Long ή post Covid: Η πνευμονολόγος Μ. Τσικρικά μιλά στο libre για το δυσκολοδιάγνωστο σύνδρομο
Περισσότερα από 3.5 έτη πανδημίας κύλησαν από την ταυτοποίηση ενός νέου φονικού RNA ιού, ο οποίος κατάφερε να καταγράψει εκατομμύρια νοσούντες και θανάτους ανά τον κόσμο, ενώ παράλληλα η άσκηση πίεσης σε υγειονομικά συστήματα κρατών ακόμα και σε εκείνα που θεωρούνταν τα πλέον αναπτυγμένα, ξεπέρασε κάθε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Λέξεις όπως: μάσκες, αντισηπτικά και διατήρηση σωματικής απόστασης, έγιναν τα συνθήματα της εποχής, ενώ ένα νέο σύνδρομο long ή post covid προστέθηκε σχεδόν επιτακτικά στις ιατρικές λίστες νοσημάτων, κυρίως μέσα από τα επίμονα συμπτώματα που ανέφεραν οι ίδιοι οι ασθενείς.
Τα παραπάνω αναφέρει, μιλώντας στο libre, για τη μακρά Covid 19 λοίμωξη, η Πνευμονολόγος Δρ. Σταματούλα Τσικρικά, Πρόεδρος Ένωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας*, εξηγώντας ότι για το συγκεκριμένο σύνδρομο δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, ειδική θεραπεία και ο στόχος των ιατρών είναι η θεραπευτική προσέγγιση των επιπλοκών της νόσου, ενώ παράλληλα αναφέρεται και στην ψυχολογική κατάσταση των ατόμων που βιώνουν τα συμπτώματα του συνδρόμου long ή post covid.
Αν και όλοι έχουν να αναπαράγουν προσωπικές ιστορίες, κλινικές πορείες και έναν μοναδικό και εξατομικευμένο τύπο νόσησης, με τους περισσότερους επαγγελματίες υγείας να θεωρούν ότι η νόσηση θα έληγε οριστικά στην οξεία φάση, σε ορισμένα άτομα ο ιός πυροδότησε μια παρατεταμένη δράση, με διατήρηση ακόμα και άτυπων κλινικών συμπτωμάτων, για αρκετούς μήνες μετά, με πλήρη διαταραχή της ποιότητας της ζωής.
Συμπτώματα της μακράς Covid 19 λοίμωξης
«Συμπτώματα, όπως: ο βήχας και η δύσπνοια, η μειωμένη ικανότητα για άσκηση, η ανοσμία-αγευσία, το αίσθημα παλμών, το θωρακικό άλγος, η τριχόπτωση, οι αιμωδίες, οι διαταραχές του θυρεοειδή, η ακράτεια, η σεξουαλική δυσλειτουργία, το χρόνιο άλγος, καθώς και η παρατεταμένη δεκατική πυρετική κίνηση, είναι μερικά από τα πιο συνήθη χαρακτηριστικά που συνθέτουν το long ή post σύνδρομο.
Για κάθε ασθένεια long ή post covid 19 που αφήνει επιπλοκές ή μη αναστρέψιμες βλάβες, η διαχείριση και το ιατρικό πλάνο είναι απαιτητικό, ίσως μακροχρόνιο και όχι πάντα εύκολο. Για το συγκεκριμένο σύνδρομο δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, συγκεκριμένη θεραπεία και η κύρια στόχευση του αποτελούν η θεραπευτική προσέγγιση των επιπλοκών της νόσου ανά συστήματα και η μακρά παρακολούθηση αυτών».
Η σημαντική επιβάρυνση για τους ασθενείς – ο ρόλος του ιατρού
«Συνήθως, οι ασθενείς, πριν οριστικοποιηθεί η διάγνωση του συνδρόμου, πιθανά να έχουν ταλαιπωρηθεί με πολλαπλές ιατρικές εξετάσεις και επισκέψεις σε διάφορες ειδικότητες, αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαγνωστική εξέταση για την πρώιμη πιστοποίηση του.
Από την άλλη μεριά, ο επαγγελματίας υγείας βρίσκεται μπροστά σε έναν τεράστιο όγκο ανανεώσιμης πληροφορίας και διαρκούς ιατρικής ενημέρωσης. Όσο και διακαώς οι ασθενείς ή οι φροντιστές να επιθυμούν να θέσουν τα προσωπικά τους ερωτήματα, πιθανά ακόμα και τώρα δεν υπάρχουν όλα εκείνα τα απαραίτητα επιστημονικά και έγκυρα δεδομένα να λάβουν ολοκληρωμένες απαντήσεις.
Δεν λείπουν οι φορές, που ο επαγγελματίας υγείας έχει να αντιμετωπίσει συναισθήματα φόβου και άγχους, απογοήτευσης, καθώς και φορτικές καταστάσεις θυμού ή απελπισίας απότοκες των εμμενόντων συμπτωμάτων. Για έναν ασθενή που παρέμεινε πιθανά νοσηλευόμενος ή έφτασε να διασωληνωθεί από τον ιό, ακόμα και η επαφή με τους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας δύναται να είναι επώδυνη και να αναδύει τραυματικές μνήμες.
Ο ασθενής με σύνδρομο long post covid 19 οφείλει να εμπιστεύεται τον θεράποντα ο οποίος έχει δεσμευτεί να παρέχει με το μέγιστο ήθος και επιστημονική γνώση τις υπηρεσίες του. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι η ιατρική παραπληροφόρηση, η «ιατρική» του διαδικτύου αμφιβόλου αξιοπιστίας, η ανειλικρίνεια, η έλλειψη σεβασμού, ευγένειας, μη συμμόρφωσης και εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του θεράποντα επιφέρουν περισσότερη σύγχυση και άγχος παρά συνδράμουν στην επίλυση του προβλήματος.
Ο θεράπων ιατρός, ο οποίος, πολλές φορές, αποτελεί μέρος μιας ολόκληρης διεπιστημονικής ομάδας, οφείλει να ενημερώνει λεπτομερώς για τα επόμενα βήματα και το πλάνο αντιμετώπισης του συνδρόμου και μέσω μιας αμοιβαίας αγαστής συνεργασίας να λαμβάνονται από κοινού με τον ασθενή οι τεκμηριωμένες αποφάσεις προς το όφελος του».