Ο ΣΥΡΙΖΑ στην αρένα…
“Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πια κλείσει έναν μεγάλο ιστορικό κύκλο, που πρέπει να τον αποτιμήσουμε με περηφάνια. Και να ανοίξουμε συλλογικά έναν επόμενο κύκλο. Δύσκολο, πρωτόγνωρο, αλλά ακόμη πιο ελπιδοφόρο και δημιουργικό”, είχε πει ο Αλέξης Τσίπρας σε εκείνη την ιστορική παρέμβασή του στο Ζάππειο, μετά την εκλογική συντριβή του περασμένου Ιουνίου, συνοδεύοντάς την με την παραίτηση του από την ηγεσία και την ανάληψη της ευθύνης για το αποτέλεσμα.
Οκτώ μήνες μετά επιβεβαιώνεται ως προς το πρώτο σκέλος. Εάν το -κατά Τσίπρα- κλείσιμο του ιστορικού κύκλου άρχισε με την ήττα και μετά με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη και την πρώτη διάσπαση, ολοκληρώθηκε στις κερκίδες του Ταεκβοντο. Όχι τόσο εξαιτίας των όσων προηγήθηκαν στους πέντε μήνες της ηγεσίας Κασσελάκη, ούτε εξαιτίας της αμφισβήτησης που σερνόταν και εκδηλώθηκε με την ανακοίνωση της Όλγας Γεροβασίλη και το “κίνημα” των 17 μελών της Π.Γ. Ούτε καν λόγω της ηχηρής παρέμβασης του ιστορικού ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ που έδειξε τον δρόμο για νέα εσωκομματική εκλογή και φυσικά με το “βρείτε μου αντίπαλο” (φράση καθοριστική που έδρασε ως πυροκροτητής) του προέδρου του κόμματος. Είτε διεξαχθούν οι εκλογές, είτε όχι, το τέλος του ιστορικού κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ γράφτηκε πολιτικά και ψυχικά στην αρένα του Φαλήρου και συνοδεύτηκε (ως “μουσικό” θέμα) με τα “γιούχα” των συνέδρων και των …περαστικών κλακαδόρων.
Οι εικόνες δεν πρέπει να υποτιμηθούν, όπως υποτιμήθηκαν από το αμήχανο προεδρείο του συνεδρίου. Ούτε να συγκαλυφθούν από την κατευναστική κίνηση των χεριών του Στέφανου Κασσελάκη προς τους φανατικούς υποστηρικτές του που αντικατέστησαν την κριτική με το “μπούλινγκ”. Αν ζητήσει κανείς από όλους αυτούς του κλακαδόρους να δηλώσουν με τι ακριβώς διαφωνούν από όσα είπαν κάποια από τα στελέχη που στάθηκαν κριτικά απέναντι στην ηγεσία είναι αμφίβολο εάν θυμούνται. Διότι, δυστυχώς, δεν είναι τα λόγια που ξεσήκωναν, ήταν τα πρόσωπα, ήταν ο “αντίπαλος”.
Αυτή η τυποποίηση της μετάλλαξης μερίδας της κομματικής βάσης από “ενεργούς πολίτες” και “συντρόφους” με ιδεολογική αφετηρία σε “στρατό” που λες και μετακόμισε από τα ψευδώνυμα σόσιαλ στο Φάληρο είναι ίσως το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα της βαθιάς κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ. Τι θα έκαναν άραγε εάν στην πρώτη σειρά των συνέδρων καθόταν ο Αλέξης Τσίπρας; Θα συνέχιζαν να αποδοκιμάζουν αγοραία την Γεροβασίλη, τον Ραγκούση, τον Ζαχαριάδη και οιονδήποτε άλλον που θεωρείται “αντίπαλος” –ή και “εχθρός”; Και τι θα έκανε ο Τσίπρας; Μήπως (και) αυτό ήθελε να αποφύγει έχοντας αντιληφθεί πως εδώ και καιρό η συλλογικότητα έχει αντικατασταθεί από την τοξικότητα;
“Ας είμαστε επιεικείς, ξέρετε τι έχουν τραβήξει αυτοί οι άνθρωποι”, είπαν κάποιοι υποτιμώντας αμήχανα το φαινόμενο. Τι έχουν τραβήξει, άραγε; Εάν είναι παλιοί αριστεροί (που εκτιμώ ότι δεν είναι…), έχουν τραβήξει Μακρονήσια και ΕΑΤ-ΕΣΑ, αν είναι νεότεροι έχουν μυηθεί στην νηφαλιότητα του Παπαγιαννάκη, του Γιάνναρου και άλλων πολλών. Χαλυβδώθηκαν στις ήττες, την περιφρόνηση και τις κακουχίες και πρόλαβαν να δουν διασπάσεις και όνειρα που διαψεύσθηκαν, αλλά έζησαν και τον ΣΥΡΙΖΑ να σκαρφαλώνει από το 4% της συμπάθειας στο 35% της διακυβέρνησης. Η απογοήτευση δεν οδηγεί στην αγοραία αποδοκιμασία όταν ο απογοητευμένος αν και ηττημένος έχει βιώσει την αντοχή και την ανοχή της ανανεωτικής αριστεράς. Μήπως είναι, τελικά, νέας κοπής “οργισμένο πλήθος” που αφιονίζεται με την σύγκρουση επειδή δεν μπορεί να εκφέρει πολιτικό λόγο; Πάντοτε η σύγκρουση είναι πιό ελκυστική από την οργάνωση της σκέψης και την τεκμηρίωση.
Και, φυσικά, γνωρίζουν πως είναι παραπλανητικό να πέφτει το βάρος της ευθύνης της ήττας σε λίγους και όχι σε όλους. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να αποθεώνεις τον Τσίπρα και να ρίχνεις στον πολιτικό Καιάδα μόνο την ηγετική του ομάδα- κάτι δεν βγαίνει στην εξίσωση. Όπως και δεν μπορείς να αφήνεις στο απυρόβλητο τους άλλους που ήταν εκεί όσο απαξιωνόταν ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά, ευφυώς και εγκαίρως, φρόντισαν να βρεθούν στο στρατόπεδο του νικητή των εσωκομματικών εκλογών.
Οι αποδοκιμασίες της αρένας δεν είναι ένα στιγμιαίο σύμπτωμα, ίσως είναι τελικά μια ταχέως αναπτυσσόμενη νεοπλασία, μία εκτρωματική αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας ενός χώρου που διαφήμιζε τον πλουραλισμό και την ανοχή στην άλλη άποψη. Ένα κόμμα, δε, που έζησε χρόνια μεταξύ συνιστωσών και τάσεων (με σαφείς και οφθαλμοφανείς διαφορές) είναι ακατανόητο πως μετατρέπεται σε μικρό κολοσσαίο με κάποιους/ αρκετούς από τις κερκίδες να αποζητούν αίμα. Ή μήπως είναι κατανοητό; Και, εν κατακλείδι, μήπως επιβεβαιώνεται πλήρως ο Τσίπρας για το τέλος του ιστορικού κύκλου;
Και έχουν όλοι ευθύνες, και ο καθένας ξεχωριστά στο μέτρο του.