Προειδοποίηση αστυνομικών μέσω του libre: Να αναγνωριστεί επικίνδυνο το επάγγελμα μας- Ανεπαρκής εξοπλισμός, κενά στην εκπαίδευση- “Επαιτούμε για τα αυτονόητα”
Να αναγνωριστεί το επάγγελμά τους ως επικίνδυνο ζητούν οι Ενώσεις αστυνομικών και να υπαχθεί στην κατηγορία «βαρέα κι ανθυγιεινά». Η επικινδυνότητα, όπως αναφέρουν, σχετίζεται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να εργαστούν.
Τη θεσμοθέτηση του επαγγέλματος τους ως επικίνδυνο ζήτησαν από την κυβέρνηση, περισσότεροι από 3.000 ένστολοι σε μια μαζική κινητοποίηση που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες, στο κέντρο της Αθήνας. Αφορμή στάθηκε ο θάνατος του 29χρονου αστυνομικού κατά τη διάρκεια καταδίωξης στο Χαϊδάρι αλλά και η δολοφονική επίθεση που δέχθηκε ο 31χρονος αστυνομικός, που νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Μεταξύ άλλων, πέρασαν και το μήνυμα πως οι αστυνομικοί είναι κάθετα αντίθετοι στην παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. στους ελέγχους στα γήπεδα.
Όπως αναφέρει η ΠΟΑΣΥ, «Η Κυβέρνηση, δυστυχώς, ακόμα να πεισθεί και να νομοθετήσει, αγνοώντας ακόμα και τα δεκάδες θύματα εν ώρα υπηρεσίας. Το αίμα των συναδέλφων μας, κατά πως φαίνεται, δεν είναι αρκετό (!!!) για τη θεσμοθέτηση του “επικινδύνου”, ΤΩΡΑ!».
Τα κριτήρια που απαιτούνται για να ενταχθεί ένα επάγγελμα στο καθεστώς επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (αρκεί ένα από αυτά):
α) Φυσικοί παράγοντες:
αα. έκθεση σε θόρυβο, δονήσεις, ακτινοβολίες, laser, υπερήχους,
αβ. εργασία σε ακραίες υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες και σε εύρος διακύμανσης θερμοκρασίας.
β) Χημικοί παράγοντες:
έκθεση σε ερεθιστικούς, οξικούς, καρκινογόνους, μεταλλαξιογόνους, διαβρωτικούς και εκρηκτικούς παράγοντες.
γ) Βιολογικοί παράγοντες:
π.χ. μικροοργανισμοί, μικρόβια (προβλέψεις Π.Δ. 186/1995).
δ) Εργονομικοί παράγοντες:
δα. χειρωνακτική διακίνηση βαρέων φορτίων σε συνεχή και εντατική βάση,
δβ. εργασία πάνω από το ύψος των ώμων,
δγ. βαριά σωματική εργασία.
ε) Μηχανολογικοί/ηλεκτρολογικοί παράγοντες:
εα. εργασία σε περιβάλλον με μηχανήματα με κινητά μέρη,
εβ. εργασία σε περιβάλλον επηρεαζόμενο από ύπαρξη ρεύματος υψηλής τάσης,
εγ. εργασία σε ύψος, σε βάθος, υποθαλάσσια εργασία, εργασία σε περιορισμένο χώρο,
εδ. εργασία εκτός στεγασμένου χώρου καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου.
στ) Οργανωτικοί παράγοντες:
εργασία σε 24ωρες βάρδιες σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για το Δημόσιο (με νυχτερινό ωράριο τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα με συμπερίληψη παροχής εργασίας τουλάχιστον 5 ωρών μεταξύ 10 μ.μ. έως 6 π.μ.)
ζ) Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες:
ζα. εργασιακό στρες που απορρέει από την εντατικοποίηση εργασίας,
ζβ. συνεχής και εντατική εργασία υπό ψυχοσωματική φόρτιση, οφειλόμενη στο είδος της εργασίας.
Τέλος η Επιτροπή Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων , χρειάζεται να τεκμηριώσει, με βάση ειδικές μελέτες που θα έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα, για κάθε επάγγελμα και τα εξής:
- τα εργονομικά χαρακτηριστικά της εργασίας
- το προσδόκιμο επιβίωσης των απασχολουμένων
- τη συχνότητα των εργατικών ατυχημάτων σε εργαζομένους που είναι άνω των 50 ετών
- τη διάμεση τιμή της ηλικίας συνταξιοδότησης λόγω βλάβης της υγείας, δηλαδή την ανώτατη ηλικία στην οποία συνταξιοδοτήθηκαν έως σήμερα οι μισοί από τους εργαζομένους που πήραν αναπηρική σύνταξη εξαιτίας επαγγελματικής (ή άλλης) νόσου ή εργατικού (ή άλλου) ατυχήματος εκπόνηση αυτών των μελετών προϋποθέτει και τη δραστηριοποίηση ερευνητικών κέντρων, Τεχνολογικών Επαγγελματικών Ιδρυμάτων και Πανεπιστημιακών Τμημάτων.
Με φιλοδώρημα 30 ευρώ στα γήπεδα
Ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Τσαϊρίδης, μιλά στο libre για το δίκαιο, όπως το χαρακτηρίζει, πάγιο αίτημα των αστυνομικών να αναγνωριστεί το επάγγελμα τους ως επικίνδυνο.
