Περί ομοφυλοφιλίας και ψυχικής διαταραχής: Τρεις επιστήμονες εξηγούν στο libre τα κενά του “ιερού” αφηγήματος
«Η νομοθέτηση αυτή συγκρούεται τόσο με τη χριστιανική ανθρωπολογία, όσο και με το καθήκον της κοινωνίας να εξασφαλίζει στα παιδιά ευημερία και σωστή ανατροφή, αλλά και με το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πατρική και μητρική παρουσία και φροντίδα», ανέφερε στο κείμενο των θέσεων της, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά τη συνεδρίαση με αποκλειστικό θέμα τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Όπως ήταν αναμενόμενο η Ιεραρχία υπερασπίστηκε τις θέσεις της και τις αξίες που πρεσβεύει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, οι εκπρόσωποί της δεν στάθηκαν μόνο εκεί. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικής Νικόλαος στην εισήγηση που έκανε στα μέλη της Ιεραρχίας ως Πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής, στο κείμενο που διάβασε κατέληξε μεταξύ άλλων:
«Το μεγαλύτερο λάθος μας ως Εκκλησίας θα ήταν να δεχθούμε ότι ἡ ομοφυλοφιλική πράξη, εκτός από ψυχική διαταραχή, δεν είναι και αμαρτία. Τα πρόσωπα αυτά, εκτός από την ελπίδα της ψυχιατρικής θεραπείας, θα είχαν χάσει οριστικά και τη σωτήρια διάθεση μετανοίας και την αναζήτηση της παρηγορίας του θείου ελέους για τις δικές τους εκτροπές. Ἡ ομοφυλοφιλία είναι μία ασθένεια που την γέννησε ἡ διάχυτη κοινωνική αμαρτία και μπορεί ασφαλώς να τη θεραπεύσει ἡ Εκκλησία. Μαζί με όλες τίς μεγάλες δικές μας αμαρτίες μπορεί να αγκαλιάσει θεραπευτικά και αυτήν».
Συνέδεσε δηλαδή την ομοφυλοφιλία με τις ψυχικές διαταραχές, την χαρακτήρισε ασθένεια για την οποία έχει… θεραπεία η Εκκλησία, γεγονός που έχει προκαλέσει σάλο και θύελλα αντιδράσεων.
Στα άρθρα που ακολουθούν τρεις επιστήμονες γράφουν για το θέμα, εξηγώντας ότι έχουν περάσει ήδη πολλά χρόνια για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και φυσικά της συμβίωσης ανθρώπων του ιδίου φύλου.
Γράφουν οι Γιώργος Νικολαΐδης, Μανουσία Κυπραίου και Ευστράτιος Παπάνης.
“Οι εκκλησιαστικές αρχές έθεσαν στο στόχαστρό τους τους ομοφυλόφιλους“
Η διεθνής ψυχιατρική κοινότητα έχει εδώ και δεκαετίες αναθεωρήσει τις ταξινομίες των ψυχικών διαταραχών αφαιρώντας από αυτές την ομοφυλοφιλία και τις λοιπές συνθήκες που συναπαρτίζουν τους διάφορους σεξουαλικούς προσανατολισμούς και τις ταυτότητες φύλου των ΛΟΑΤΚΙ+. Αυτό έγινε μετά την αναθεώρηση του σχετικού ταξινομητικού πίνακα της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και τις συνακόλουθες αναθεωρήσεις της διεθνούς ταξινομίας των ψυχιατρικών διαταραχών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Δεδομένων τούτων εδώ και δεκαετίες θεωρείται επιστημονικά απαράδεκτο οποιοδήποτε καθεστώς διάκρισης για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και οποιαδήποτε προσέγγιση συγχέει την ταυτότητα του φύλου τους ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό με ψυχική νόσο ή διαταραχή.
