Τι ήταν τα περίφημα πακέτα Ντελόρ και πώς δόθηκαν στην Ελλάδα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας γινόταν όλο και πιο αναγκαία. Πράγματι, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια δημοσιονομική κρίση και προς την αντιμετώπισή της κατευθύνονταν τα λεγόμενα «πακέτα Ντελόρ» του Ζακ Ντελόρ, του άλλοτε προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος απεβίωσε, την Τετάρτη (27/12), σε ηλικία 98 ετών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του Διαδικτυακού Κέντρου Γνώσης για την Ευρώπη (CVCE), οι δαπάνες εκείνη την εποχή συνέχισαν να αυξάνονται. Η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) γινόταν όλο και πιο δαπανηρή λόγω της χρόνιας υπερπαραγωγής των προϊόντων, που ήταν επιλέξιμα για εγγυήσεις τιμών. και καταλάμβανε υπερβολικό μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού (70%). Η διεύρυνση της Κοινότητας με την προσθήκη της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας σήμαινε ότι οι χώρες αυτές είχαν δικαίωμα σε γεωργικές επιδοτήσεις και περιφερειακές ενισχύσεις.
Ο κοινοτικός προϋπολογισμός διπλασιάστηκε μέσα σε έξι χρόνια (από 18.400 εκατομμύρια ECU το 1980 σε 36.200 εκατομμύρια ECU το 1987). Τα έσοδα, ωστόσο, αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Από τις τρεις πηγές πόρων της ΕΟΚ, οι δύο πρώτες, δηλαδή οι δασμοί επί των εισαγωγών και οι γεωργικές εισφορές, δεν αυξάνονταν πλέον λόγω των διαδοχικών μειώσεων των δασμών και της κίνησης προς την αυτάρκεια της Κοινότητας σε τρόφιμα. Αυτό συνεπαγόταν την ανάγκη αύξησης του τρίτης πηγής πόρων της – τότε – Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), ο οποίος βασιζόταν στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), αλλά περιοριζόταν στο 1%, πριν αυξηθεί στο 1,4%, και δεν έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη-μέλη της. Έτσι, τα κράτη-μέλη υποχρεώθηκαν να καλύψουν το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω εθνικών συνεισφορών υπό μορφή «προκαταβολών», οι οποίες δεν ήταν όλες επιστρεπτέες – κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο στην έννοια των «ιδίων πόρων» της Κοινότητας.
Αυτές οι λογιστικές δυσκολίες συνοδεύτηκαν από μια θεσμική κρίση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο εξελέγη με άμεση και καθολική ψηφοφορία το 1979, προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή του στη διαδικασία του προϋπολογισμού, η οποία στην πράξη περιοριζόταν στις προτάσεις της Επιτροπής και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, για τον σκοπό αυτόν, ήταν να ασκήσει το δικαίωμά του να εγκρίνει (ή να απορρίψει) τον συνολικό προϋπολογισμό. Ως εκ τούτου, υπήρχαν συχνές διαφωνίες, οι οποίες καθυστερούσαν την έγκριση του προϋπολογισμού κατά αρκετούς μήνες. Ήταν καιρός να δοθεί ένα τέλος σε αυτές τις διαμάχες για τον προϋπολογισμό.
Η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποδείχθηκαν αναγκαίες, ιδίως επειδή η έκδοση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ), η οποία καθόριζε νέους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, αύξησε τις διαρθρωτικές δαπάνες που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της συνοχής στην Κοινότητα.
Τα «πακέτα Ντελόρ» στην ΕΟΚ
Η μεταρρύθμιση του κοινοτικού προϋπολογισμού επετεύχθη υπό την αιγίδα του Ζακ Ντελόρ, του – τότε – προέδρου της Επιτροπής από τον Ιανουάριο του 1985. Αφετηρία ήταν μια ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το 1987, γνωστή ως «Πακέτο Ντελόρ Ι«. Το 1992, μια νέα ανακοίνωση της Επιτροπής, γνωστή ως δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ», συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αναληφθεί το 1988.
Πάντως, η δέσμη μέτρων «Ντελόρ Ι» κορυφώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του 1988, οι οποίες είχαν δύο στόχους. Ο πρώτος στόχος ήταν να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για τον σκοπό αυτόν, εισήχθη μία τέταρτη πηγή πόρων: Με βάση το ΑΕΠ των κρατών-μελών, ο οποίος υπολογιζόταν με βάση τη διαφορά μεταξύ των δαπανών και της απόδοσης των άλλων «ιδίων πόρων» της ΕΟΚ. Ήταν, συνεπώς, μία εφεδρική πηγή, που αποσκοπούσε στην εξισορρόπηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, οι «παραδοσιακοί» πόροι της ΕΟΚ μειώνονταν και γινόταν φανερό ότι οι εθνικές συνεισφορές βάσει του ΑΕΠ των κρατών-μελών αυξάνονταν. Εξάλλου, με στόχο να εξασφαλιστεί και πάλι η ασφάλεια του προϋπολογισμού, το σύνολο των πόρων της Κοινότητας είχε στο εξής ένα ανώτατο όριο, το οποίο καθορίστηκε σε ποσοστό του ΑΕΠ της: 1,15% το 1988, το οποίο αυξήθηκε σε 1,20% το 1992.
