Κέντρο ή στροφή στα δεξιά;- Το παραπλανητικό ερώτημα, ο ανασχηματισμός, και η ανάγκη για “γείωση” και αλλαγή πολιτικής
Η δεύτερη ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος έρχεται να απαντήσει στο “υπαρξιακό” ερώτημα που υφέρπει στις συζητήσεις μεταξύ κυβερνητικών στελεχών όπως και στο επιτελείο του Μαξίμου. Επιμονή στο κέντρο ή στροφή προς τα δεξιά; Τι δείχνουν, όμως, τα στοιχεία από τα exit polls.
Η συσπείρωση της ΝΔ ήταν πρωτοφανώς χαμηλή, μόλις στο 70,1% και το κυβερνών κόμμα κατέγραψε διαρροές προς όλες τις κατευθύνσεις. Ειδικότερα, ψηφοφόροι της ΝΔ κατευθύνθηκαν προς:
- Άλλο κόμμα: 7,8%
- Ελληνική Λύση: 5,3%
- ΠΑΣΟΚ: 4,9%
- Φωνή Λογικής: 3,7%
- ΣΥΡΙΖΑ: 3,6%
- Νίκη: 2,6%
- Δημοκράτες: 2%
Δηλαδή, χονδρικά, όσοι έφυγαν προς τον Κυριάκο Βελόπουλο έφυγαν και προς το ΠΑΣΟΚ, όσοι επέλεξαν την θαυμάστρια της Λεπέν και της Μελόνι Αφροδίτη Λατινοπούλου προτίμησαν αυτή τη φορά να ψηφίσουν τον Στέφανο Κασσελάκη, όσοι “μαγνητίστηκαν” από τον Δημήτρη Νατσιό προτίμησαν και τον Ανδρέα Λοβέρδο. Το δε περίπου 8% των ψηφοφόρων του Ιουνίου του ’23 διεσπάρησαν σε άλλα μικρά κόμματα. Πρώτο συμπέρασμα, 1.000.000 ψηφοφόροι της Ν.Δ στις προ έτους βουλευτικές εκλογές δεν την επέλεξαν αυτή τη φορά, και, δεύτερο ότι ακόμα και για τους κατά τεκμήριο συνεπέστερους ιδεολογικοπολιτικά συντηρητικούς ψηφοφόρους δεν υπάρχουν πιά κομματικά σύνορα. Μπορούν εύκολα να μετακινηθούν σε όλο το φάσμα από την υπερδεξιά -ή και ακροδεξιά- έως το κέντρο και την κεντροαριστερά.
Ως εκ τούτων, το ερώτημα της εισαγωγής που απασχολεί το επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος μικρή αξία έχει. Διότι, μία στροφή προς τα δεξιά μπορεί να απελευθερώσει ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων προς το κέντρο (που θα έχει εγκαταλειφθεί), μία ακόμα μεγαλύτερο επιμονή στο δεύτερο είναι πιθανό να προκαλέσει εντονότερη εσωτερική μετανάστευση προς το νέο (αν και κατακερματισμένο) πόλο που αναπτύσσεται στα δεξιά της Ν.Δ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ωστόσο, πιστώνεται ότι απέκτησε πολιτική ηγεμονία και κέρδισε σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, φτάνοντας την παράταξή του στο 41%, επειδή έκανε την μεγάλη διεύρυνση προς το κέντρο και ενσωμάτωσε σημαντικά τμήματα από τον χώρο που είχαν καταλάβει τα προηγούμενα χρόνια το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Αυτοί (κάποιοι χαρακτηρίστηκαν ως “ακραίο κέντρο”) συγκρότησαν, άλλωστε, και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που αποτέλεσε τη λυδία λίθο για την σαρωτική επικράτησή του από το 2019 και μετά έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Ίσως ένα λάθος να ήταν πως αυτή διεύρυνση οδήγησε στην υπερβολική εκπροσώπηση αυτού του πολιτικού προσωπικού στην κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό, σε βαθμό που αυτό εξόργισε την παραδοσιακή βάση του κόμματος, την κοινοβουλευτική ομάδα και τις εσωτερικές ομάδες επιρροής. Όσο αυτή η διεύρυνση συνδυαζόταν με πολιτική κυριαρχία και νομή της εξουσίας, οι αντιδράσεις ήταν ελεγχόμενες, η δε απουσία σοβαρού κινδύνου από την συντετριμμένη εκλογικά αντιπολίτευση επέτρεπε στον πρωθυπουργό μεγάλη ευχέρεια κινήσεων. Το 28% της Κυριακής, όμως, αλλάζει αρκετά τα πράγματα.
