Θα ήθελαν (αυτόν) τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στο PES;
Η πρόταση των Κώστα Ζαχαριάδη, Γιάννη Ραγκούση και Θανάση Θεοχαρόπουλου να ενταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στην πολιτική οικογένεια των Ευρωσοσιαλιστών (PES) δεν μπορεί παρά να έχει συμβολικό χαρακτήρα και να υποδηλώνει την αναγκαία, όπως πιστεύουν οι προτείνοντες, μετατόπιση της πολιτικής ταυτότητας του κόμματος στην κεντροαριστερά. Συμβολικό, επειδή υπάρχει ένα διόλου αμελητέο προαπαιτούμενο: το ζήτημα δεν είναι τι θέλουν στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αλλά εάν οι Ευρωσοσιαλιστές έχουν κάποιον ουσιώδη λόγο να τον εντάξουν στην γεωγραφία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Τέτοιοι λόγοι υπήρχαν μετά το 2016, όταν με πρωτοβουλία του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, προσκαλείτο ο Αλέξης Τσίπρας στις συνόδους κορυφής του PES με τον ρόλο του παρατηρητή. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατηγορούνταν τότε ότι, όπου κυβερνούσε ή συγκυβερνούσε, υλοποιούσε ως επί το πλείστον συντηρητικές πολιτικές και, ως εκ τούτου, η παρουσία του χαρισματικού Αλέξη Τσίπρα στις οικογενειακές φωτογραφίες προσέδιδε μία αναγκαία αριστερή πινελιά.
Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ήταν πρωθυπουργός, εκπροσωπούσε το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα εξουσίας στην Ευρώπη, εφήρμοζε, όμως, σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές (λόγω μνημονίου), άρα δεν διατάρασσε το ισχυρό, τότε, δόγμα δημοσιονομικής ευλάβειας, και, μάλιστα, είχε στα σκαριά και τελικά επέτυχε τον ιστορικό συμβιβασμό της Συμφωνίας των Πρεσπών που θεωρούνταν -και ήταν- μεγάλου ειδικού γεωπολιτικού βάρους.
Εν ολίγοις, το PES είχε οφέλη πολιτικά και επικοινωνιακά από τα φωτογραφικά στιγμιότυπα του Έλληνα πολιτικού δίπλα στον Σολτς, τον Τζεντιλόνι, τον Κόστα, τον Σάντσεθ και τους άλλους σοσιαλδημοκράτες. Ο δε Τσίπρας αξιοποιούσε αυτές τις σχέσεις για την πολιτική “νομιμοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ σε ένα κλειστό ευρωπαϊκό πολιτικό κλαμπ που μπορούσε να επηρεάσει γενικότερες αποφάσεις της ΕΕ.
Σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η σοσιαλδημοκρατία είναι σε πολιτική αποδρομή στην Γερμανία, την Ιταλία και άλλες χώρες και αδυνατεί να προτείνει εναλλακτικές απέναντι στην συντηρητικοποίηση της Ευρώπης που συνοδεύεται και από την άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ακόμα συνομιλητής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, όπως διαπιστώθηκε και στην πρόσφατη μίνι περιοδεία του αλλά και από το γεγονός ότι παραμονές των εθνικών εκλογών του Μαϊου, ο Γερμανός Καγκελάριος τον υποδέχτηκε θερμά στο Βερολίνο- κάτι μάλλον ασύνηθες για αρχηγό κόμματος της αντιπολίτευσης.
Οι λόγοι αυτοί δεν υπάρχουν για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ του Στέφανου Κασσελάκη. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δίνει πιά την μάχη της πολιτικής επιβίωσης, ο δε ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν διαθέτει ακόμα καθαρή πολιτική ταυτότητα. Άλλωστε, ο ίδιος ο νέος αρχηγός του ανακοίνωσε πως το κόμμα του παραμένει στην πολιτική οικογένεια της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, παρότι ο Τσίπρας αρνήθηκε ευγενικά να τεθεί επικεφαλής της στο Συμβούλιο της Ευρώπης για να μπορεί να κινηθεί ευέλικτα για να κινητοποιήσει -στον βαθμό που είναι εφικτό- υπέρ της ώσμωσης των όμορων πολιτικών δυνάμεων.
Υπό την έννοια αυτή η πρόταση των τριών κορυφαίων στελεχών μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της στρατηγικής της διεύρυνσης και του μετασχηματισμού του Αλέξη Τσίπρα και εκεί έγκειται ο συμβολικός χαρακτήρας της. Μπορεί οι υπέρμαχοι του Στέφανου Κασσελάκη να χαίρονται επειδή ο νέος αρχηγός καταγράφεται ως “πρόσωπο της χρονιάς/2023” ( δημοσκόπηση MRB) λόγω του μεγάλου επικοινωνιακού και πολιτικού θορύβου που προκάλεσε η εκλογή του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, στο ευρωπαϊκό στερέωμα, ωστόσο, είναι ακόμα ένα άγνωστο πρόσωπο. Αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι πιά η πολιτική δύναμη με τον χαρισματικό αρχηγό που ακόμα και στις ήττες του κατέγραφε ποσοστά κοντά στο 30%.
Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές αντιλαμβάνονται πλήρως ότι στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρή η πολιτική κυριαρχία της συντηρητικής Ν.Δ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, βλέπουν, δε, πως ο άλλοτε ελκυστικός για το σαλόνι του PES ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ κινδυνεύει να χάσει οριστικά την δεύτερη θέση από το ασθμαίνων αλλά “δικό τους” ΠΑΣΟΚ.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ θέλει να ενταχθεί στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές αλλά εάν οι τελευταίοι έχουν λόγο να τον προσκαλέσουν. Και να διαταράξουν έτσι την παραδοσιακή σχέση τους με τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους.
Η πρόταση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, λοιπόν, έχει αξία ως πρόθεση αποσαφήνισης της πολιτικής ταυτότητας του κόμματος και μετατόπισής του στον χώρο της κεντροαριστεράς. Ώστε να είναι ευκολότερη η επικοινωνία και συνεννόηση με το ΠΑΣΟΚ και άλλες μικρότερες δυνάμεις του χώρου αυτού, ιδιαίτερα μετά τις ευρωεκλογές όταν θα έχουν αποκρυσταλλωθεί οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί. Και ως τέτοια συνάδει πιθανώς με το αίτημα μερίδας του εκλογικού σώματος, όπως αυτό φάνηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές (νίκη Δούκα με σφραγίδα Ζαχαριάδη στην Αθήνα, αλλά και νίκες Κουρέτα στην Θεσσαλία και Αγγελούδη στην Θεσσαλονίκη), αλλά και με την ανάγκη ανατροπής της πολιτικής ανισορροπίας που δημιούργησε η βαριά εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στις τελευταίες εθνικές εκλογές.