ΣΥΡΙΖΑ/ Πάνος Σταθόπουλος: Το αβέβαιο μέλλον της Κεντροαριστεράς
Για να βάλουμε ένα πλαίσιο συζήτησης σχετικά με το μέλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, νομίζω είναι πολύ χρήσιμη η αντιστοιχία με τις δεύτερες εκλογές της μεταπολίτευσης το 1977. Τότε, όπως και τώρα, η ΝΔ διέθετε δεσπόζουσα θέση κυρίαρχου κόμματος με πάνω από 40%, έναντι μίας κατακερματισμένης αντιπολίτευσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η απόσταση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος το 1977 ήταν 16,4 μονάδες (ΝΔ 41,8% – ΠΑΣΟΚ 25,4%) με τη σημερινή, ακόμα πιο χαώδη, να καταγράφεται σχεδόν στις 23 μονάδες (ΝΔ 40,6% – ΣΥΡΙΖΑ 17,8%).
Του Πάνου Σταθόπουλου, Διευθυντής Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής»
Αντίστοιχα άλλωστε, το άθροισμα δεύτερου και τρίτου κόμματος το 1977 ξεπερνούσε το 37%, με το σημερινό να βρίσκεται κάτω από το 30%, ενώ, από την άλλη, η εκλογική επιρροή δεξιότερα της ΝΔ (που εμφανίστηκε αιφνίδια και στις δύο περιπτώσεις) καταγράφηκε στις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου σχεδόν διπλάσια από το 1977 (12,8% έναντι 6,8%). Πρόκειται για μία συνολική καταγραφή που επισημαίνει εν κατακλείδι και για τις δύο περιπτώσεις σαφείς ενδείξεις ασταθούς κομματικού συστήματος, αλλά κάπου εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες και αρχίζουν οι κρίσιμες διαφορές. Θα επισημάνουμε δύο που προχωρούν τη συζήτηση μας.
- Πρώτα απ’ όλα, το 1977, το νέο μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα βρισκόταν μεν υπό διαμόρφωση, αλλά προετοιμαζόταν στην ουσία η συγκρότηση και σταθεροποίησή του για τρεις δεκαετίες μετά το 1981. Σήμερα αντίθετα, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προδικάζει συγκεκριμένες εξελίξεις. Το 1977 χτιζόταν κάτι καινούριο, με κατακλυσμιαίες μεταβολές στον χώρο του κέντρου, ενώ το 2023 υπάρχει για την ώρα αποδόμηση της παλιάς επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που εκτοξεύθηκε στα χρόνια της κρίσης, χωρίς ορατή όμως και συγκεκριμένη κατεύθυνση.
- Δεύτερο και πιο ουσιώδες. Το 1977 ήταν απολύτως σαφές ότι η επιλογή του Α. Παπανδρέου να ιδρύσει το ΠΑΣΟΚ (αντί να ενταχθεί στην Ένωση Κέντρου) συνδυαζόταν με τη σαφή επίσης κεντροαριστερή κατεύθυνση που έδινε στο νέο κόμμα. Αντίστοιχα άλλωστε και η απόφαση του Κ. Καραμανλή να ιδρύσει την ΝΔ ως νέο κόμμα συνδυαζόταν με τη σαφή επίσης επιλογή του να του προσδώσει χαρακτηριστικά κεντροδεξιάς.
Με άλλα λόγια, το ελληνικό κομματικό σύστημα που αντιπροσωπεύει παραδοσιακά τις τρεις ιστορικές πολιτικές οικογένειες (Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά) είχε μεταβεί στο σχήμα Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά, Αριστερά, αλλά σήμερα οι ίδιες αναλογίες δεν είναι καθόλου δεδομένες.
Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να συγκροτήσει ποτέ χαρακτηριστικά σύγχρονου κεντροαριστερού κόμματος, ούτε το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να διευκρινίσει πειστικά αν επικρατούν στο προφίλ του κεντρώα ή κεντροαριστερά χαρακτηριστικά.
Ο έντονος «αντιμητσοτακισμός» που πρόβαλαν άλλωστε και τα δύο κόμματα στην πιο πρόσφατη περίοδό τους, τα εγκλώβιζε ουσιαστικά σε επιφανειακή ρητορική που δεν εμφάνιζε κανένα σύγχρονο σχέδιο για το μέλλον της χώρας.
Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχουν ηγετικά αναστήματα όπως του Α. Παπανδρέου, το προγραμματικό σχέδιο και ο σύγχρονος πολιτικός λόγος αντί για επανάληψη στερεοτύπων του παρελθόντος, είναι τα πιο πολύτιμα εφόδια που οφείλουν να διαθέτουν τα κόμματα προκειμένου να σταθούν πειστικά απέναντι στην κοινωνία και να επηρεάσουν υπέρ τους τους συσχετισμούς επιρροής. Σε τελευταία ανάλυση, αν η ταμπέλα θα λέει επίσης ότι αυτή είναι μία σύγχρονη κεντροαριστερή πρόταση ή όχι, είναι μάλλον δευτερεύον.