Η έκθεση Ντράγκι σοκάρει τις Βρυξέλλες: “Υπαρξιακή πρόκληση για την Ε.Ε, κλονίζονται τα θεμέλια”- Αυστηρή προειδοποίηση για ριζικές αλλαγές- Απαιτούνται επενδύσεις 800 δισ. ετησίως
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται ριζικές αλλαγές για να ανακτήσει ανταγωνιστικότητα απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα και να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλιώς δεν θα μπορέσει να υπηρετήσει τις θεμελιώδεις αξίες της, ευημερία, ισότητα, ελευθερία, ειρήνη και δημοκρατία σε ένα βιώσιμο περιβάλλον, και θα χάσει τον λόγο ύπαρξής της. Αυτή είναι η αγωνιώδης προειδοποίηση του Μάριο Ντράγκι, στην Έκθεσή του για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, που παρέδωσε χτες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κάνει λόγο για “υπαρξιακή πρόκληση της Ε.Ε”, προειδοποίηση που απευθύνεται στη νωθρή και αναποτελεσματική γραφειοκρατία των Βρυξελλών αλλά και στις ηγεσίες των 27.
Ο Μάριο Ντράγκι εισηγείται να καθιερωθεί κοινός δανεισμός των 27 για να χρηματοδοτηθούν νέες επενδύσεις της τάξης των 800 δισ. ευρώ ετησίως, δαπάνη που αντιστοιχεί περίπου στο 5% του ΑΕΠ -ποσοστό πολύ υψηλότερο από το 1-2% που πρόβλεπε το Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, μεταξύ των άλλων, εισηγείται, όπως εκτενώς περιγράφει το KREPORT, να καταργηθεί το δικαίωμα βέτο ώστε να λαμβάνονται γρήγορα και να υλοποιούνται οι κρίσιμες αποφάσεις, να αναπτυχθεί συντονισμένη κοινή πολιτική ενέργειας και αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με to Green Deal για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Επίσης, τονίζει την ανάγκη η Κομισιόν να περιορίσει την πληθώρα ρυθμιστικών κανόνων που αποθαρρύνουν τους Ευρωπαίους επιχειρηματίες και τους εξωθούν να αναζητήσουν χρηματοδότηση από αμερικανικά funds και, τελικά, να μεταφέρουν την έδρα των επιχειρήσεών τους στις ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του πόσο πίσω είναι η ΕΕ στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι το γεγονός ότι μόνο 4 από τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας παγκοσμίως είναι ευρωπαϊκές!
Προοίμιο στην Έκθεση, του Μάριο Ντράγκι
Η Ευρώπη ανησυχεί για την επιβράδυνση της ανάπτυξης από τις αρχές αυτού του αιώνα. Διάφορες στρατηγικές για την αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης ήρθαν και παρήλθαν, αλλά η τάση παρέμεινε αμετάβλητη. Σε διάφορες μετρήσεις, ένα μεγάλο χάσμα έχει ανοίξει ανάμεσα στο ΑΕΠ της ΕΕ και των ΗΠΑ, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης επιβράδυνσης στη βελτίωσης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη. Τα νοικοκυριά της Ευρώπης πλήρωσαν το τίμημα με την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Σε κατά κεφαλήν βάση, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα από το 2000 έχει αυξηθεί με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό στις ΗΠΑ από όσο στην ΕΕ.
Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου, η επιβράδυνση της ανάπτυξης θεωρήθηκε δυσάρεστη αλλά όχι καταστροφική. Οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς κατάφεραν να κερδίσουν μερίδια αγοράς σε ταχύτερα αναπτυσσόμενα μέρη του κόσμου, ειδικά στην Ασία. Πολύ περισσότερες γυναίκες εντάχθηκαν στο εργατικό δυναμικό, αυξάνοντας τη συμβολή της εργασίας στην ανάπτυξη. Και, μετά τις κρίσεις της περιόδου 2008 – 2012, η ανεργία μειώθηκε σταθερά σε όλη την Ευρώπη, συμβάλλοντας στη μείωση της ανισότητας και στη διατήρηση της κοινωνικής ευημερίας.
