Δύο εκθέσεις για το επιχειρείν και την οικονομία: Δυσοίωνα στοιχεία για τα χαμηλά εισοδήματα
Δύο εκθέσεις αποτυπώνουν την εικόνα της ακρίβειας, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και τα μηνύματα να είναι μεν δυσοίωνα να εκπέμπουν όμως και αισιοδοξία όσον αφορά στο τομέα του Επιχειρείν. Καταρχάς σύμφωνα με τα στοιχεία που αποτυπώνονται στην ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την απασχόληση και την οικονομία 2023, τα έτη 2021-2022 μειώθηκε η κατανάλωση των τροφίμων ( κρέας, ψάρι, λαχανικά, τυριά, λάδι) καθώς και ενέργειας στο σύνολο των νοικοκυριών και ιδίως των φτωχότερων. Ωστόσο όπως επισημαίνει η έκθεση, η μείωση της κατανάλωσης δε στάθηκε ικανή να μειώσει τη δαπάνη των νοικοκυριών, η οποία αντιθέτως αυξήθηκε.
Aπό 8% έως 14% μειώθηκε η κατανάλωση πουλερικών στα νοικοκυριά με μισθούς από 750 έως 1450 ευρώ ενώ η δαπάνη αντίστοιχα αυξήθηκε από 2% έως 11%. Η κατανάλωση του γάλακτος ( νωπό πλήρες) μειώθηκε από 18% έως 23% στα ίδια νοικοκυριά ενώ η δαπάνη μειώθηκε πολύ λιγότερο από 7% έως 11%
Ειδικότερα σε σχέση με τα εισοδήματα, παρατηρείται δυσανάλογη επιβάρυνση στα νοικοκυριά, καθώς για εισοδήματα κάτω των 750 ευρώ διαπιστώνεται αύξηση 19% της δαπάνης για το ψωμί, Ένα ποσοστό που υποχωρεί στο 11% για την κατηγορία 751 – 1.100 ευρώ, ενώ είναι μόλις 1% για την κατηγορία 1.801 – 2.200 ευρώ. Αντίστοιχα, στα ζυμαρικά, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 12% σε σχέση με το ποσό που δαπανήθηκε, για εισοδήματα κάτω των 750 ευρώ και μόλις 4% για εισοδήματα από 1.451 – 1.800 ευρώ.
- Ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, για να διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα την κατανάλωση, αναγκάζονται να αυξήσουν περισσότερο τις δαπάνες. Εάν μάλιστα αυτά τα νοικοκυριά, δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις, υποχρεώνονται να περιορίσουν δραστικά την κατανάλωσή τους, γεγονός που συνιστά κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην κατηγορία «διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», ο υψηλός τιμάριθμος συνεχίζει να περιορίζει την αγοραστική δύναμη, ειδικά των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία παρατηρείται ότι ο υψηλός πληθωρισμός (31,2%) που κατέγραψε την τριετία Δεκέμβριος 2020-Δεκέμβριος 2023 τροφοδοτήθηκε από την αύξηση των τιμών στις κατηγορίες «Έλαια και λίπη» (87,4%) και «Λαχανικά» (35,2%).
Αξιοσημείωτη άνοδος του τιμαρίθμου παρατηρήθηκε και σε άλλα βασικά είδη διατροφής, όπως στα «Γαλακτοκομικά και αυγά» (33,8%), στα «Κρέατα» (31,2%) και στην ομάδα «Ψωμί και δημητριακά» (25,3%).
- Στην έκθεση επισημαίνεται η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών και στη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, τον Δεκέμβριο του 2023, ο πληθωρισμός στην κατηγορία «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», ήταν ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ-27.
Η έκθεση του ΙΝΕ εκτιμά ότι η κατανάλωση δεν θα παρουσιάσει κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή το προσεχές διάστημα, εκτός κι αν γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις για μια ισχυρή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Η κρίση κόστους ζωής που εντοπίζουν οι επιστήμονες του Ινστιτούτου, έχει ως αφετηρία την πανδημική και στη συνέχεια την ενεργειακή κρίση. Έτσι, τώρα πια, στην Ελλάδα διαπιστώνεται πως το έλλειμμα των νοικοκυριών, έχει αρνητική επίδραση στην κατανάλωση.
Για να καλυφθεί έχει ως αποτέλεσμα την χρηματοδότηση του επιχειρηματικού και του εξωτερικού τομέα, που διατηρούν την πλεονασματική τους θέση. Ειδικά σε σχέση με το εξωτερικό, διαπιστώνεται εκροή ρευστότητας από την εγχώρια οικονομία και αύξηση των υποχρεώσεων της χώρας.
- Σε σχέση με τις επιχειρήσεις η έκθεση καταγράφει χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα, που υπολείπεται της αδιανέμητης κερδοφορίας τους. Ειδική αναφορά γίνεται στην Έκθεση στα προϊόντα ενέργειας. Ακριβέστερα, στην κατηγορία «Υγρά καύσιμα και έξοδα κεντρικής θέρμανσης κύριας κατοικίας» οι μεταβολές της κατανάλωσης είναι ανομοιογενείς.
Τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη και αυτά με χαμηλά προς μεσαία δαπάνη, παρ’ ότι μείωσαν την κατανάλωσή τους σε ποσότητα (από -3% έως -11% ανάλογα με το επίπεδο συνολικής κατανάλωσης), πλήρωσαν το 2022 παραπάνω ευρώ σε σχέση με το 2021.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η μακροοικονομική και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από το αν μπορεί να μεταβληθεί η τρέχουσα κατάσταση. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων και η εναλλαγή του ισοζυγίου τους από πλεονασματική σε ελλειμματική θέση. Η ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας θα βελτιώσει τη διαρθρωτική της ανταγωνιστικότητα εξασφαλίζοντας την πλεονασματική θέση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεσομακροπρόθεσμα. Συνδυαστικά, η μεταβολή αυτών των δύο ισοζυγίων θα επιτρέψει την επίτευξη πλεονάσματος για τα νοικοκυριά, αποκαθιστώντας τη φερεγγυότητά τους και τη βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας».
Η έρευνα του ΣΕΒ “Ο Σφυγμός του Επιχειρείν”
Στον τομέα των επιχειρήσεων υπαρχει η ετήσια έρευνα γνώμης «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν», η οποία παρουσιάστηκε (29/1) σε ειδική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Δημήτρης Παπαλεξόπουλος. Το 53% των επιχειρήσεων, δηλαδή σχεδόν μία στις δύο, αξιολογεί ως «καλή» τη σημερινή οικονομική του κατάσταση – πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 2017.
Μάλιστα, μία στις δύο αύξησε τον τζίρο της το 2023 και το ίδιο εκτιμάται και για το 2024. Αυτά προκύπτουν από την ετήσια έρευνα γνώμης των επιχειρήσεων «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν», η οποία παρουσιάστηκε (29/1) σε ειδική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Δημήτρης Παπαλεξόπουλος.
Μερικά ακόμη από τα βασικά ευρήματα της έρευνας «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν», που παρουσιάστηκε από τον γενικό διευθυντή του ΣΕΒ, δρ Γιώργο Ξηρογιάννη, είναι τα εξής:
- Το 28% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι καλή.
- Αναφορικά με τις απαιτούμενες βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, το 67% των επιχειρήσεων θέλει περισσότερη διαφάνεια & αντιμετώπιση διαφθοράς, το 67% μεγαλύτερη φορολογική ανταγωνιστικότητα, το 54% σύγχρονη λειτουργία Δημόσιας Διοίκησης, το 52% φορολογική ανταγωνιστικότητα για την εργασία και το 52% αποτελεσματική λειτουργία θεσμών. Στις απαραίτητες βελτιώσεις για τις επιχειρήσεις το 64% θέτει το σταθερό φορολογικό πλαίσιο, το 54% το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, το 44% την ταχύτερη απονομή Δικαιοσύνης, το 42% τον περιορισμό της πολυνομίας και το 40% χρηματοδοτικά εργαλεία & επενδυτικά κίνητρα.
- Σε σχέση με την ανάγκη «αυτοβελτίωσης», το 59,9% των επιχειρήσεων αναφέρει την εκπαίδευση και εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού, το 41,3% την ψηφιοποίηση της λειτουργίας και των διαδικασιών, το 35,8% την ανάπτυξη νέων αγορών και το 30% τη δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών R&D.
- Το 84% των επιχειρήσεων αναγνωρίζει τη φορολόγηση της εργασίας ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στη βελτίωση των απολαβών των εργαζομένων.
- Το 80% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα αναβαθμίσει το ανθρώπινο δυναμικό, το 20% θα επενδύσει στο άμεσο μέλλον σ’ αυτήν και μόλις το 12% επενδύει ήδη.
- Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΣΕΒ, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, δήλωσε σχετικά: «Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, που καμία φορά φαίνεται να χάνει την πυξίδα του, η Ελλάδα αποτελεί νησίδα σταθερότητας και προοπτικής. Η ετήσια έρευνα του ΣΕΒ στις επιχειρήσεις καταγράφει πρόοδο και συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον. Υπογραμμίζει όμως την ανάγκη επιτάχυνσης των αλλαγών τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στη Δημόσια Διοίκηση.
- Οι επιχειρήσεις σαφώς αντιλαμβάνονται την ανάγκη αυτοβελτίωσής τους. Επενδύοντας στους ανθρώπους τους και στην τεχνολογία μπορούν να είναι ακόμα μεγαλύτερο μέρος της λύσης στις αναπτυξιακές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της εποχής. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις αναδεικνύουν την ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ειδικά στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στη φορολόγηση των στελεχών, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στην ταχύτητα απονομή Δικαιοσύνης, στο κόστος ενέργειας, αλλά και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων. Είμαστε σε μια συγκυρία που ένα άλμα προς τα εμπρός είναι εφικτό και θα μας ωφελήσει όλους. Είναι στα χέρια μας, αλλά απαιτεί αποφασιστικότητα, ξεβόλεμα και συνεργασία».