Η “ακέφαλη” ελληνική ακροδεξιά και το χάσμα στην κοινωνία- Η επιτυχής ακροβασία της Ν.Δ
Όταν ο Κυριάκος Βελόπουλος ερωτάται για το χριστιανοφανατικό μόρφωμα της “Νίκης” και τον επικεφαλής του Δημήτρη Νατσιό συνήθως μορφάζει απαξιωτικά και αποφεύγει να αναφέρει ακόμα και το όνομα του ανταγωνιστή του σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας. Το θεωρεί μία ευκαιριακή και γραφική έξαρση που ενισχύθηκε από “ειδικές συνθήκες” και πιστεύει πως θα καταλήξει στα αζήτητα και οι ψηφοφόροι του θα προσχωρήσουν στην πολιτικά και κοινοβουλευτικά στέρεη “Ελληνική Λύση”.
Αλλά και ο συνταξιούχος δάσκαλος από την Πιερία, το κόμμα του οποίου σκαρφάλωσε σε διψήφια ποσοστά στην κεντρική και δυτική Μακεδονία, χαμηλώνει το βλέμμα και προσπερνάει τα σχετικά ερωτήματα για τον ισχυρό του αντίπαλο στον χώρο της ελληνικής υπερδεξιάς. Από το βήμα της Βουλής, και στο πλαίσιο της διαμάχης για το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση περί του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, προτίμησε να αναγνώσει το ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου και να υιοθετήσει ακόμα και τα σημεία στίξης της επιχειρηματολογίας της Εκκλησίας. Το αδιάσπαστο της “(πυρηνικής) οικογένειας” με την -κατ΄ αυτόν- “παρά φύσιν” αναγνώριση της πατρότητας και της μητρότητας στα πρόσωπα ενός ζευγαριού του ιδίου φύλου αποτελούν για τον Δημήτρη Νατσιό και τον Κυριάκο Βελόπουλο το ιερό δισκοπότηρο της …πατρίδας (έθνος-φυλή) και της θρησκείας.
Στα ίδια νερά επιχειρεί να αλιεύσει και ο Βασίλης Στίγκας των γραφικών με περικεφαλαία “Σπαρτιατών”, με την μεγάλη διαφορά ότι ο λόγος του (που εξέπεμψε και από την Βουλή) είναι χυδαίος, πρωτόγονος, αγοραίος και μνημείο αμορφωσιάς. Αρκετοί από τους βουλευτές του -οι οποίοι ούτως ή άλλως αναζητούν ευκαιρίες να τον αποκαθηλώσουν- σκέπτονται, δίχως άλλο, πόσο πιό συγκροτημένα και “εθνικά” θα μπορούσε να είχε εκστομίσει τις ίδιες περίπου χυδαιότητες ο Ηλίας Κασιδιάρης εάν ήταν στην θέση του.
Σε μία περίοδο (που κρατάει ήδη αρκετά και, ως φαίνεται, θα διαρκέσει πολύ περισσότερο) που η ευρωπαϊκή ακροδεξιά βρίσκει ατζέντα, κοινωνικά ερείσματα, και (βασικό) προσωπικότητες να την συσπειρώσουν, η αντίστοιχη ελληνική παραπαίει πολυκερματισμένη, χωρίς συνοχή και συγκροτημένη πολιτική. Παίζει με τα σύμβολα, το βάθος της παράδοσης, τα στερεότυπα, τα φοβικά σύνδρομα και τις προκαταλήψεις και μετατρέπει σε πολιτική ατζέντα τον λόγο των πιό ακραίων ιεραρχών και την ομοφοβία. Όταν, για παράδειγμα, ο εισηγητής της Ιεράς Συνόδου Μεσογαίας Νικόλαος (σεβάσμιος και επιστημονικά άρτια καταρτισμένος μητροπολίτης) αναφέρει την ομοφυλοφιλία ως “ψυχική ασθένεια” (εξηγώντας πως η πρώτη λέξη δεν παραπέμπει στην ψυχιατρική αλλά στον τρόπο που η παράδοση της ορθόδοξης πίστης την αντιλαμβάνεται), ο Βελόπουλος μιλά για “ανωμαλία” και “αρρώστια” και ο Νατσιός για “πάθος εν ατιμία” και ξεδιπλώνει το -κατά …Μπέον- τσιτάτο ότι το πρότυπο ενός ομόφυλο ζευγαριού που υιοθετεί ίσως οδηγήσει το παιδί στην -όπως λέει- ίδια “σεξουαλική παρέκκλιση”. Το γεγονός ότι δεκάδες επιστημονικές έρευνες για δεκαετίες έχουν καταλήξει στο αντίθετο είναι πρακτικώς αδιάφορο.