Η ΕΕ επωφελήθηκε επίσης από ένα ευνοϊκό παγκόσμιο περιβάλλον. Το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε κάτω από πολυμερείς κανόνες. Η ασφάλεια της αμυντικής ομπρέλας των ΗΠΑ απελευθέρωσε πόρους από τους αμυντικούς προϋπολογισμούς ώστε να δαπανηθούν σε άλλες προτεραιότητες. Σε έναν κόσμο γεωπολιτικά σταθερό, δεν είχαμε λόγους να ανησυχούμε για τις αυξανόμενες εξαρτήσεις από χώρες που περιμέναμε να παραμείνουν φίλοι μας.
Όμως, τώρα κλονίζονται τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε.
Το προηγούμενο παγκόσμιο υπόδειγμα ξεθωριάζει. Η εποχή της ταχείας ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου φαίνεται να έχει παρέλθει, με τις εταιρείες της ΕΕ να αντιμετωπίζουν αφενός μεγαλύτερο ανταγωνισμό από το εξωτερικό, αφετέρου δυσκολότερη πρόσβαση σε αγορές του εξωτερικού. Η Ευρώπη έχασε ξαφνικά τον σημαντικότερο προμηθευτή ενέργειας, τη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, η γεωπολιτική σταθερότητα αποδυναμώνεται και οι εξαρτήσεις μας αποδεικνύονται τα τρωτά μας σημεία.
Η τεχνολογική αλλαγή επιταχύνεται ραγδαία. Η Ευρώπη έχασε σε μεγάλο βαθμό την ψηφιακή επανάσταση που προκάλεσε το διαδίκτυο και τα κέρδη παραγωγικότητας που τη συνόδευσαν: Στην πραγματικότητα, το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τον τεχνολογικό τομέα. Η ΕΕ είναι αδύναμη στις αναδυόμενες τεχνολογίες που θα καθοδηγήσουν τη μελλοντική ανάπτυξη. Μόνο 4 από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές.
Ωστόσο, οι ανάγκες της Ευρώπης για ανάπτυξη μεγαλώνουν.
Η ΕΕ εισέρχεται στην πρώτη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας της κατά την οποία η ανάπτυξη δεν θα υποστηριχθεί από την αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι το 2040, το εργατικό δυναμικό προβλέπεται να συρρικνώνεται κατά σχεδόν 2 εκατ. εργαζόμενους ετησίως. Θα πρέπει, λοιπόν, να στηριχτούμε περισσότερο στην παραγωγικότητα για να προωθήσουμε την ανάπτυξη. Εάν η ΕΕ διατηρούσε το μέσο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας που έχει από το 2015, αυτό θα αρκούσε μόνο για να διατηρηθεί σταθερό το ΑΕΠ της μέχρι το 2050. Και η ΕΕ αντιμετωπίζει μια σειρά από νέες επενδυτικές ανάγκες που θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω υψηλότερης ανάπτυξης.
Για την ψηφιοποίηση και την απεξάρτηση της οικονομίας από τις εκπομπές άνθρακα και την αύξηση της αμυντικής μας ικανότητας, το μερίδιο των επενδύσεων στην Ευρώπη θα πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε επίπεδα που τελευταία φορά υπήρξαν στις 10ετίες του 1960 και 1970. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: Οι πρόσθετες επενδύσεις που προέβλεπε το Σχέδιο Μάρσαλ τα χρόνια 1948-51 αντιστοιχούσαν σε περίπου 1-2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως.
Εάν η Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει πιο παραγωγική, θα αναγκαστούμε να επιλέξουμε. Δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε, αμέσως, ηγέτης στις νέες τεχνολογίες, παράδειγμα κλιματικής υπευθυνότητας και ανεξάρτητος παίκτης στην παγκόσμια σκηνή. Δεν θα μπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό μας μοντέλο. Θα πρέπει να περιορίσουμε ορισμένες, αν όχι όλες, τις φιλοδοξίες μας.
Αυτή είναι μια υπαρξιακή πρόκληση.