Αυτό φυσικά δεν ήταν πάντα έτσι: πλείστα ευρωπαϊκά κράτη όχι μόνο αντιμετώπιζαν την ομοφυλοφιλία ως ψυχική διαταραχή (υποβάλλοντας τους «πάσχοντες» σε απάνθρωπες θεραπείες) αλλά και ως ποινικό αδίκημα. Σε μια από τις γνωστότερες περιστάσεις εφαρμογής αυτής της «παραδοσιακής» προσέγγισης, ο Άλαν Τούρινγκ, θεμελιωτής της υπολογιστικής επιστήμης, ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε το σύστημα Enigma των Ναζί (κάνοντας έτσι δυνατό το θρίαμβο των συμμάχων στη θάλασσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), όχι μόνο φυλακίστηκε εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του από τα βρετανικά δικαστήρια, όχι μόνο υποβλήθηκε αναγκαστικά σε εξοντωτικές ορμονικές θεραπείες που τον αποδιοργάνωναν σωματικά και ψυχικά, αλλά εντέλει οδηγήθηκε στην αυτοκτονία με δηλητηριασμένο μήλο. Συζητιέται ακόμα το κατά πόσον οι ιδρυτές της Apple επέλεξαν για σήμερα το μισοφαγωμένο μήλο ως απόδοση τιμής στον άνθρωπο χάρη στον οποίο έγινε δυνατό να υπάρξουν ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Όλη όμως αυτή η προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας που την περιθωριοποιούσε τιμωρητικά υπήρξε ένα εγχείρημα που αφενός την απέκλειε και τη στηλίτευε, αφετέρου τη συγκροτούσε ταυτοχρόνως σε ενιαία κατηγορία. Είναι γνωστό από τις έρευνες κοινωνικών επιστημόνων, ιστορικών και ανθρωπολόγων ανά τον πλανήτη πως, παρότι ομοερωτικές πρακτικές καταγράφονται λίγο πολύ σε όλες τις ιστορικές κοινωνίες, η ανάδυση αυτής της «σύγχρονης» ταυτότητας του ομοφυλόφιλου γίνεται πολύ πιο πρόσφατα: στα τέλη του Μεσαίωνα και στους πρώτους αιώνες του σύγχρονου κόσμου, μαζί με το κυνήγι των μαγισσών και τη γένεση του ασύλου για τρελούς, επαίτες και αναπήρους, οι εκκλησιαστικές και κοσμικές αρχές έθεσαν στο στόχαστρό τους και άτομα τα οποία επιδίδονταν σε σειρά σεξουαλικές πρακτικές όπως η σοδομία, ο αυνανισμός, η διακοπτόμενη συνουσία και εν γένει κάθε πρακτική αποσύνδεσης του σεξ από την τεκνοποίηση με αποτροπή της τελευταίας.
Για να «συνέλθουν» από αυτή την παρέκκλιση οι κοινωνίες μας χρειάστηκαν αιώνες. Ίσως το πρώτο παγκοσμίως εγχείρημα αποποινικοποίησης και απενοχοποίησης κάθε είδους σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου έλαβε χώρα στα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπό την καθοδήγηση φωτισμένων ηγετών όπως η Αλεξάνδρα Κολοντάι οι αρχές της νεοσύστατης τότε ΕΣΣΔ υιοθέτησαν μια πολιτική πλήρους θεσμικού εξισωτισμού και μη διακρίσεων σε κάθε έκφανση του κοινωνικού και πολιτικού βίου για όλες ανεξαιρέτως τις ταυτότητες φύλου και τους σεξουαλικούς προσανατολισμούς, επιμένοντας ότι εκείνο που διαχωρίζει και ενώνει τους ανθρώπους είναι η ταξική θέση και η πολιτική τους ιδιότητα και μόνο. Το κοινωνικό αυτό άνοιγμα όμως διήρκεσε πολύ λίγο: ήδη από τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο ίδιος ο Λένιν επιτέθηκε με σφοδρότητα στις «ελευθεριότητες» της σοβιετικής νεολαίας, ενώ μετά το θάνατό του ο Στάλιν που τον διαδέχθηκε πήρε πίσω όλες τις ελευθερίες των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων ξαναγυρνώντας τη χώρα στην πολιτική της ποινικοποίησης και ψυχιατρικοποίησης της ομοφυλοφιλίας (μεταξύ άλλων…). Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας ώστε οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης να επιχειρήσουν αντίστοιχο μεταρρυθμιστικό βήμα, με την αποποινικοποίηση αρχικώς της ομοφυλοφιλίας, την αναγνώριση διάφορων μορφών ομόφυλης συμβίωσης ή γάμου και εντέλει την αναγνώριση του δικαιώματος των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία.
