Ν. Μακρής(ΕΛΨΕ): Η κοινωνική απομόνωση και η οικονομική αβεβαιότητα, λειτουργούν ως επιταχυντές της ψυχολογικής κατάρρευσης

 Ν. Μακρής(ΕΛΨΕ): Η κοινωνική απομόνωση και η οικονομική αβεβαιότητα, λειτουργούν ως επιταχυντές της ψυχολογικής κατάρρευσης

Ο Νικόλαος Μακρής είναι καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ). Στη συνέντευξή του στο Enter, μιλά για όσα συμβαίνουν στο πεδίο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, περιγράφει τα προβλήματα που κυριαρχούν στους νέους και στους ηλικιωμένους που κυριεύονται από το στρες και την ανασφάλεια, ενώ μιλά και για την αναγκαιότητα να παρεμβαίνει δημόσια η ΕΛΨΕ, για να ενημερώνονται υπεύθυνα και με τεκμηρίωση οι πολίτες.

Όπως χαρακτηριστικά λέει:

·       «Η χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας αυξήθηκε κατά 20% την τελευταία δεκαετία», καθώς «οι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια για μια ευρύτερη γκάμα ζητημάτων, από την αντιμετώπιση σοβαρών ψυχικών διαταραχών μέχρι τη διαχείριση καθημερινών στρεσογόνων παραγόντων».

·       «Οι νέοι αντιμετωπίζουν προβλήματα αβεβαιότητας και ρευστότητας στις κοινωνικές συνθήκες, όπως πόλεμοι παγκόσμιας ορατότητας, ανεργία, οικονομική αβεβαιότητα, εξαιτίας των οποίων δυσκολεύονται να οραματιστούν και να προγραμματίσουν το μέλλον τους».

·        Οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν μοναξιά, απώλεια αγαπημένων προσώπων,  μείωση της σωματικής και ψυχικής υγείας, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες.

·       Η μεγάλη επιτάχυνση της ζωής, το πολυπληροφοριακό περιβάλλον, η πίεση από την εργασία και τις σπουδές είναι από τις αιτίες άγχους στην Ελλάδα.

Αναφέρεται ωστόσο και στον ρόλο που μπορεί να παίξει η επιστημονική κοινότητα στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Η ΕΛΨΕ, καθώς και άλλοι επιστημονικοί φορείς, θα πρέπει να παρεμβαίνουν συχνότερα σε σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν, όπως ο ρατσισμός, η διαφορετικότητα και η παραπληροφόρηση.

Συνέντευξη

Κύριε καθηγητά πολλοί άνθρωποι τα τελευταία χρόνια αναζητούν βοήθεια από ψυχολόγους για να λύσουν μια σειρά από προβλήματα, προσωπικά ή οικογενειακά. Υπάρχουν στοιχεία για το αν έχει αυξηθεί και πόσο, ο αριθμός των ανθρώπων που ζητούν  υποστήριξη;

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σημαντική αύξηση στον αριθμό των ατόμων που αναζητούν υποστήριξη από ψυχολόγους, αλλά και γενικότερα από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, για να διαχειριστούν προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα και στην Ελλάδα. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για αυτή την αύξηση. Αρχικά, η κοινωνική αποδοχή και κατανόηση της ψυχικής υγείας έχει βελτιωθεί, οδηγώντας περισσότερους ανθρώπους να ζητούν βοήθεια χωρίς το στίγμα που υπήρχε στο παρελθόν. Επιπλέον, οι προκλήσεις της σύγχρονης ζωής, όπως το άγχος, η οικονομική αβεβαιότητα -συνδεδεμένη με την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009-, η πανδημία COVID-19, αλλά και άλλες κοινωνικές κρίσεις σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο έχουν ενισχύσει την ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη.