«Είμαστε κατά κοινή αποδοχή ένα από τα πιο επικίνδυνα –κατ’ εμάς, το πιο επικίνδυνο- επαγγέλματα. Το αποδεικνύουν οι εκατοντάδες νεκροί που έχουμε. Και ενώ πολλοί υπουργοί το έχουν παραδεχθεί, και από το βήμα της Βουλής, δεν έχει θεσμοθετηθεί. Είναι και ηθικός ο λόγος για εμάς» σημειώνει αρχικά.
Με αφορμή το νέο κυβερνητικό πλάνο που θέλει τους αστυνομικούς μέσα στα γήπεδα (στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης της οπαδικής βίας), δίνοντάς τους σε κρίσιμους αγώνες ένα… φιλοδώρημα των 30 ευρώ, ο κ. Τσαϊρίδης σχολιάζει: «Το οικονομικό αντίκρισμα στη δουλειά μας πρέπει να είναι συγκεκριμένο κι όχι ένα φιλοδώρημα. Να είναι της τάξεως των 200 ευρώ, όπως και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες. Αυτό δεν το δίνουν σε εμάς, επικαλούμενοι δημοσιονομική στενότητα. Είμαστε ένα σώμα 60.000 ανθρώπων, αλλά δε μιλάμε για αστυνομικούς που παίρνουν 3.000. Ο νέος αστυφύλακας που βγαίνει από τη σχολή και τοποθετείται στην Αθήνα παίρνει το περισσότερο 900-1000 ευρώ, οπότε δεν μπορούν να λένε ότι εμείς επιβαρύνουμε τον προϋπολογισμό και γι’ αυτό δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως επικίνδυνο το επάγγελμα».
Και συνεχίζει: «Θα μπορούσαν να μην κάνουν επιπλέον αυξήσεις σε αυτούς που παίρνουν ήδη υπέρογκους μισθούς σε συγκεκριμένες θέσεις. Οι αστυνομικοί είχαμε συνέχεια με ένα χέρι απλωμένο να επαιτούμε για τα αυτονόητα».
Ανεπαρκής εξοπλισμός κι ελλιπής εκπαίδευση
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι αστυνομικοί δεν περιορίζονται μόνο εν ώρα εργασίας, αλλά κι εκτός καθήκοντος, επειδή είναι στοχοποιημένοι, όπως επισημαίνει ο ίδιος. «Οι αστυνομικοί έχουν στοχοποιηθεί κι εκτός υπηρεσίας έχουμε δεχθεί επιθέσεις στα σπίτια μας, έχουν δεχθεί επιθέσεις τα παιδιά μας στο σχολείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν μία προκήρυξη που είχε βγει με 21 ονόματα αστυνομικών, στα σπίτια των οποίων είχαν τοποθετηθεί εμπρηστικοί μηχανισμοί».
Υπογραμμίζει, δε, πως «το ίδιο το κράτος μας εκθέτει σε πολλούς περισσότερους κινδύνους απ’ αυτούς που ούτως ή άλλων είμαστε εκτεθειμένοι λόγω επαγγέλματος», σημειώνοντας πως οι ελλείψεις σε εξοπλισμό είναι τραγικές. «Δεν υπάρχουν μέσα κι εξοπλισμός επαρκή και δεν έχει εμπλουτιστεί η εκπαίδευση των αστυνομικών. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες εμπλοκής πάνω στους οποίους να βασιστούμε. Θα πρέπει να εμπλουτιστεί ο εξοπλισμός, ώστε να τελειώνει ένα περιστατικό όσο πιο αναίμακτα. Σε πολλές χώρες υπάρχουν τέιζερ, κατά τη διάρκεια καταδίωξης υπάρχουν μπαριέρες σε περιπολικά, πλέγματα ακινητοποίησης, καρφιά και κάμερες ώστε να υπάρχει αντικειμενική καταγραφή ενός περιστατικού».
Βασικό πρόβλημα, όπως συμπεραίνει, είναι μάλλον η άρνηση για ουσιαστικές λύσεις.
Ως προς την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, θα σχολιάσει πως η Πολιτεία προχωρά σε κατασταλτικά μέσα, κι έτσι το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί ποτέ. «Δεν υπάρχει πραγματική βούληση επίλυσης του προβλήματος. Το πρόβλημα δεν είναι μέσα στα γήπεδα αλλά έξω από αυτά. Θα πρέπει να τιμωρούνται οι οπαδικοί στρατοί. Και σε κοινωνικό επίπεδο, να μάθουμε στα παιδιά πως δεν είναι κακό να κάθονται δίπλα σε άλλα παιδιά με διαφορετική φανέλα».
Ενώ και για τα περιστατικά που αφορούν σε επιθέσεις από/προς αστυνομικούς, σχολιάζει πως «μετά το κάθε περιστατικό, η ηγεσία δεν κάθεται στο τραπέζι να κάνει αποτίμηση των γεγονότων, να δει τι πάει λάθος, τι πρέπει να αλλάξει. Και τα γεγονότα έρχονται και παρέρχονται μέχρι να έρθουν τα επόμενα».