- Οι θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης είναι η ευημερία, η ισότητα, η ελευθερία, η ειρήνη και η δημοκρατία σε ένα βιώσιμο περιβάλλον. Η ΕΕ υπάρχει για να διασφαλίζει ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν πάντα να επωφελούνται από αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Εάν η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να τα παρέχει στους λαούς της, ή πρέπει να επιλέξει το ένα εις βάρος του άλλου, θα έχει χάσει το λόγο ύπαρξης της.
Ο μόνος τρόπος για να ανταποκριθούμε σε αυτήν την πρόκληση είναι να αναπτυχθούμε και να γίνουμε πιο παραγωγικοί, διατηρώντας τις αξίες της ισότητας και της κοινωνικής ένταξης. Και ο μόνος τρόπος για να γίνει πιο παραγωγική, η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ριζικά.
Τρεις τομείς δράσης για την αναζωπύρωση της ανάπτυξης
Η Έκθεση προσδιορίζει τρεις κύριους τομείς δράσης για την αναζωπύρωση της βιώσιμης ανάπτυξης. Σε κάθε τομέα, δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Η ΕΕ έχει ακόμη γενικά πλεονεκτήματα, όπως ισχυρά συστήματα εκπαίδευσης και υγείας και ισχυρά κράτη πρόνοιας, και συγκεκριμένα πλεονεκτήματα στα οποία μπορεί να οικοδομήσει. Αλλά συλλογικά αποτυγχάνουμε να μετατρέψουμε αυτές τις δυνάμεις σε παραγωγικές και ανταγωνιστικές βιομηχανίες στην παγκόσμια σκηνή.
Πρώτον, και το πιο σημαντικό, η Ευρώπη πρέπει να επικεντρώσει εκ νέου τις συλλογικές της προσπάθειες για να γεφυρώσει το χάσμα καινοτομίας με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ιδίως στις προηγμένες τεχνολογίες.
Η Ευρώπη έχει κολλήσει σε μια στατική βιομηχανική δομή, με λίγες νέες εταιρείες να είναι σε θέση να διαταράξουν τις υπάρχοντες κλάδους ή να αναπτύξουν νέους μοχλούς ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, καμία ανεξάρτητη εταιρεία της ΕΕ με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισεκ. ευρώ δεν έχει ιδρυθεί τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ και οι 6 αμερικανικές εταιρείες με αποτίμηση άνω του 1 τρισεκ. ευρώ έχουν δημιουργηθεί σε αυτήν την περίοδο.
Αυτή η έλλειψη δυναμισμού είναι αυτοτροφοδοτούμενη.
Καθώς οι εταιρείες της ΕΕ εξειδικεύονται σε ώριμες τεχνολογίες όπου οι δυνατότητες για καινοτομίες είναι περιορισμένες, δαπανούν λιγότερα για έρευνα και καινοτομία (R&D) -δαπάνησαν 270 δισεκ. ευρώ λιγότερα από τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες το 2021. Στους 3 κορυφαίους επενδυτές σε R&D στην Ευρώπη, τα τελευταία 20 χρόνια κυριαρχούν οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Και στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα αυτοκίνητα και τα φαρμακευτικά προϊόντα πρωτοστατούσαν, αλλά τώρα οι 3 κορυφαίοι ανήκουν στον κλάδο τεχνολογίας.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι η Ευρώπη στερείται ιδεών ή φιλοδοξιών. Έχουμε πολλούς ταλαντούχους ερευνητές και επιχειρηματίες που καταθέτουν αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Αλλά η καινοτομία εμποδίζεται στο επόμενο στάδιο: Αποτυγχάνουμε να μεταφράσουμε την καινοτομία σε εμπόρευμα, οι καινοτόμες εταιρείες που θέλουν να αναπτυχθούν στην Ευρώπη εμποδίζονται σε κάθε στάδιο από ασυνάρτητους και περιοριστικούς κανονισμούς.