“Είναι η ομοφυλοφιλία ψυχική ασθένεια όπως λέει η Eκκλησία;“
Για να απαντήσει κάποιος αν κάτι είναι ασθένεια ή όχι αποκλειστικά αρμόδια είναι η ιατρική κοινότητα. Η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία ήδη τοποθετήθηκε ρητά και κατηγορηματικά, ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχική νόσο. Το γεγονός, ότι φορείς της επίσημης Eκκλησίας αποδίδουν στην ομοφυλοφιλία χαρακτηριστικά ψυχικής ασθένειας, εμπεριέχει τον σοβαρό κίνδυνο το κοινωνικό στίγμα απέναντι σε ομόφυλα ζευγάρια να συνεχίζει να υπάρχει, αναπαράγοντας κοινωνικά στερεότυπα, και σταθεροποιώντας ομοφοβικές προκλήσεις. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ακόμα και σήμερα τα ομόφυλα άτομα, υφίστανται απομόνωση και εκφοβισμό από συγγενικά τους πρόσωπα, χλευασμό στον επαγγελματικό χώρο ή αποκρύπτουν την σεξουαλική τους ταυτότητα φοβούμενοι το κοινωνικό ρατσισμό. Ακόμα και για λόγους ερμηνευτικούς, όταν γίνεται η ταύτιση ενός ομoφυλόφυλου ζευγαριού με μια ψυχική ασθένεια είναι σημαντικό να αναλογιστούμε ότι αφενός αναπαράγει τον στιγματισμό σε συλλογικό, διυποκειμενικό και ενδοψυχικό επίπεδο, δίνοντας αρνητικά́ χαρακτηριστικά́ απέναντι στην κοινωνική́ ταυτότητα του ατόμου και αφετέρου μήπως γινόμαστε γενεσιουργοί προβλημάτων ψυχικής υγείας, όπως η συναισθηματική δυσφορία, οι αγχώδεις διαταραχές, η καταθλιπτική διάθεσή, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ταυτόχρονα, η άποψη της Εκκλησίας ότι ο πολιτικός γάμος ομοφυλόφιλων ζευγαριών “καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεϊκών ρόλων”, δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη και δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα καθώς σε μελέτες περιπτώσεων με ομόφυλες οικογένειες, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι σεξουαλικές επιλογές των ενηλίκων επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική υγεία των παιδιών. Επίσης, θα πρόσθετα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των μελών μιας οικογένειας δεν φαίνεται να προκαλεί ρήγμα σε ένα ισχυρό δεσμό οικογενειακών σχέσεων, ούτε συνδέεται με αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις και δύσκολες ψυχικές συνθήκες των παιδιών. Αυτό ίσως που πολλοί θα πρέπει να αντιληφθούν και ίσως δεν έχουν κατανοήσει είναι ότι τα παιδιά δεν προβληματίζονται ούτε ανησυχούν τόσο αν οι γονείς τους είναι με άνδρα ή με γυναίκα, το μόνο που έχουν ανάγκη είναι να νιώθουν αγάπη, φροντίδα, αποδοχή, κράτημα, εμπεριεκτική και ενσυναισθητική σχέση με τους γονείς, με απλά λόγια να νιώθουν ότι είναι στο πλευρό τους.
Σχετικά με την συζήτηση για την προστασία των ομόφυλων οικογενειών, η έννοια της οικογένειας δεν αποτελεί πάντα ένα βιολογικό γεγονός αλλά και μια κοινωνική κατασκευή. Ένα κοινωνικό σχήμα δεν περιλαμβάνει μόνο τις κάθετες σχέσεις γονείς – παιδιά αλλά και τις οριζόντιες όπως αδελφικές σχέσεις, σχέσεις με θείους, παππούδες που επίσης συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών. Η θεραπευτική λειτουργία των σχέσεων των παιδιών με άτομα στην ευρύτερη οικογένεια τους είναι αδιαμφισβήτητη καθώς το παιδί μαθαίνει να συνυπάρχει και να συμβιώνει με τους άλλους, βρίσκει τη θέση και το ρόλο τους μέσα στην ομάδα, μαθαίνει να αποδέχεται τη διαφορετικότητα, την αλληλεγγύη. Συνεπώς, ακραίες προσχηματισμένες πεποιθήσεις ή απόψεις για τις ομόφυλες οικογένειες ενέχει κινδύνους να επηρεάσουν τις συγγενικές σχέσεις και να στερηθούν τέτοιου είδους σχέσεων τα παιδιά.
“Γάμος ομόφυλων και ανατροφή παιδιών“
Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό του φυσιολογικού, που θα ξέφευγε από τους όρους και τις αξίες της εκάστοτε ιστορικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συγκυρίας και θα υπερέβαινε την καταδυνάστευση του μέσου όρου ή της κοινής λογικής, τότε θα συναινούσαμε ότι:
«Φυσιολογικό είναι οτιδήποτε συντελεί στην βιολογική, ψυχολογική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου, συνδράμει στην εξέλιξη του και δεν βλάπτει τους άλλους ανθρώπους. Εν ολίγοις αποδεκτή είναι κάθε κατάσταση, που συντελεί στην ομαλή προσαρμογή, λαμβάνοντας υπόψη τις προγενέστερες εμπειρίες κάποιου».
Κατά συνέπεια παθολογικό είναι εκείνο, που ανακόπτει αυτή την πορεία και αποδεδειγμένα βλάπτει το ίδιο το πρόσωπο, την κοινωνία ή όποιους έρχονται σε αλληλεπίδραση με αυτό.