Όσον αφορά τα στατιστικά στοιχεία, υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι ο αριθμός των ατόμων που αναζητούν ψυχολογική βοήθεια στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας αυξήθηκε κατά 20% την τελευταία δεκαετία. Η αύξηση αυτή δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, καθώς οι άνθρωποι αναζητούν βοήθεια για μια ευρύτερη γκάμα ζητημάτων, από την αντιμετώπιση σοβαρών ψυχικών διαταραχών μέχρι τη διαχείριση καθημερινών στρεσογόνων παραγόντων και τη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, με την πανδημία του COVID-19, η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη έγινε πιο έντονη, καθώς πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης και οικονομικής αβεβαιότητας.

-Ποιοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης οι νέοι ή οι ηλικιωμένοι;

Η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη είναι σημαντική τόσο για τους νέους όσο και για τους ηλικιωμένους, αλλά οι λόγοι και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν διαφέρουν μεταξύ των δύο αυτών ομάδων.

Οι νέοι, ιδιαίτερα οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες, βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με μια σειρά από προκλήσεις που σχετίζονται με την προσαρμογή τους στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου. Το άγχος των εξετάσεων, η πίεση για ακαδημαϊκή και επαγγελματική επιτυχία, οι σχέσεις με τους συνομηλίκους και τα ζητήματα ταυτότητας είναι μερικά από τα κοινά προβλήματα που μπορεί να τους οδηγήσουν στην αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης. Επιπλέον, οι νέοι σήμερα αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις, όπως η χρήση των κοινωνικών δικτύων, η οποία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την αυτοεκτίμηση και την ψυχική τους υγεία. Παράλληλα, έρευνες δείχνουν ότι οι νέοι αντιμετωπίζουν προβλήματα αβεβαιότητας και ρευστότητας στις κοινωνικές συνθήκες, όπως πόλεμοι παγκόσμιας ορατότητας, ανεργία, οικονομική αβεβαιότητα, εξαιτίας των οποίων δυσκολεύονται να οραματιστούν και να προγραμματίσουν το μέλλον τους. Από την άλλη πλευρά, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν δικές τους μοναδικές προκλήσεις. Η μοναξιά, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η μείωση της σωματικής και ψυχικής υγείας, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες, είναι μερικά από τα ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία αυτής της ομάδας. Επίσης, οι ηλικιωμένοι μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής σε αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, όπως η συνταξιοδότηση και η απώλεια κοινωνικών ρόλων. Είναι δύσκολο να πούμε ποια από τις δύο ομάδες έχει μεγαλύτερη ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη, καθώς οι ανάγκες είναι διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές. Η ψυχολογική υποστήριξη πρέπει να προσαρμόζεται στις ειδικές ανάγκες κάθε ηλικιακής ομάδας και να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε άτομο. Και, φυσικά, η Πολιτεία έχει την ευθύνη να δημιουργεί δομές που θα υποστηρίζουν τους πολίτες, ανεξαρτήτως ηλικίας, στα προβλήματα που αυτοί αντιμετωπίζουν. Η χώρα μας, δυστυχώς υπολείπεται ως προς αυτό.

Υπάρχει κάποιο ζήτημα που απασχολεί τους περισσότερους; Κάποιο κοινό πρόβλημα ας πούμε;

Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, υπάρχουν διάφορα ζητήματα που απασχολούν τους περισσότερους ανθρώπους, και πολλά από αυτά έχουν κοινές ρίζες. Μερικά από τα πιο συχνά αναφερόμενα προβλήματα αφορούν, κυρίως, στο  άγχος και την κατάθλιψη. Πρόκειται για δύο  από τα πιο κοινά προβλήματα ψυχικής υγείας στην Ελλάδα. Η πανδημία COVID-19 έχει εντείνει αυτά τα προβλήματα, καθώς η αβεβαιότητα, ο φόβος της ασθένειας, η κοινωνική απομόνωση και οι οικονομικές δυσκολίες έχουν αυξήσει τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης. Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα, καθώς και οι συνεχιζόμενες προκλήσεις στην αγορά εργασίας, έχουν προκαλέσει σημαντική οικονομική ανασφάλεια. Η ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, παραμένει υψηλή, με την ΕΛΣΤΑΤ να αναφέρει ποσοστό ανεργίας περίπου 30% για την ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών. Η οικονομική ανασφάλεια οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα στρες και άγχους. Πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, είτε αυτές είναι οικογενειακές, φιλικές ή ερωτικές. Η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και η μοναξιά είναι κοινά προβλήματα, ειδικά σε αστικά περιβάλλοντα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, όπου οι κοινωνικοί δεσμοί μπορεί να είναι πιο χαλαροίΗ μεγάλη επιτάχυνση της ζωής, το πολυπληροφοριακό περιβάλλον, η πίεση από την εργασία και τις σπουδές είναι από τις αιτίες άγχους στην Ελλάδα. Οι απαιτήσεις για υψηλή απόδοση, οι υπερωρίες και η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής συμβάλλουν στην αύξηση του στρες. Η σωματική υγεία συνδέεται στενά με την ψυχική υγεία. Οι χρόνιες ασθένειες, οι πόνοι και τα προβλήματα υγείας επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική ευεξία. Επιπλέον, η πανδημία έχει επιδεινώσει τις συνθήκες για άτομα με προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας, αυξάνοντας την ανάγκη για ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε αυτές τις κοινές ανησυχίες που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία και να αναζητήσουμε αποτελεσματικές λύσεις και υποστήριξη για να τις αντιμετωπίσουμε. Αυτά τα ζητήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για επαρκή πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης και την ενίσχυση των δομών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα.

Με αφορμή τον νέο νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και λίγο πριν την ψήφισή του, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία παρουσίασε κάποια επιστημονικά δεδομένα σε σχέση με την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, ανατρέποντας προκαταλήψεις και ιδέες που ακόμη και σήμερα κυριαρχούν στην κοινωνία. Μήπως η ΕΛΨΕ, θα έπρεπε να παρεμβαίνει συχνότερα με αφορμή πολλά σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν; Ζητήματα που σχετίζονται με τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα κάθε είδους; Να ενημερώνονται υπεύθυνα οι πολίτες και να μη γίνονται θύματα των fake news;

Πράγματι, παλαιότερη παρέμβαση της ΕΛΨΕ σχετικά με την συνεπιμέλεια, αλλά και η πρόσφατη, στην οποία αναφέρεστε, σχετικά  με την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια και η παρουσίαση επιστημονικών δεδομένων που ανατρέπουν προκαταλήψεις και ιδέες είναι εξαιρετικά σημαντική. Αυτό δείχνει τον ουσιαστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η επιστημονική κοινότητα στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.  Η ΕΛΨΕ, καθώς και άλλοι επιστημονικοί φορείς, θα πρέπει να παρεμβαίνουν συχνότερα σε σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν, όπως ο ρατσισμός, η διαφορετικότητα και η παραπληροφόρηση. Η ανάγκη για επιστημονική ενημέρωση και υπεύθυνη πληροφόρηση των πολιτών είναι επιτακτική σε μια εποχή που οι ψευδείς ειδήσεις και η παραπληροφόρηση διαδίδονται με μεγάλη ταχύτητα. Η ΕΛΨΕ δρα ενεργά για την καταπολέμηση των διακρίσεων και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής μέσω διαφόρων πρωτοβουλιών: διοργανώνει συνέδρια, ημερίδες, διαδικτυακά σεμινάρια που απευθύνονται όχι μόνο σε ειδικευμένους, αλλά και στο ευρύ κοινό, με στόχο την ενίσχυση της κατανόησης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Μέλη της ΕΛΨΕ έχουν συνεργαστεί ενεργά με μέσα μαζικής ενημέρωσης και φορείς, προσφέροντας επιστημονικά τεκμηριωμένες απόψεις και διευκρινίζοντας θέματα διαφορετικότητας μέσω συνεντεύξεων και άρθρων. Αυτές οι δράσεις ενισχύουν τη θέση της ΕΛΨΕ ως αξιόπιστης πηγής πληροφοριών για τους πολίτες και τους δημοσιογράφους, ενισχύοντας την κοινωνική ευαισθητοποίηση και προάγοντας μια δίκαιη και ενημερωμένη κοινωνία. Φυσικά, πολλά ακόμη μπορούν να γίνουν για να ενισχυθεί η δράση της ΕΛΨΕ στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων και της προώθησης της κοινωνικής συνοχής. Συνεχίζουμε να αναζητούμε καινοτόμες προσεγγίσεις και να αναπτύσσουμε πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τη δράση μας σε αυτούς τους σημαντικούς τομείς.