Κατά συνέπεια, πολλοί Ευρωπαίοι επιχειρηματίες προτιμούν να αναζητήσουν χρηματοδότηση από αμερικανικά ιδιωτικά επενδυτικά funds και να επεκταθούν στην αγορά των ΗΠΑ. Μεταξύ 2008 και 2021, σχεδόν το 30% των «μονόκερων» που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη (νεοσύστατες επιχειρήσεις με αξία πάνω από 1 δισεκ. δολ. ) μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό, με τη συντριπτική πλειονότητα να μετακομίζουν στις ΗΠΑ.
Με τον κόσμο στα πρόθυρα της επανάστασης της τεχνητής νοημοσύνης, η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει κολλημένη στις «μεσαίες τεχνολογίες και βιομηχανίες» του προηγούμενου αιώνα. Πρέπει να ξεκλειδώσουμε τις καινοτομικές δυνατότητές μας. Αυτό θα είναι το κλειδί όχι μόνο για την ηγετική θέση στις νέες τεχνολογίες, αλλά και για την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στις υπάρχουσες βιομηχανίες μας, ώστε να μπορούν να παραμείνουν στην πρώτη γραμμή.
Κεντρικό μέρος αυτής της ατζέντας θα είναι να παρέχονται στους Ευρωπαίους οι δεξιότητες που χρειάζονται για να επωφεληθούν από τις νέες τεχνολογίες, έτσι ώστε να συμβαδίζουν η τεχνολογία και η κοινωνική συμμετοχή. Ενώ η Ευρώπη θα πρέπει να επιδιώξει να φτάσει τις ΗΠΑ όσον αφορά την καινοτομία, θα πρέπει να επιδιώξουμε να υπερβούμε τις ΗΠΑ όσον αφορά την παροχή ευκαιριών για εκπαίδευση και μάθηση ενηλίκων και καλές θέσεις εργασίας για όλους κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Ο δεύτερος τομέας δράσης είναι ένα κοινό σχέδιο για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα και για την ανταγωνιστικότητα.
Εάν οι φιλόδοξοι κλιματικοί στόχοι της Ευρώπης συνδυάζονται με ένα συνεκτικό σχέδιο για την επίτευξή τους, η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα θα είναι μια ευκαιρία για την Ευρώπη. Ωστόσο, εάν αποτύχουμε να συντονίσουμε τις πολιτικές μας, υπάρχει κίνδυνος η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα να είναι αρνητική για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Παρόλο που οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά από τα υψηλότερα επίπεδά τους, οι εταιρείες της ΕΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι 2-3 φορές μεγαλύτερες από αυτές στις ΗΠΑ. Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι 4-5 φορές υψηλότερες. Αυτό το χάσμα τιμών οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φυσικών πόρων στην Ευρώπη, αλλά και σε θεμελιώδη προβλήματα στην κοινή μας αγορά ενέργειας. Οι κανόνες αυτής της αγοράς εμποδίζουν τις βιομηχανίες και τα νοικοκυριά να επωφεληθούν πλήρως στους λογαριασμούς τους από τα οφέλη της καθαρής ενέργειας. Οι υψηλοί φόροι και οι προμήθειες που παρακρατούνται από τους χρηματοοικονομικούς παίκτες αυξάνουν το ενεργειακό κόστος για την οικονομία μας.
Μεσοπρόθεσμα, η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα θα συμβάλει στη μεταστροφή της παραγωγής ηλεκτρισμού προς ασφαλείς, χαμηλού κόστους καθαρές πηγές ενέργειας. Όμως τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην τιμολόγηση της ενέργειας τουλάχιστον για το υπόλοιπο μέρος της τρέχουσας δεκαετίας. Χωρίς σχέδιο για τη μεταφορά των πλεονεκτημάτων από την απαλλαγή από τον άνθρακα στους τελικούς χρήστες, οι τιμές της ενέργειας θα συνεχίσουν να εμποδίζουν την ανάπτυξη.
Η παγκόσμια προσπάθεια απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα είναι επίσης μια ευκαιρία ανάπτυξης για τη βιομηχανία της ΕΕ. Η ΕΕ είναι παγκόσμιος ηγέτης στις καθαρές τεχνολογίες, όπως οι ανεμογεννήτριες, οι συσκευές ηλεκτρόλυσης και τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα, και πάνω από το ένα πέμπτο των καθαρών και βιώσιμων τεχνολογιών που υπάρχουν παγκοσμίως αναπτύσσεται εδώ.