Υπό το πρίσμα αυτό κάθε ελεύθερη επιλογή με γνώση και αντιμετώπιση των συνεπειών της είναι σεβαστή και δεν μπορεί να θεωρηθεί διαταραχή.
Όσον αφορά την τεκμηρίωση της Ψυχολογίας, αυτή έχει αποτυπωθεί στις ταξινομήσεις του DSM (Αμερικανικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) από το 1952 μέχρι σήμερα: Στην πρώτη του έκδοση η ομοφυλοφιλία θεωρείτο διαταραχή, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή ριζοσπαστικών κινημάτων το 1973 αφαίρεσε την κατάταξη αυτή και το 1974 έκανε μνεία για άτομα, που υπέφεραν από άγχος εξαιτίας των ομοφυλοφιλικών προτιμήσεων τους και της αντίθεσης τους προς συντηρητικότερες κοινωνικές αξίες, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν. Αυτή η προοπτική ήταν κυρίαρχη μέχρι το 2013. Έκτοτε η ομοφυλοφιλία ή οποιαδήποτε επίπτωση της έχει σταματήσει να αναφέρεται στο DSM.
Αναφορικά με την ανατροφή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια οι εμπειρικές έρευνες και οι μετά-αναλύσεις τους προέρχονται κυρίως από τις ΗΠΑ και επομένως δεν έχουν αναγκαστικά διαπολιτισμική αξιοπιστία. Παράλληλα, οι δειγματοληψίες τους σε κάποιες από αυτές δεν είναι πάντοτε οι ιδανικές, εξαιτίας της δυσχερούς προσβασιμότητας στον πληθυσμό, που επιχειρούν να μελετήσουν.
Οι έρευνες αυτές αποφαίνονται πως δεν παρατηρούνται στατιστικώς σημαντικές διαφορές στην ακαδημαϊκή επίδοση, στην κοινωνική ανάπτυξη, στον σεξουαλικό προσανατολισμό, στην ψυχολογική ισορροπία και στην συμπεριφορά ανάμεσα στα παιδιά, που μεγαλώνουν σε ομόφυλα ή ετερόφυλα ζευγάρια. Υπάρχει όμως και ένας αριθμός ερευνών, που αναδεικνύει διαφορές στους παραπάνω τομείς.
Ακόμα και σήμερα, όμως, οι ερευνητές του σεξουαλικού αυτού προσανατολισμού δεν μπορούν να αποφύγουν τις απλοϊκές γενικεύσεις και τον πειρασμό τυπολογιών σχετικά με τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ομοφυλοφιλίας ή δίνουν υπερβολική σημασία στις βιολογικές -περιβαλλοντικές αιτιολογήσεις της.
Σίγουρα, θα χρειαστεί να γίνουν πολλές μακροχρόνιες έρευνες και στην Ελλάδα, για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Φυσικά αυτό αφορά ευρύτερα όλες τις πιθανές μορφές οικογένειας και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών σε αυτές.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η αγάπη και οι ορθές παιδαγωγικές αρχές αποτελούν τη μόνη συνταγή και το αντίβαρο σε κάθε σύγκρουση ή αμφισβήτηση.
Η κοινωνιολογία βλέπει την ομοφυλοφιλία ως ακόμα ένα πεδίο σύγκρουσης και δυναμικής της εξουσίας, όπου οι κυρίαρχες ομάδες και ιδεολογίες, προσπαθούν να επιβληθούν, για να διατηρήσουν τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα, ενώ οι ακτιβιστές αμφισβητούν τα προνόμια αυτά και επιχειρούν να αποκτήσουν νομή στη δύναμη και παρουσία στο πολιτικό σύστημα. Οι συντηρητικοί πρεσβεύουν πως η πυρηνική, κλασική οικογένεια είναι το θεμέλιο και το πρότυπο της κοινωνίας, επομένως καταδικάζει κάθε ριζοσπαστική θεώρηση ως ανατρεπτική του status quo, ενώ η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα θεωρεί ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν σχετίζεται με την πεμπτουσία της οικογένειας ούτε την διακυβεύει. Η αναγνώριση του γάμου θα δώσει πρόσβαση σε οικονομικούς, ασφαλιστικούς, κληρονομικούς πόρους σε χιλιάδες άτομα, που μέχρι στιγμής βρίσκονταν στο περιθώριο, γεγονός που θα ενισχύσει την κοινωνική συνοχή.
Όμως ο κίνδυνος να συνδεθεί η ομοφυλοφιλία αποκλειστικά με τη σεξουαλικότητα, αγνοώντας την ιδιοσυγκρασία, τον συναισθηματικό κόσμο, την κουλτούρα, το αξιακό σύστημα και την αισθητική μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις και αστήρικτα στερεότυπα, που αποτρέπουν την κατανόηση των ανθρώπων αυτών.