-Η οικονομική κρίση επηρέασε πολλούς ανθρώπους καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολλά σοβαρά προβλήματα. Η πανδημία που είχε αποτέλεσμα τον εγκλεισμό ανέδειξε άλλους είδους ζητήματα. Που βρισκόμαστε σήμερα; Μήπως έχουμε ανάγκη από μια «ομαδική θεραπεία»; Για να καταφέρουμε να ανταπεξέλθουμε στην βαριά καθημερινότητα;

Θα παράφραζα την ερώτησή σας, λέγοντας ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι «ομαδική θεραπεία», αλλά «ομαδικώς στήριξη»! Με την έννοια ότι πάρα πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι είναι κοινά, αλλά οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι εάν δεν διευθετηθούν στο επίπεδο της κοινωνίας τα προβλήματα θα συνεχίζονται. Παραδείγματος χάριν, αποδεδειγμένα η παρατεταμένη ανεργία είναι παράγοντας που πυροδοτεί την κατάθλιψη. Αλλά αν συστήσουμε κάποια ψυχολογική θεραπεία γι’ αυτό -είτε ατομική είτε ομαδική- χωρίς να διευθετήσουμε τους εξωγενείς παράγοντες που συμβάλουν στο πρόβλημα, απλώς μετατοπίζουμε το ζήτημα από κάτι κοινωνικό και εξωγενές σε ατομικό και ενδογενές. Πώς, λοιπόν, θα επιτευχθεί η «ομαδική στήριξη»; Με συλλογική δράση και κοινωνική συνδρομή, η οποία, μέσω συμμετοχής σε ομάδες αλληλοβοήθειας ή εθελοντικές ομάδες, αλλά και τη διαμόρφωση κοινοτικών προγραμμάτων που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και προσφέρουν υποστήριξη σε άτομα που αντιμετωπίζουν ψυχολογικές δυσκολίες, μπορεί να μειώσει την απομόνωση. Συγκεκριμένα, εκστρατείες ενημέρωσης και εκπαίδευσης που προωθούν την ψυχική υγεία και καταπολεμούν το στίγμα γύρω από τις ψυχικές διαταραχές μπορούν να ενισχύσουν την κατανόηση και την αποδοχή στην κοινωνία. Επιπλέον, εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία και στους εργασιακούς χώρους που διδάσκουν στρατηγικές διαχείρισης του άγχους και της κατάθλιψης είναι ουσιώδης παροχή. Επίσης, η ενίσχυση των δημόσιων κέντρων ψυχικής υγείας και η παροχή προσβάσιμων υπηρεσιών για όλους τους πολίτες, καθώς και η επέκταση των υπηρεσιών τηλεψυχολογίας προκειμένου να παρέχεται υποστήριξη σε άτομα που δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε φυσικά γραφεία, είναι βασικές δράσεις για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας σε κοινοτικό επίπεδο.

Έτσι, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι ΝΑΙ: η σημερινή κατάσταση απαιτεί μια «ομαδική ψυχοθεραπεία», μια συντονισμένη και συλλογική προσπάθεια για την προώθηση της ψυχικής υγείας. Μέσα από την κοινωνική υποστήριξη, την εκπαίδευση, την ενημέρωση και την προσβασιμότητα σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που έχουν επιφέρει η οικονομική κρίση και η πανδημία και να προωθήσουμε τη γενικότερη ψυχική ευημερία μας.

Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα ωστόσο στον επαγγελματικό σας χώρο. Έχει σχέση με ανθρώπους που εμφανίζονται ως «επαγγελματίες ψυχοθεραπευτές», ενώ δεν έχουν ούτε πτυχίο ψυχολογίας ή δηλώνουν «life coaches», δίνοντας συμβουλές σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Αυτό πως αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία αλλά και από  την Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία;

Το ζήτημα των ατόμων που εμφανίζονται ως «επαγγελματίες ψυχοθεραπευτές» ή «life coaches» χωρίς να έχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση και πιστοποίηση είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ατόμων που αναζητούν βοήθεια, καθώς οι μη καταρτισμένοι επαγγελματίες ενδέχεται να προσφέρουν αναποτελεσματικές ή και επιβλαβείς συμβουλές. Μιλώντας για την Πολιτεία, το σοβαρό αυτό ζήτημα θα μπορούσε να  αντιμετωπιστεί με την διαμόρφωση ενός πλήρους ρυθμιστικού πλαισίου για την προστασία του κοινού από μη πιστοποιημένους επαγγελματίες. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να προσδιορίζονται τα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει κανείς για την παροχή ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών, αλλά και γενικότερα υπηρεσιών ψυχολογικής (υπο)στήριξης σε όλα τα πεδία όπου αυτή είναι απαραίτητη. Επίσης, θα πρέπει να ενισχυθούν οι μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου έτσι, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα εκπαίδευσης και ηθικής πρακτικής.

Ως προς τον ρόλο της ΕΛΨΕ, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω, πως, όπως είναι ήδη γνωστό, η ΕΛΨΕ σε συνεργασία με την Ομάδα «Πρωτοβουλία Σύστασης ΝΠΔΔ Ψυχολόγων Ελλάδος», έχει προβεί στη διαμόρφωση  πρότασης σχεδίου νόμου για την σύσταση δημόσιου φορέα οποίος θα αναλάβει τη διαμόρφωση του πλαισίου για το οποίο σας μίλησα, παραπάνω. Η ενέργεια αυτή, παρά τις ισχυρές αντιστάσεις και προκλήσεις που συναντά, προέκυψε αφενός από το γεγονός  ότι το επάγγελμα του/ της Ψυχολόγου είναι θεσμοθετημένο, αλλά ελλιπώς ρυθμισμένο στη χώρα μας, και αφετέρου από την εμφάνιση φαινομένων αντιποίησης του επαγγέλματος τα οποία αυξάνονται διαρκώς. Η από κοινού αυτή ενέργεια υπαγορεύεται από ένα και μόνο κίνητρο, την προάσπιση της ψυχικής ευημερίας των πολιτών, και όχι από οποιοδήποτε άλλο έκδηλο ή άδηλο κίνητρο.

Η ΕΛΨΕ, αν και δεν αποτελεί επαγγελματικό φορέα άμεσης παροχής ψυχολογικών υπηρεσιών γιατί είναι πρωτίστως σωματείο για την προαγωγή της ψυχολογικής έρευνας και διδασκαλίας, έχει τη δυνατότητα να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές και προτάσεις για την ποιότητα και την επαγγελματική ηθική στην παροχή ψυχολογικής (υπο)στήριξης, μέσω των εξειδικευμένων σε αυτά τα αντικείμενα επιτροπών και κλάδων της. Ως επιστημονική εταιρία, μπορεί να συνεργαστεί με επαγγελματικούς φορείς και με τις Αρχές για την καθιέρωση προτύπων και πρακτικών που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου. Μέσω επιστημονικών ερευνών, παροχής εκπαιδευτικών προγραμμάτων και συμβουλευτικής, μπορεί -και ήδη το πράττει- να συμβάλει στην επιμόρφωση και επαγγελματική ανάπτυξη των ψυχολόγων, προωθώντας έτσι την ποιότητα των υπηρεσιών ψυχολογικής (υπο)στήριξης που παρέχονται. Επίσης, στο πλαίσιο παρεμβάσεων- πληροφόρησης του ευρύτερου κοινού, η ΕΛΨΕ έχει χρέος να ενημερώνει για τη σημασία της επιλογής πιστοποιημένων ψυχολόγων και ψυχοθεραπευτών και να οργανώνει εκστρατείες ενημέρωσης που βοηθούν τους πολίτες να αναγνωρίζουν και να αποφεύγουν μη καταρτισμένους επαγγελματίες.