Ωστόσο, δεν είναι εγγυημένο ότι η Ευρώπη θα αδράξει αυτή την ευκαιρία. Ο κινεζικός ανταγωνισμός γίνεται οξύς σε κλάδους όπως η καθαρή τεχνολογία και τα ηλεκτρικά οχήματα, με γνώμονα έναν ισχυρό συνδυασμό μαζικής βιομηχανικής πολιτικής και επιδοτήσεων, ταχείας καινοτομίας, ελέγχου πρώτων υλών και ικανότητας παραγωγής σε κλίμακα ηπείρου.
Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πιθανό συμβιβασμό. Η αυξανόμενη εξάρτηση από την Κίνα μπορεί να προσφέρει τη φθηνότερη και πιο αποτελεσματική οδό για την επίτευξη των στόχων μας για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα. Αλλά ο κρατικός ανταγωνισμός της Κίνας αντιπροσωπεύει επίσης μια απειλή για την παραγωγή της βιομηχανίας καθαρής τεχνολογίας και την αυτοκινητοβιομηχανία μας.
Η απαλλαγή από τον άνθρακα πρέπει να γίνει για χάρη του πλανήτη μας. Αλλά για να γίνει επίσης πηγή ανάπτυξης για την Ευρώπη, θα χρειαστούμε ένα κοινό σχέδιο που θα περιλαμβάνει βιομηχανίες που παράγουν ενέργεια και εκείνες που επιτρέπουν την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, όπως η καθαρή τεχνολογία και η αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο τρίτος τομέας δράσης είναι η αύξηση της ασφάλειας και η μείωση των εξαρτήσεων.
Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη. Οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να ενισχύσουν την αβεβαιότητα και να μειώσουν τις επενδύσεις, ενώ μεγάλα γεωπολιτικά σοκ ή αιφνίδιες διακοπές του εμπορίου μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά εμπόδια. Καθώς φθίνει η εποχή της γεωπολιτικής σταθερότητας, μεγαλώνει ο κίνδυνος, η ανάπτυξη και η ελευθερία να απειληθούν από την αυξανόμενη ανασφάλεια.
Η Ευρώπη είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Βασιζόμαστε σε μια χούφτα προμηθευτών για κρίσιμες πρώτες ύλες, ειδικά στην Κίνα, παρόλο που η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα υλικά εκτοξεύεται λόγω της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Βασιζόμαστε επίσης σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές ψηφιακής τεχνολογίας. Το 75-90% του παγκόσμιου δυναμικού για ενδιάμεσα υλικά παραγωγής μικροτσίπ βρίσκεται στην Ασία.
Αυτές οι εξαρτήσεις είναι συχνά αμφίδρομες. Για παράδειγμα, η Κίνα βασίζεται στην ΕΕ για να απορροφήσει την πλεονάζουσα βιομηχανική της παραγωγή, όμως άλλες μεγάλες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ προσπαθούν ενεργά να απεξαρτηθούν. Εάν η ΕΕ δεν πάρει μέτρα, κινδυνεύουμε να καταστούμε ευάλωτοι σε καταναγκασμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα χρειαστούμε μια γνήσια «εξωτερική οικονομική πολιτική» της ΕΕ για να διατηρήσουμε την ελευθερία μας. Η ΕΕ θα χρειαστεί να συντονίσει τις προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες και τις άμεσες επενδύσεις με χώρες πλούσιες σε πόρους, να δημιουργήσει αποθέματα σε επιλεγμένους κρίσιμους τομείς και να δημιουργήσει βιομηχανικές συνεργασίες για να εξασφαλίσει την αλυσίδα εφοδιασμού βασικών τεχνολογιών. Μόνο μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε την απαραίτητη μόχλευση αγοράς ώστε να τα κάνουμε όλα αυτά.
Η ειρήνη είναι ο πρώτος και κύριος στόχος της Ευρώπης. Αλλά οι απειλές πρακτικής ασφάλειας αυξάνονται και πρέπει να προετοιμαστούμε. Η ΕΕ έχει συλλογικά τις δεύτερες μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο, αλλά αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στην ισχύ του δυναμικού της αμυντικής μας βιομηχανίας.
