μέχρι και 18%), τώρα, στις τελευταίες μετρήσεις, “γράφει” 15,7% κάτι που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για προσέγγιση ακόμα και του 20% στις δημοσκοπήσεις που θα ακολουθήσουν. Κάτι τέτοιο, με τη Ν.Δ να κινείται κάτω από το 30%, δημιουργεί λογικά νέους συσχετισμούς δυνάμεων. Έτσι εξηγείται εν πολλοίς η πολύ προσεκτική στάση της κυβέρνησης για όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ και η επιμονή της να ασχολείται ακόμα επικοινωνιακά με τον σπαρασσόμενο και πολιτικά αφυδατωμένο ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν στα παραπάνω προστεθεί έστω και μία ικμάδα ανάταξης του κόμματος της (τυπικά;) αξιωματικής αντιπολίτευσης, με μία νέα ηγεσία, το σκηνικό αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εφόσον οι εξελίξεις κινηθούν προς την κατεύθυνση πιθανής συνεργασίας κομμάτων στον χώρο της κεντροαριστεράς, ή ακόμα περισσότερο εάν δημιουργηθούν συνθήκες ίδρυσης νέου πολιτικού φορέα (αν και οι σχετικές πιθανότητες είναι μικρές), έτι περαιτέρω.

Ο μεγάλος κίνδυνος για την κυβέρνηση παραμένει ο εαυτός της και φαίνεται πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει αντιληφθεί. Η “κοινωνική αντιπολίτευση” είναι εκεί και καραδοκεί, οι ψηφοφόροι της Ν.Δ εξακολουθούν να στέλνουν σήματα ότι δεν είναι δεδομένοι, οι βουλευτές της είναι αμήχανοι και αρχίζουν να συνεννοούνται για να πιέσουν (το είπε εμμέσως πλην σαφώς τις προάλλες στο Action24, ο Ευρυπίδης Στυλιανίδης, το δηλώνει συχνά ο Νικήτας Κακλαμάνης), το δε δίδυμο των πρώην πρωθυπουργών προετοιμάζεται για νέες παρεμβάσεις.

Δεν υπάρχει, εν κατακλείδι, ούτε χώρος,ούτε χρόνος για “λύπηση” περί της απουσίας αντιπολίτευσης διότι υπάρχει και θα υπάρξει. Υπάρχει στα δεξιά και διογκώνεται, υπάρχει στο εσωτερικό της Ν.Δ, υπάρχει στην αδιευκρίνιστη ψήφο των δημοσκοπήσεων, υπάρχει στην αποχή, θα υπάρξει πιθανότατα και από το ΠΑΣΟΚ,ίσως και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα είναι εάν θα βελτιωθεί και θα γίνει αποτελεσματική η ίδια η κυβέρνηση. Διότι, στο τέλος της ημέρας, πριν αποκαταστήσουμε την στρέβλωση της απουσίας αντιπολίτευσης πρέπει να έχουμε (ως χώρα) μία αποτελεσματική κυβέρνηση.

Σχετικά Άρθρα