Ο δεύτερος στόχος αποσκοπούσε στη βελτίωση της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού και στον τερματισμό των δημοσιονομικών διαφωνιών. Αυτό επετεύχθη με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 29 Ιουνίου 1988. Η συμφωνία, λοιπόν, καθόριζε κανόνες για ενισχυμένη δημοσιονομική πειθαρχία και καθόριζε «δημοσιονομικές προοπτικές» για μια πενταετή περίοδο (1988-1992). Οι δηµοσιονοµικές προοπτικές υποδείκνυαν το µέγιστο ποσό και τη σύνθεση των προβλεπόµενων κοινοτικών δαπανών για µια συγκεκριµένη περίοδο. Ως εκ τούτου, ερμηνεύτηκαν οι προτεραιότητες που καθορίστηκαν για τη διαχείριση των κοινοτικών πολιτικών και τέθηκαν τα όρια για την αύξηση των δαπανών, σύµφωνα µε το ανώτατο όριο των πόρων της ΕΟΚ. Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησης των γεωργικών εγγυήσεων περιορίστηκε στο 74% του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ της Κοινότητας. Ωστόσο, οι πιστώσεις για τις διαρθρωτικές πολιτικές διπλασιάστηκαν μεταξύ του 1987 και του 1993, αυξάνοντας από 17,2% των δαπανών σε 27%.
Αφού το σύστημα αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά επί πέντε χρόνια, η Επιτροπή εξέδωσε μια νέα ανακοίνωση το 1992: Τη δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ». Έτσι, πρότεινε την ανανέωση της συμφωνίας και, ειδικότερα, την ιδέα των δημοσιονομικών προοπτικών. Η νέα συµφωνία συνήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1993. Σε ένα πλαίσιο οικονοµικής ύφεσης, προέβλεπε δηµοσιονοµικές προοπτικές για περίοδο επτά ετών (1993-1999) αντί για πέντε. Συνεχίστηκαν οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές και τέθηκαν φιλόδοξες προκλήσεις που συνδέονταν με την υπογραφή της Συνθήκης για την Ε.Ε.: Περιορισμός των γεωργικών δαπανών μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ τον Μάιο του 1992, διπλασιασμός των διαρθρωτικών ταμείων με τη δημιουργία ενός Ταμείου Συνοχής για τις λιγότερο ευημερούσες χώρες της Κοινότητας και επίτευξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Όσον αφορά ατους πόρους της ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.), η δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ» οδήγησε στην απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1994 που καθόρισε το ανώτατο όριο τους στο 1,20% του κοινοτικού ΑΕΠ το 1993, το οποίο θα αυξηθεί στο 1,27% το 1999. Η απόφαση προέβλεπε, επίσης, τη µείωση του συντελεστή καταβολής του πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ, ο οποίος µειώθηκε από 1,4% σε 1% µεταξύ 1995 και 1999 – αυτό αύξησε περαιτέρω το µερίδιο του τέταρτου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΠ των κρατών-µελών.
Η Ελλάδα και τα «πακέτα Ντελόρ»
Η αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού επετεύχθη κυρίως με αύξηση των ποσοστών επί του ΑΕΠ που κατατίθενται ως συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους. Έτσι, μπόρεσε να γίνει διπλασιασμός των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων. Η διάθεση των πόρων αυτών αποφασίστηκε να γίνεται στις περιοχές των οποίων το ΑΕΠ είναι μικρότερο του 75% του μέσου κοινοτικού.
Μάλιστα, η Ελλάδα υπήχθη ολόκληρη στις περιοχές αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής της πρωτεύουσας. Έτσι, κατάφερε η χώρα με τα πακέτα Ντελόρ – ΕΣΠΑ, μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής να ενισχύσει σε πρωτόγνωρο βαθμό τις υποδομές της: Συγκοινωνιακά δίκτυα, έργα ύδρευσης – αποχέτευσης σε όλη τη χώρα, εγκαταστάσεις για τη μεταποίηση και τυποποίηση γεωργικών προϊόντων κ.λπ.
Οι πλουσιότερες χώρες της ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.), σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Άγγελου Ζαχαρόπουλου, επίτιμου διευθυντή Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επίτιμου Διδάκτωρα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, συνέβαλαν πολύ περισσότερο στα διαρθρωτικά ταμεία, ενώ δεν είχαν όφελος από εκείνο λόγω ΑΕΠ μεγαλυτέρου των 75% του κοινοτικού. Οι ωφελούμενες χώρες με πολύ μικρότερη συμμετοχή στα διαρθρωτικά ταμεία είχαν όφελος λόγω ΑΕΠ μικρότερο του 75% του κοινοτικού.
Επισημαίνεται ότι σε όλη την περίοδο που ανήκει στην ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.) έχει θετικό ισοζύγιο, δηλαδή καταβάλλει λιγότερα και λαμβάνει περισσότερα. Αρνητικό ισοζύγιο έχουν οι πλουσιότερες χώρες, μεταξύ αυτών και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία – επί Μάργκαρετ Θάτσερ – είχε ζητήσει επιμόνως και πέτυχε μερικώς την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ καταβολών και απολαβών. Έμεινε στην ιστορία η απαίτησή με τη φράση: «I want my money back».