“Νικιέται εύκολα ο Μητσοτάκης;”- Ο πήχης, το μετά, και τι θα μπορούσε να ανατρέψει τα πράγματα
Ας δεχτούμε ως βάση συζήτησης ότι οι τελευταίες μετρήσεις αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό την τάση κι’ αυτή είναι πιθανό να επιβεβαιωθεί στις κάλπες της 9ης Ιουνίου. Η Ν.Δ θα συγκεντρώσει ποσοστό λίγο πάνω, ή λίγο κάτω από το 33% και θα συγκρίνει εαυτόν με το ίδιο ποσοστό στις ευρωεκλογές του 2019- επ΄ αυτού θα εξηγήσουμε παρά κάτω-, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ θα πλησιάσει ή θα ξεπεράσει το 17%+ των τελευταίων εθνικών εκλογών- και δικαιούται να επιχαίρει μετά από μία διάσπαση και πολλούς μήνες εσωστρέφειας– και το ΠΑΣΟΚ θα αγωνιστεί μέχρις εσχάτων για τη δεύτερη θέση (με μάλλον μικρές πιθανότητες σύμφωνα με τις πρόσφατες “φωτογραφίες της στιγμής”) και εν τέλει θα κινηθεί περίπου στο ποσοστό που έλαβε πέρυσι.
Τα δύο επιπλέον στοιχεία που μένει να δούμε πως θα αποτυπωθούν στις κάλπες είναι: α. το ποσοστό της αποχής (ο …ελέφαντας στο δωμάτιο), β. το ποσοστό και η σειρά κατάταξης της “Ελληνικής Λύσης” και το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ. Δεν εξαιρώ σκοπίμως την τελική επίδοση του ΚΚΕ (που θα είναι σημαντικά βελτιωμένη), απλώς ενώ θα επιδράσει στην ένταση της δράσης των κινημάτων (ΠΑΜΕ) είναι μάλλον δύσκολο επηρεάσει τους πολιτικούς/ κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.
Εάν είναι αυτή η “μεγάλη εικόνα” την επόμενη μέρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ναι μεν θα έχει απωλέσει δυνάμεις από την προ έτους εθνική αναμέτρηση, δεν θα έχει χάσει, ωστόσο, την πρωτοβουλία των κινήσεων και, αναμφίβολα, δεν θα έχει διακυβευθεί ο πήχης της πολιτικής σταθερότητας που έθεσε ο ίδιος. Ο,τιδήποτε βεβαίως αρκετά κάτω από το 33% θα προκαλέσει συζητήσεις, ακόμα και εσωστρέφεια, και θα ενισχύσει τον ρόλο κορυφαίων παραγόντων της δεξιάς, όπως και γκρίνιες στην κοινοβουλευτική ομάδα, σχετικά με το προφίλ διακυβέρνησης και το άνοιγμα προς το κέντρο.
Η Ν.Δ κάνει ευφυώς τον εξής υπολογισμό: θα συγκρίνει το ποσοστό των ευρωεκλογών με το αντίστοιχο του 2019. Τότε, όμως, ήταν σε αναμονή ανάληψης της διακυβέρνησης, επελαύνουσα, υποβοηθούμενη από ένα σκληρό αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με χαρακτηριστικά ρεύματος, και επιπλέον αξιοποίησε την βολική συνύπαρξη της ευρω-αναμέτρησης με αυτή των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση. Κάτι που ενίσχυσε την συσπείρωσή της και περιόρισε την αποχή. Τώρα είναι μία κυβέρνηση με μία πενταετία στην πλάτη της, με μία ογκούμενη κοινωνική αντιπολίτευση, με εμφανή την μεταρρυθμιστική της κόπωση και με ανοιχτά πολλά μέτωπα. Παίζει, βεβαίως, “εν ου παικτοίς”, χωρίς, δηλαδή, ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, ωστόσο ακόμα και ο κακός εαυτός της (όπως και ο δημοσκοπικός “Κανένας”) μπορεί να αποδειχτεί ισχυρός αντίπαλος.
Το ερώτημα που προκύπτει σε πολλούς είναι εάν με αυτή την εικόνα “νικιέται εύκολα ο Μητσοτάκης;” στις επόμενες εθνικές εκλογές, οι οποίες παρότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός λέει πως θα διεξαχθούν στο τέλος της θητείας του, το 2027, ουδείς μπορεί να του απαγορεύσει να πραγματοποιήσει έναν εκλογικό αιφνιδιασμό σε χρόνο που εκείνος θα κρίνει καταλληλότερο για τον ίδιο.
Η λογική απάντηση είναι πως “όχι”. Κι αυτό διότι, απέναντι σε μία κοινωνία σε αναβρασμό και δυσαρέσκεια, η ΝΔ μπορεί ακόμα να αντιτάξει την απουσία εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης σε ένα πολυκερματισμένο πολιτικό σκηνικό. Εφόσον, λοιπόν, διαχειριστεί μέτρια, έστω, αυτή την απουσία –και υπό το πρίσμα ότι δεν θα συμβούν πολύ σοβαρές κοινωνικές εξελίξεις, ή τραγικά γεγονότα, που θα επισσωρευτούν σε όσα έχουν συμβεί (Τέμπη, δικαστικές αποφάσεις για το Μάτι κ.ά)- ο πολιτικός διάδρομος Μητσοτάκη είναι ακανθώδης αλλά σχετικά βατός.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς αυτή τη στιγμή (με το περιθώριο σφάλματος που έχει κάθε λογική προσέγγιση σε έναν παράλογο κόσμο) ότι ο δεύτερος ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μπορεί να οργανώσει και να εμπνεύσει ένα μαζικό ρεύμα ανατροπής σε ορατό χρόνο. Θεωρητικά, αυτό που θα μπορούσε να φοβίζει τον πρωθυπουργό είναι η συγκρότηση ενός φρέσκου και δυναμικού μπλοκ πολιτικών δυνάμεων στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς. Επ΄ αυτού παραπέμπω στην άλλη ανάλυση (εδώ) και στην γνωστή παροιμία “όλα του γάμου δύσκολα”...