Η αντισυμβατική Ματούλα – “Ήθελα να είμαι ελεύθερη. Τίποτα άλλο”
Πολλές φορές, έχω σκεφτεί ότι η όποια αναφορά σήμερα σε «θρυλικές εποχές»,σε πρόσωπα- σύμβολα και τόπους, με φανερή ασυνέχεια, στην πάροδο του χρόνου, εκτός από νοσταλγική, εμπεριέχει και κάτι το«ακαταλαβίστικο». Λογικό.
Χρόνης Διαμαντόπουλος
Η Ματούλα του Κολωνακίου είναι αναπόσπαστο μέρος της ιστοριογραφίας των ’70ς και ’80ς, σε μια Αθήνα που σε έβαζε οπωσδήποτε στο πλάνο, αν ουδεμία σχέση είχες με την ελευθερία του κακέκτυπου. «Ήταν κοντά στο ‘70-‘71, όταν στη Λουκιανού ένας Ελληνοτεξανός επιχειρηματίας άνοιξε το “Stage Coach”, το οποίο είχαμε μάθει ότι είχε μέχρι και στύλο που δένουν τα άλογα μέσα. Εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν κολλητή με τον Φρέντι Σερπιέρι (στη συνέχεια, τού γνώρισα τη Μαρινέλλα και την ερωτεύτηκε), ο οποίος είχε τον Ιππικό Όμιλο, όπου είχαν μεταφερθεί κιόλα τα άλογα των ανακτόρων. Του λέω, λοιπόν: «Φέρε μου, ρε Φρέντι, ένα άλογο να πάω στα εγκαίνια. Όλοι θα έρθουν με Τζάγκουαρ, άσε εγώ να πάω με άλογο και νατο «παρκάρω» μέσα στο μαγαζί».
Φοβερή στιγμή. Λέγεται ότι ο Κώστας Βουτσάς, που ήταν παρών στη σκηνή με το άλογο, «έμεινε άγαλμα».
Το πραγματικό της όνομα ήταν Διαμάντω Κουτροπούλου και καταγόταν από την Κόρινθο. «Γεννήθηκα στις 18 Αυγούστου 1947. Στο σχολείο, έπαιρνα συνέχεια αποβολές. Έκανα παρέα πάντα με αγόρια, έπαιζα κλέφτες κι αστυνόμους, γκαζάκια στους δρόμους, ό,τι ήταν αντρικό παιχνίδι ήμουνα πρώτη! Ό,τι ήτανε γυναικείο, δεν το γούσταρα καθόλου. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τις γυναίκες. Δεν ήταν σαν κι εμένα.Έκανε λάθος ο Θεός που με έκανε κορίτσι, αγόρι έπρεπε να με κάνει. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν δώδεκα ετών. Λάτρευα τη μητέρα μου. Από αυτήν έχω πάρει την καλοσύνη της. Ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας, στην ασφάλεια του στρατηγού Παπάγου και μετά από τους έμπιστους στην ασφάλεια του Καραμανλή μέχρι το 1963,που έφυγε στο Παρίσι».
Οι ιστορίες πολλές.Πάντα στο προσκήνιο, το αθηναϊκό κέντρο και τα πέριξ του. Αλλά και η παραλιακή και η Μύκονος. Ο Ωνάσης, ο Ζαμπέτας, η Ζωή και ο Βοσκόπουλος. Ο έρωτας με τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Το συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον, η ορφάνια, η μητρότητα. Οι ουσίες και η φυλακή.
«Το έσκαγα από το σπίτι μου και πήγαινα με τον Μπάρκουλη στην «Κουίντα». Με κυνηγούσε ο πατέρας μου, πολύ αυστηρός, με έψαχνε στην «Κουίντα». Εγώ, κρυβόμουνα όπου εύρισκα, στα ψυγεία, κάτω από τα τραπέζια, στις βάρκες που είχε για ντεκόρ το μαγαζί».
Η Ματούλα ήθελε να ανυψωθεί πέρα από το συμβατικό. Να αναποδογυρίζει την ιερή τάξη. Σίγουρα γνώριζε και το κόστος. Γι’ αυτό και δεν χρέωσε σε κανέναν καμία ολέθρια πτώση της. «Ήθελα να είμαι ελεύθερη. Τίποτα άλλο. Εγώ πήγαινα ενάντια σε οτιδήποτε ήτανε απαγορευμένο. Δεν έκανε να βγω, έβγαινα. Δεν έκανε να καπνίζω,κάπνιζα. Δεν έκανε να φοράω μίνι, το φόραγα».
Ο κάθε θάνατος έχει τη δική του σημειολογία. Ο δικός της έχει αρκετή μοναξιά. Ένας θάνατος, που αναμφίβολα, πυροδότησε την επιδημική αδηφαγία του παρατηρητηρίου. Αν είχε προλάβει να σκηνοθετήσει και την αποδρομή της, θα ζητούσε μόνο τις ιστορίες της, σαν μουσικό χαλί. Και μετά εξαγνιστική σιωπή. Έτσι απλά.