Εσείς είστε καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Το επίπεδο των σπουδών στην Ελλάδα είναι ικανοποιητικό; Λαμβάνοντας υπόψη ότι πτυχία ψυχολογίας απονέμονται και από κολλέγια στην Ελλάδα τι συμβαίνει και τι είναι πιθανόν να ακολουθήσει με την απονομή τίτλων από ιδιωτικά πανεπιστήμια;

Ως καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, μπορώ να πω ότι το επίπεδο των σπουδών στην Ψυχολογία στην Ελλάδα είναι, γενικά, ικανοποιητικό και ανταγωνιστικό. Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια προσφέρουν προγράμματα σπουδών που βασίζονται σε υψηλά διεθνή ακαδημαϊκά πρότυπα, με έμφαση στην θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών. Οι φοιτητές μας εκπαιδεύονται τόσο σε θεωρητικές γνώσεις όσο και σε πρακτικές δεξιότητες, μέσω εργαστηρίων, πρακτικών ασκήσεων και ερευνητικών δραστηριοτήτων.

Η απονομή πτυχίων ψυχολογίας από κολλέγια και ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που προκαλεί συζητήσεις. Αυτά τα ιδρύματα, τα οποία συχνά συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, προσφέρουν προγράμματα σπουδών που υπόκεινται σε διαφορετικά πρότυπα ποιότητας και αξιολόγησης από αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων. Θα πρέπει να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, τα, σε πολλές περιπτώσεις τριετή, πτυχία που λαμβάνουν οι απόφοιτοι αυτών των κολλεγίων τυγχάνουν επαγγελματικής ισοδυναμίας, γεγονός που συνεπάγεται τη δυνατότητα λήψης Άδειας Άσκησης Επαγγέλματος από τις Δ/σεις Επαγγελμάτων Υγείας των Περιφερειών, αλλά όχι ακαδημαϊκής ισοδυναμίας. Η αναγνώριση των πτυχίων από ιδιωτικά πανεπιστήμια και κολλέγια είναι ένα ζήτημα που πιθανότατα θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Η Πολιτεία θα πρέπει να καθορίσει σαφή κριτήρια και διαδικασίες για την αξιολόγηση και την αναγνώριση αυτών των τίτλων σπουδών, σε όλα τα επίπεδα (επαγγελματικό και ακαδημαϊκό), με απώτερο στόχο όλα τα προγράμματα σπουδών να προσαρμοστούν και να ευθυγραμμιστούν με τα διεθνή κοινά πρότυπα και απαιτήσεις, ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια και η ποιότητα της εκπαίδευσης των μελλοντικών ψυχολόγων. Με άλλα λόγια, στη χώρα μας χρειάζεται πλήρης ρύθμιση όχι η άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου, αλλά και η βασική εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των ψυχολόγων. Αυτή η ρύθμιση είναι ιδιαιτέρως σημαντική από τη στιγμή που λειτουργούν πλέον ιδιωτικά κολέγια και πανεπιστήμια στη χώρα. Η διασφάλιση αυτής της ρύθμισης είναι κρίσιμη για την παροχή αποτελεσματικών και ασφαλών υπηρεσιών στην ελληνική κοινωνία.

Σχετικά Άρθρα