Η αμυντική βιομηχανία είναι πολύ κατακερματισμένη, εμποδίζοντας την ικανότητά της να παράγει σε μεγάλη κλίμακα και πάσχει από έλλειψη τυποποίησης και διαλειτουργικότητας του εξοπλισμού, περιορίζοντας την ικανότητα της Ευρώπης να ενεργεί ως συνεκτική δύναμη. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη λειτουργούν δώδεκα διαφορετικοί τύποι αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ παράγουν μόνο ένα.
Τι στέκεται εμπόδιο;
Σε πολλούς από αυτούς τους τομείς, τα κράτη μέλη ενεργούν ήδη μεμονωμένα και αυξάνονται οι διαφορετικές βιομηχανικές πολιτικές. Αλλά είναι προφανές ότι η Ευρώπη υστερεί σε σύγκριση με αυτό που θα μπορούσαμε να πετύχουμε εάν ενεργούσαμε ως κοινότητα. Τρία εμπόδια στέκονται στο δρόμο μας.
Πρώτον, η Ευρώπη στερείται εστίασης. Διατυπώνουμε κοινούς στόχους, αλλά δεν τους υποστηρίζουμε θέτοντας σαφείς προτεραιότητες ή ακολουθώντας ενοποιημένες δράσεις πολιτικής.
Παράδειγμα, ισχυριζόμαστε ότι ευνοούμε την καινοτομία, αλλά συνεχίζουμε να προσθέτουμε ρυθμιστικά εμπόδια στις ευρωπαϊκές εταιρείες, τα οποία είναι ιδιαίτερα δαπανηρά για τις ΜΜΕ και καταστροφικά για όσες ανήκουν στους ψηφιακούς τομείς. Περισσότερες από τις μισές ΜΜΕ στην Ευρώπη επισημαίνουν τα ρυθμιστικά εμπόδια και το διοικητικό φόρτο, ως τη μεγαλύτερη πρόκληση.
Αφήσαμε επίσης κατακερματισμένη επί 10ετίες την ενιαία μας αγορά, γεγονός που έχει κλιμακωτές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά μας. Οι εταιρείες υψηλής ανάπτυξης ωθούνται να μεταφερθούν στο εξωτερικό, κάτι που με τη σειρά του να μειώνει τη δεξαμενή των προς χρηματοδότηση έργων και εμποδίζει την ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών της Ευρώπης. Και χωρίς έργα υψηλής ανάπτυξης για επενδύσεις και κεφαλαιαγορές για τη χρηματοδότησή τους, οι Ευρωπαίοι χάνουν ευκαιρίες να γίνουν πλουσιότεροι. Παρόλο που τα νοικοκυριά της ΕΕ αποταμιεύουν περισσότερα από τα αντίστοιχα των ΗΠΑ, ο πλούτος τους έχει αυξηθεί μόνο κατά το ένα τρίτο από το 2009.
Δεύτερον, η Ευρώπη σπαταλά τους κοινούς πόρους της. Έχουμε μεγάλη συλλογική δύναμη για δαπάνες, αλλά τη μειώνουμε με τα πολλά διαφορετικά εθνικά και κοινοτικά εργαλεία.
Παράδειγμα, εξακολουθούμε να μην ενώνουμε τις δυνάμεις μας στην αμυντική βιομηχανία ώστε να βοηθήσουμε τις εταιρείες μας να λειτουργήσουν από κοινού ώστε να επιτύχουν την ανάλογη κλίμακα. Οι κοινές ευρωπαϊκές προμήθειες αντιπροσώπευαν λιγότερο από το ένα πέμπτο των δαπανών για προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού το 2022. Επίσης, δεν ευνοούμε τις ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες. Από τα μέσα του 2022 έως τα μέσα του 2023, το 78% των συνολικών δαπανών για αμυντικές προμήθειες κατευθύνθηκε σε προμηθευτές εκτός ΕΕ, εκ των οποίων το 63% προς τις ΗΠΑ.
