Βόρεια Μακεδονία: Γιατί είναι αφελές να χαίρονται κάποιοι με τη νίκη των εθνικιστών και την πιθανή ακύρωση των Πρεσπών…
Μετά τη σαρωτική νίκη των εθνικιστών του VMRO-DPMNE στη “Βόρεια Μακεδονία” καλό θα ήταν η εσωτερική πολιτική σκηνή να προβληματιστεί εάν αυτό είναι μία θετική ή μία αρνητική εξέλιξη ως προς τα συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή των δυτικών Βαλκανίων και ευρύτερα. Και όχι να χαίρονται -κρυφά ή φανερά- ορισμένοι προεξοφλώντας τον θάνατο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση και την ελληνική διπλωματία και επ΄ αυτού έχει δίκιο ο πρώην υπουργός Εξωτερικών (και “αρχιτέκτονας” της συμφωνίας) Νίκος Κοτζιάς όταν λέει πως η Ελλάδα πρέπει να την υπερασπιστεί.
Κατ’ αρχάς, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι. Όσα ειπώθηκαν προεκλογικά από τον αρχηγό του VMRO Κριστιάν Μιτσκόσκι –και αυριανό πρωθυπουργό με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα και εφόσον σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού με το μπλοκ μικρών αλβανικών κομμάτων– για ακύρωση της συμφωνίας και αλλαγή του προσανατολισμού της χώρας μπορεί να αποδειχθούν, τελικά, έπεα πτερόεντα. Απ΄ αυτά που συχνά λένε οι πολιτικοί πριν μία εκλογική αναμέτρηση και τα οποία στη συνέχεια “νερώνουν” όταν σχηματίσουν κυβέρνηση. Το είδαμε και καθ’ ημάς.
Το κακό σενάριο
Όσον μας αφορά, και λαμβάνοντας υπόψη το “κακό σενάριο” της προσπάθειας των Σκοπίων να ακυρώσουν ή να απενεργοποιήσουν την συμφωνία, καλό θα ήταν να απαντήσουμε στο ερώτημα “και με ακυρωμένη τη Συμφωνία των Πρεσπών, τι;”. Εάν κάποιοι έχουν την εντύπωση πως ο θάνατος της συμφωνίας είναι μία νίκη όσων την χαρακτήρισαν “προδοτική”, ας θυμηθούμε πως η λέξη χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους εθνικιστές ένθεν κακείθεν των βορείων συνόρων μας. Κάτι που απλώς είναι παράλογο, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί η συμφωνία να αποτελεί…προδοσία και στα Σκόπια και στην Αθήνα.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι να διαλυθεί η πιθανή ψευδαίσθηση πως με ακυρωμένη τη Συμφωνία των Πρεσπών επιστρέφουμε σε ένα γεωπολιτικό καθεστώς καλύτερο απ΄ αυτό του 2018, όταν, δηλαδή, υπογράφτηκε από τις κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα και του Ζόραν Ζάεφ. Διότι, τι συνέβαινε πριν;
Θέλουμε να δούμε ξανά μία κυβέρνηση Μιτσκόσκι που θα δράσει ως καρικατούρα του υπερεθνικιστή Νίκολα Γκρούεφσκι και θα στήνει νέα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις πλατείες των πόλεων; Να επανονομαστεί το διεθνές αεροδρόμιο σε “Μέγας Αλέξανδρος”, να ξαναβγούν στο διεθνές στερέωμα οι χάρτες που θα περιλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη στο “όραμα της Μεγάλης Μακεδονίας”; Έχουν, άραγε, κάποιοι την εντύπωση πως εφόσον οι εθνικιστές των Σκοπίων ακυρώσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών (την οποία, όντως, εν μέρει έχουν καταπατήσει ή κωλυσιεργούν ως προς την εφαρμογή της), ο βόρειος γείτονας θα ονομάζεται αντί για Βόρεια Μακεδονία FYROM (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), ή, μήπως, απηυδισμένη η διεθνής κοινότητα -που δεν θέλει και πολλά, άλλωστε- από την αναβίωση μιας νέας βαλκανικής αποσταθεροποιητικής εκκρεμότητας θα αρχίσει να αποκαλεί επίσημα τη συγκεκριμένη χώρα νέτα-σκέτα “Μακεδονία”;
Νέος κύκλος αποσταθεροποίησης;
Η δε Ελλάδα που επισήμως έχει δεσμευτεί (δια της σημερινής κυβέρνησης) ότι θα προάγει την ένταξη της “Βόρειας Μακεδονίας” στην ΕΕ θα αποσύρει εύκολα και χωρίς κόστος την δέσμευσή της; Επιθυμούν οι Βρυξέλλες, η Γερμανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ να ανοίξει ένας νέος κύκλος αστάθειας στα δυτικά Βαλκάνια με ανοικτό το μέτωπο του Κοσσόβου;
Μία τέτοια εξέλιξη θα είναι αρνητική για πολλούς. Και για την Ευρώπη, και για την Ελλάδα. Διότι θα ξαναβάλει την Τουρκία στο γεωπολιτικό παιχνίδι της περιοχής, όπου ήδη διατηρεί ισχυρή επιρροή στην Αλβανία και τη Βοσνία. Διότι τα ελληνικά F16 θα πάψουν να επιτηρούν τον εναέριο χώρο του βόρειου γείτονα. Και διότι ο διεθνής παράγοντας, εν προκειμένω το ΝΑΤΟ, δεν πρόκειται να απωλέσει το προγεφύρωμά του στην περιοχή και δεν σκοπεύει να αποπέμψει τη “Βόρεια Μακεδονία” από τη συμμαχία. Θα την κρατήσει εντός των πυλών (με το ουκρανικό ανοικτό, μάλιστα) με όποιο όνομα αποφασίσει η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια, εάν επιστρέψει, δηλαδή, σε αυτό που θεωρούσαν συνταγματική τους ονομασία και το ανέτρεψε με μεγάλο πολιτικό κόστος ο Ζάεφ.