Ακόμα κι αν ακολουθεί μία τριετής περίοδος εκλογικής αγρανάπαυσης και η αντιπολίτευση συνεχίζει να ομφαλοσκοπεί, οι πολιτικές εξελίξεις μπορεί να είναι απροσδόκητες και ο χρόνος των εθνικών εκλογών να είναι πιό κοντά απ΄ ότι πιστεύουν οι περισσότεροι. Παρότι δεν υπάρχει πολιτική αναλογία, το παράδειγμα του Εμανουέλ Μακρόν που προτίμησε να ρίξει την ριψοκίνδυνη ζαριά των πρόωρων εκλογών απέναντι στην επελαύνουσα Μαρίν Λεπέν, ή η ασφυκτική πίεση που δέχεται πλέον ο καταρρέων συνασπισμός του Όλαφ Σολτς στη Γερμανία, δημιουργούν ένα πιεστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Το δε άθροισμα του 18% στα δεξιά της Ν.Δ, αν και δεν διαθέτει ενοποιητικά στοιχεία και κάποια ελκυστική προσωπικότητα με χαρακτηριστικά κυβερνησιμότητας, είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πιέσεις με την μομφή ότι “εγκαταλείπονται τα πολιτικά ιδανικά της παράταξης”.
Το ερώτημα είναι εάν οι 1.000.000 ψηφοφόροι της Ν.Δ, που είτε έμειναν στο σπίτι, είτε προτίμησαν άλλες εκλογικές επιλογές, μπορούν να επιστρέψουν.
Θεωρητικά κάτι τέτοιο είναι από αρκετά έως πολύ πιθανό. Η απάντηση, όμως, δεν φαίνεται να είναι η στροφή προς τα δεξιά ή η ακόμα μεγαλύτερη επιμονή στο κέντρο, καθώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάσαμε, η “απόδραση” ψηφοφόρων έγινε και προς τις δύο κατευθύνσεις. Η απάντηση ίσως είναι τελικά η γείωση της κυβέρνησης στην κοινωνία και την καθημερινότητα. Οι πολίτες ζητούν από την (κάθε) κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους και την αίσθηση ότι νοιάζεται γι αυτούς. Αυτό είναι κυρίως που έχασε εδώ και καιρό η κυβέρνηση.
Tα στοιχεία από την “διασπορά” του εκλογικού αποτελέσματος (exit poll) σε κατηγορίες ψηφοφόρων, μάλλον επιβεβαιώνει τα παραπάνω: Στους αγρότες, για παράδειγμα, από το 43,3% (2023) έπεσε στο 28,1%. Στους νέους έχασε 17 μονάδες. Και στους ελεύθερους επαγγελματίες έπεσε από το 44,5% στο 28,4%. Στους συνταξιούχους και στα νοικοκυριά έχασε 11 και 12 μονάδες αντίστοιχα. Τι φταίει; Μα, φυσικά, οι πολιτικές της κυβέρνησης στους συγκεκριμένους τομείς. Εάν, λοιπόν, αλλάξουν τα πρόσωπα αλλά συνεχιστούν οι πολιτικές, τι θα αλλάξει;
Κάποιοι αναζητούν την αιτία για τις απώλειες ψηφοφόρων στην επιλογή για την ισότητα στον γάμο. Αυτό εν μέρει είναι σωστό, καθώς το λεγόμενο ταυτοτικό ζήτημα για την συντηρητική βάση της παράταξης μπορεί να διεγείρει αντιδράσεις, όμως μάλλον επηρέασε περισσότερο (ως προς την μετακίνηση ψηφοφόρων προς τα δεξιά) επειδή συνδυάστηκε με την εκρηκτική ακρίβεια, την φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, τις σοβαρές κυβερνητικές αστοχίες και την αλαζονεία αρκετών κυβερνητικών στελεχών. Εάν δεν αντιμετωπισθούν όλα αυτά, εάν, δηλαδή, δεν δωθεί άμεσα σήμα αλλαγής πολιτικής και ύφους εξουσίας, κανένας ανασχηματισμός δεν θα ανακόψει την φθορά. Κι ακόμα κι αν δεν υπάρχει ακόμα ισχυρή και συγκροτημένη αξιωματική αντιπολίτευση, η οργή και η παραίτηση δημιουργούν εκρηκτικό μείγμα που είναι θέμα χρόνου να ξεσπάσει.