Ομοίως, δεν συνεργαζόμαστε αρκετά για την καινοτομία, παρόλο που οι δημόσιες επενδύσεις σε πρωτοποριακές τεχνολογίες απαιτούν μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίων και οι δευτερογενείς επιπτώσεις για όλους είναι σημαντικές. Ο δημόσιος τομέας στην ΕΕ δαπανά για R&D περίπου τόσα όσο και οι ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μόλις το ένα δέκατο αυτών των δαπανών πραγματοποιείται σε επίπεδο ΕΕ.
Τρίτον, η Ευρώπη δεν συντονίζεται εκεί που έχει σημασία.
Οι βιομηχανικές στρατηγικές σήμερα, όπως φαίνεται στις ΗΠΑ και την Κίνα, συνδυάζουν πολλαπλές πολιτικές, που κυμαίνονται από δημοσιονομικές πολιτικές για την ενθάρρυνση της εγχώριας παραγωγής, εμπορικές πολιτικές για τιμωρία συμπεριφορών που εμποδίζουν τον ανταγωνισμό, μέχρι εξωτερικές οικονομικές πολιτικές για διασφάλιση των αλυσίδων εφοδιασμού.
Στο πλαίσιο της ΕΕ, η σύνδεση πολιτικών σε αυτό το επίπεδο απαιτεί υψηλό βαθμό συντονισμού μεταξύ των προσπαθειών των χωρών μελών και της ΕΕ. Όμως, λόγω της αργής και αποσπασματικής διαδικασίας χάραξης πολιτικής, η ΕΕ είναι λιγότερο ικανή να δώσει μια τέτοια απάντηση.
Οι κανόνες λήψης αποφάσεων της Ευρώπης ουσιαστικά δεν έχουν εξελιχθεί καθώς η ΕΕ έχει διευρυνθεί και καθώς το παγκόσμιο περιβάλλον που αντιμετωπίζουμε έχει γίνει πιο εχθρικό και πολύπλοκο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως ανά θέμα και στην πορεία υπάρχουν πολλοί παίκτες με δικαίωμα βέτο.
Το αποτέλεσμα είναι μια νομοθετική διαδικασία με μέσο χρόνο 19 μηνών για να συμφωνηθούν νέοι νόμοι, από την πρόταση της Επιτροπής έως την υπογραφή της εγκριθείσας πράξης, και πριν ακόμη οι νέοι νόμοι εφαρμοστούν σε όλα τα κράτη μέλη.
Ο στόχος αυτής της έκθεσης είναι να χαράξει μια νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη ώστε να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια.
Εντοπίζουμε τις βαθύτερες αιτίες της αποδυνάμωσης της θέσης της ΕΕ σε βασικούς στρατηγικούς τομείς και διατυπώνουμε μια σειρά προτάσεων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικής ισχύος της ΕΕ. Για κάθε τομέα που αναλύουμε, εντοπίζουμε προτάσεις βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων. Με άλλα λόγια, αυτές οι προτάσεις δεν προορίζονται να είναι απλές φιλοδοξίες: οι περισσότερες από αυτές έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να εφαρμοστούν γρήγορα και να κάνουν απτή διαφορά στις προοπτικές της ΕΕ.
Σε πολλούς τομείς, η ΕΕ μπορεί να επιτύχει πολλά κάνοντας πολλά μικρότερα βήματα, αλλά με συντονισμένο τρόπο που ευθυγραμμίζει όλες τις πολιτικές πίσω από τον κοινό στόχο. Σε άλλους τομείς, απαιτείται ένας μικρός αριθμός μεγαλύτερων βημάτων. Ανάθεση σε επίπεδο ΕΕ των καθηκόντων που μπορούν να εκτελεστούν μόνο εκεί. Σε άλλους τομείς, η ΕΕ θα πρέπει να υποχωρήσει, εφαρμόζοντας πιο αυστηρά την αρχή της επικουρικότητας και μειώνοντας το ρυθμιστικό φόρτο που επιβάλλει στις εταιρείες της ΕΕ.
Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα πρέπει η ΕΕ να χρηματοδοτήσει τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες που θα συνεπάγεται ο μετασχηματισμός της οικονομίας. Σε αυτήν την έκθεση παρουσιάζουμε προσομοιώσεις για να αντιμετωπίσουμε αυτό το ερώτημα. Δύο βασικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν για την ΕΕ.
Πρώτον, ενώ η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει με την Ένωση Κεφαλαιαγορών, ο ιδιωτικός τομέας δεν θα μπορέσει, χωρίς τη στήριξη του δημόσιου τομέα, να αναλάβει τη μερίδα του λέοντος στη χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Δεύτερον, όσο πιο πρόθυμη είναι η ΕΕ να μεταρρυθμίσει τον εαυτό της για να αυξήσει την παραγωγικότητα, τόσο περισσότερο θα αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος και τόσο πιο εύκολο θα είναι για τον δημόσιο τομέα να παράσχει αυτή τη στήριξη.
Αυτή η σύνδεση δείχνει γιατί είναι θεμελιώδης η αύξηση της παραγωγικότητας. Έχει επίσης επιπτώσεις στην έκδοση κοινών ασφαλών περιουσιακών στοιχείων. Για να μεγιστοποιηθεί η παραγωγικότητα, θα χρειαστεί κάποια κοινή χρηματοδότηση για επενδύσεις σε βασικά ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά, όπως η πρωτοποριακή καινοτομία.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν και άλλα δημόσια αγαθά τα οποία προσδιορίζονται σε αυτήν την έκθεση, όπως οι αμυντικές προμήθειες ή τα διασυνοριακά δίκτυα, που χωρίς κοινή δράση θα βρίσκονται σε ανεπάρκεια. Εάν πληρούνται οι πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις, αυτά τα έργα θα απαιτούσαν επίσης κοινή χρηματοδότηση.
Αυτή η έκθεση βγαίνει σε μια δύσκολη στιγμή για την ήπειρό μας.
Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ψευδαίσθηση ότι η συναίνεση μπορεί να διατηρηθεί μόνο με αναβλητικότητα. Στην πραγματικότητα, η αναβλητικότητα οδήγησε μόνο σε πιο αργή ανάπτυξη και σίγουρα δεν έχει επιτύχει μεγαλύτερη συναίνεση. Φτάσαμε στο σημείο όπου, χωρίς δράση, θα πρέπει να θέσουμε σε κίνδυνο είτε την ευημερία μας, το περιβάλλον μας ή την ελευθερία μας.
Για να πετύχει η στρατηγική που περιγράφεται σε αυτήν την έκθεση, πρέπει να ξεκινήσουμε με μια κοινή αξιολόγηση για το πού βρισκόμαστε, τους στόχους στους οποίους θέλουμε να δώσουμε προτεραιότητα, τους κινδύνους που θέλουμε να αποφύγουμε και τους συμβιβασμούς που είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε.
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα δημοκρατικά εκλεγμένα θεσμικά μας όργανα βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων. Οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να είναι πραγματικά φιλόδοξες και βιώσιμες μόνο εάν απολαμβάνουν δημοκρατικής υποστήριξης.
Και πρέπει να υιοθετήσουμε μια νέα στάση απέναντι στη συνεργασία: στην άρση των εμποδίων, στην εναρμόνιση κανόνων και νόμων και στο συντονισμό των πολιτικών. Υπάρχουν διαφορετικοί αστερισμοί (δράσης) στους οποίους μπορούμε να προχωρήσουμε. Αυτό, όμως, που δεν μπορούμε να κάνουμε, είναι να μην προχωρήσουμε καθόλου.
Πρέπει να έχουμε ισχυρή πεποίθηση ότι θα πετύχουμε να προχωρήσουμε. Ποτέ στο παρελθόν η κλίμακα των χωρών μας δεν φαινόταν τόσο μικρή και ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος των προκλήσεων. Και έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η αυτοσυντήρηση μας ήταν τόσο κοινό μας μέλημα. Οι λόγοι για μια ενιαία απάντηση δεν ήταν ποτέ τόσο επιτακτικοί – και στην ενότητά μας θα βρούμε τη δύναμη να μεταρρυθμιστούμε.