Η ευθύνη της Ευρώπης και ο ρόλος της Ελλάδας
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να υπερασπιστεί τη συμφωνία. Με εσωτερικούς πολιτικούς όρους η Ν.Δ δεν έχει πιά σχεδόν κανένα κόστος, είναι μία συμφωνία που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση (και ανέλαβε την ευθύνη), η δε κοινή γνώμη μάλλον την έχει αφομοιώσει σε μεγάλο βαθμό. Οι αντιδράσεις που καταγράφονται δημοσκοπικά στη Βόρεια Ελλάδα για το κυβερνών κόμμα δεν αφορούν, προφανώς, τη Συμφωνία των Πρεσπών, άλλοι είναι οι λόγοι και είναι γνωστοί και καταγεγραμμένοι. Ακόμα κι αν συνεχίζουν να αλιεύουν ψήφους τα κόμματα της υπερδεξιάς.
Από την άλλη, τι λόγο έχει η ελληνική διπλωματία να ανοίξει ένα μισόκλειστο μέτωπο στα βόρεια σύνορά της, όταν έχει να διαχειριστεί τον επιθετικό μεγαλοϊδεατισμό του διεφθαρμένου καθεστώτος του Έντι Ράμα, την καταπάτηση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, το “ηφαίστειο” του Κοσόβου, τις τεταμένες σχέσεις μας με την Σερβία, και, φυσικά, το μεγάλο και ακανθώδες πρόβλημα με την αναθεωρητική Τουρκία του Ερντογάν;
Η κυβέρνηση και οι σώφρωνες της αντιπολίτευσης οφείλουν να πράξουν τρία βασικά πράγματα: πρώτον, να “επιτεθούν” πολιτικά με την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας που παράγει η συμφωνία, και να αφήσουν την όποια νέα κυβέρνηση στα Σκόπια να αναλάβει την ευθύνη μιας απενεργοποίησης της συμφωνίας, αφού της επισημάνουν τους κινδύνους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, δεύτερον, να υπενθυμίσει σε όλους τους τόνους πως η συμμετοχή της “Βόρειας Μακεδονίας” στο ΝΑΤΟ και η ευρωπαϊκή της πορεία είναι συνυφασμένες με την τήρηση της, και, τρίτον ότι ήταν η ίδια η Ευρώπη και οι ΗΠΑ που πίεζαν τις κυβερνήσεις σε Σκόπια και Αθήνα για την προώθησή της. Ήταν η Άγκελα Μέρκελ που έσπευδε, παραμονές του δημοψηφίσματος, να στηρίξει τον Ζάεφ και ήταν το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ επί Ομπάμα, μαζί με τον Γενς Στόλτενμπεργκ του ΝΑΤΟ που επιτάχυναν τις εξελίξεις.
Το διευθυντήριο των Βρυξελλών και ειδικά ο λαλίστατος, τότε, κ. Μπορέλ, το Βερολίνο, το Παρίσι, το ΝΑΤΟ και η Ουάσιγκτον πρέπει να αναλάβουν τώρα τις ευθύνες τους. Και η Ελλάδα πρέπει να τους το καταστήσει σαφές. Δεν νοείται προώθηση των κεφαλαίων ένταξης της γειτονικής χώρας στην ΕΕ και συνέχιση της προσαρμογής της στα νατοϊκά πρότυπα χωρίς την τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εάν ο Μιτσκόσκι θελήσει να αναλάβει την ευθύνη να καταστήσει τη χώρα του παρία και να παραδωθεί στην επιθετική αναθεωρητική στρατηγική της Βουλγαρίας, ας το πράξει. Η Ευρώπη, όμως, οφείλει να αποσύρει τα εμπόδια για την ευρωπαϊκή της πορεία (ένα από αυτά είναι η τακτική της Σόφιας) εφόσον τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Ας μην ξεχνούμε πως εκτός από το μείζον οικονομικό πρόβλημα των κατοίκων της “Βόρειας Μακεδονίας” είναι και η απογοήτευσή τους από την ΕΕ που τους οδήγησε στον εθνικιστικό λαϊκισμό.
Η Ελλάδα, βεβαίως, για να απαιτήσει όλα αυτά πρέπει και η ίδια να προωθήσει την πλήρη ενεργοποίηση της συμφωνίας. Ζητώντας από τα Σκόπια να τηρήσουν τις εφαρμοστικές διατάξεις της, αλλά επιταχύνοντας και η ίδια όσα πρέπει να πράξει και τα οποία καθυστερεί στον βωμό ενός μάλλον υπερτιμημένου εσωτερικού πολιτικού κόστους.