Ακροδεξιά χωρίς… αρχηγό
Η ρύθμιση για την ισότητα στον γάμο ως σύγκλιση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ένα κατεξοχήν θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετατρέπεται για την ελληνική ακροδεξιά σε λάβαρο πολιτικής ενίσχυσης, ακρωτηριασμένη ως ήταν μέχρι τώρα αφού δεν κατόρθωσε να διευρύνει την εκλογική επιρροή της με ατζέντα το μεταναστευτικό, την εγκληματικότητα, αλλά και την πτωχοποίηση των πληθυσμών, ακόμα και τα προβλήματα των αγροτών (που συγκλονίζουν την Ευρώπη), όπως συνέβη με την μεταλλαγμένη ακροδεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Λεπέν, ο Βίλντερς, η Μελόνι, ο Όρμπαν, το γερμανικό AfD, οι εκφάνσεις τους στην Ισπανία, την Σκανδιναβία και αλλού, φαντάζουν πολιτικά μεγαθήρια μπροστά στις ελληνικές ακροδεξιές καρικατούρες.
Μία ανάλυση θέλει τη Ν.Δ να ενσωματώνει παραδοσιακά και ακόμα περισσότερο στις μέρες μας τις υπερδεξιές απόψεις, να τις καθιστά λιγότερο τρομακτικές και πιό συστημικές. Να τις τοποθετεί σε μία καθημερινότητα “λογικής” που δεν κάνει τους αποδέκτες και θιασώτες της να ντρέπονται. Είναι αλήθεια πως οι εκπρόσωποι της σκληρής δεξιάς πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Μάκης Βορίδης, ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Θάνος Πλεύρης, παίζουν το παιχνίδι του γίγαντα και του νάνου με τους “μικρούς (ακρο)δεξιούς” της Βουλής.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο μόνος απ΄ αυτούς που ωφελείται είναι ο Κυριάκος Βελόπουλος με την “Ελληνική Λύση” να πλησιάζει ένα πανελλαδικό 7%, ως γνησιότερος και πιό οργανωμένος και συγκροτημένος εκπρόσωπος έναντι του χυδαίου Στίγκα και του γραφικού Νατσιού. Θεωρητικό και μη υπαρκτό ως σενάριο, αλλά οιοσδήποτε από τους συστημικούς της υπερδεξιάς που βρίσκονται στη Ν.Δ ίσως θα μπορούσε αρκετά εύκολα να ενοποιήσει και να καταστήσει υπολογίσιμη πολιτική δύναμη με διψήφιο ποσοστό τον κατακερματισμένο χώρο.
Υπό αυτή την έννοια, η Ν.Δ και οι χειρισμοί του Κυριάκου Μητσοτάκη να ακροβατεί επιτυχώς μεταξύ του κέντρου και της δεξιάς κρατούν διασπασμένη και μικρού βεληνεκούς την ελληνική ακροδεξιά. Από την άλλη, όμως, όπως ισχυρίζονται αρκετοί, νοθεύουν την ατζέντα μιας σύγχρονης μεταρρυθμιστικής κεντροδεξιάς που θα μπορούσε να επιταχύνει τις εξελίξεις.
Όλα αυτά, βεβαίως, αντανακλούν τον τρόπο που σκέπτεται εκείνο το τμήμα της βαθιά συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας, αυτό που φάνηκε από την ανατροπή των συσχετισμών στην κλίμακα κεντροδεξιά- κεντροαριστερά στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Η αλληλουχία οικονομική κρίση/μνημόνια, πτωχοποίηση, μεταναστευτικό, πανδημία, περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού, έχει προκαλέσει παραλυσίες και φοβίες, ξύπνησε το τέρας του “εγώ και μόνο εγώ”, τις απολυτότητες, την αμάθεια, ακόμα και τον σκοταδισμό.
Επιπλέον, σε όλα αυτά, καμία πολιτική δύναμη και καμία διαφορετική ατζέντα δεν μπορεί (ακόμα) να αντιπαραθέσει προοπτική και λύσεις. Κανείς από την αντιπολίτευση δεν μπορεί να εμπνεύσει και όσοι κατορθώνουν να αυξήσουν κάπως την δημοσκοπική και ίσως εκλογική επιρροή το κάνουν χάρη στην ευρηματικότητα τους, ως νέες φιγούρες σε παλιό ένδυμα.
Ελλείψει, λοιπόν, του ενός που να μπορεί να συσπειρώσει τα ακραία δεξιά τμήματα του πολιτικού φάσματος και της ικανότητας της Ν.Δ να ενσωματώνει τους υπερδεξιούς και του μεταρρυθμιστές του εκσυγχρονισμού, η απόσταση από την ασθμαίνουσα αντιπολίτευση θα διευρύνεται ακόμα κι αν το κυβερνών κόμμα θα υφίσταται μικρές απώλειες.