Παρέμβαση από υποψήφιο ευρωβουλευτή Ν.Δ: Γιατί δεν θα ψηφίσω Μητσοτάκη- Τι συνέβη την τελευταία τετραετία
Με ένα εκτενές άρθρο του στο KREPORT ο υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Ν.Δ και πανεπιστημιακός στην Βρετανία Παύλος Ελευθεριάδης εξηγεί γιατί “δεν θα ψηφίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη” στις εκλογές. Επιχειρεί μία αναδρομή στην συμμετοχή του στον πολιτικό βίο της χώρα, από την περίοδο του ΙΣΤΑΜΕ (ΠΑΣΟΚ) μέχρι το αποτυχημένο εγχείρημα του “Ποταμιού” και μετά την μεταπήδησή του στην ευρωλίστα της Ν.Δ και την προσωπική του σχέση με τον πρωθυπουργό.
Ο κ. Ελευθεριάδης εξηγεί τι συνέβη την “περίπου τετραετία” αυτής της κυβέρνησης για να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την απόφασή του να παύσει να στηρίζει τον κ. Μητσοτάκη.
Ολόκληρο το άρθρο
Θέλω να διατυπώσω ένα επιχείρημα για το τί συνέβη στην «περίπου» τετραετία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Πρωθυπουργία. Δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός. Είμαι πανεπιστημιακός και δικηγόρος και μοιράζομαι την ζωή μου μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Εδώ και πολλά χρόνια συμμετέχω όμως ενεργά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας με διάφορους τρόπους και πριν λίγα χρόνια γνώρισα κάποιους από τους σημερινούς πρωταγωνιστές της. Η εμπειρία μου μπορεί να ενδιαφέρει άλλους που συμμετέχουν στα δημόσια πράγματα. Ίσως, ακόμα πιο σημαντικό, να ενδιαφέρει νέα παιδιά που θέλουν να προσφέρουν στην δημόσια ζωή. Για να καταλάβουμε τι συνέβη πρέπει όμως να ξεκινήσουμε από την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Εισαγωγή στην Πολιτική
Ξεκίνησα την πολιτική μου δραστηριότητα ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΣΤΑΜΕ την περίοδο που πρόεδρός του ήταν ο Ηλίας Μόσιαλος, το 2009 με 2012. Διαπίστωσα εκεί πόσο δυσλειτουργικό ήταν το πολιτικό μας σύστημα και σχημάτισα την πεποίθηση ότι η οικονομική κρίση ήταν μόνο σε ένα μέρος της αποτέλεσμα του κακού σχεδιασμού της Ευρωζώνης ή της πολιτικής ανικανότητας του Κώστα Καραμανλή.
Ο κύριος λόγος της κατάρρευσης της χώρας ήταν η αφροσύνη, αμάθεια και διαφθορά του οικονομικού μας συστήματος στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, που συχνά και σωστά ονομάζουμε «ολιγάρχες», των μεγάλων επαγγελματικών ενώσεων, των δικαστών, των μέσων ενημέρωσης και ιδίως της ραδιοτηλεόρασης. Κατέγραψα τα συμπεράσματά μου αυτά στο άρθρο μου «Misrule of the Few: How the Oligarchs Ruined Greece», στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs το 2014, που δυστυχώς παραμένει επίκαιρο.
Συνειδητοποίησα αυτήν την πραγματικότητα την περίοδο 2010-2012 και ιδίως τις ημέρες που ο Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τo Ευρώ τον Οκτώβριο του 2011. Η ανακοίνωσή του ήταν για μένα πηγή αγωνίας. Τότε κατάλαβα ότι οι «εκσυγχρονιστές» με τον Γιώργο Παπανδρέου τότε επικεφαλής τους, τους οποίους εγώ θεωρούσα πρωτοπόρους, είχαμε τότε καταφέρει να βάλουμε σε κίνδυνο την παραμονή της χώρας μας στο Ευρώ. Είχαμε αφήσει τον αρχηγό μας να κυβερνά χωρίς αντίβαρα. Είχε την πλήρη ευχέρεια να αποφασίζει σπασμωδικά, χωρίς στρατηγική, χωρίς διαβούλευση, και χωρίς στην ουσία ηγετική ομάδα ή σοβαρή διαδικασία αποφάσεων. Το ιστορικό κόμμα του οποίου ηγείτο, δεν είχε κανέναν ρόλο, όπως δεν είχε και η εντελώς διακοσμητική δεξαμενή σκέψης στην οποία συμμετείχα.
Μόνος του, ξαφνικά, αποφάσισε να κάνει ένα απελπισμένο δημοψήφισμα το οποίο, στο κλίμα της εποχής ήταν καταδικασμένος να χάσει. Για μένα αυτό ήταν ένδειξη μια βαθιά δυσλειτουργικής πολιτικής ζωής, που δεν είχε καμία σχέση με το όσα είχα δει στην δημόσια ζωή της Βρετανίας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – μέσω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με το συνταγματικό και διοικητικό δίκαιο.
Θυμίζω ότι την εποχή εκείνη ανεύθυνοι «αντιμνημονιακοί» λαϊκιστές στην Νέα Δημοκρατία και τον Σύριζα υποσχόντουσαν με μαγικό τρόπο το τέλος της λιτότητας, βάζοντας την δική τους πρόσκαιρη προσωπική δικαίωση, πάνω από το συμφέρον της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι το μακρινό 2010 ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας είχαν ψηφίσει κατά της Ευρωπαϊκής διάσωσης της χώρας. Τότε η πρώτη δανειακή σύμβαση ψηφίστηκε από τη βουλή με τις ψήφους μόνο του ΠΑΣΟΚ, του ακροδεξιού ΛΑΟΣ και – προς τιμήν της – της Ντόρας Μπακογιάννη. Η πολιτική ζωή μας και η οικονομία μας θα ήταν εντελώς διαφορετική αν τότε ο Αντώνης Σαμαράς και το κόμμα του είχαν δείξει στοιχειώδη υπευθυνότητα.
Το φθινόπωρο του 2011 όμως η δική μου ομάδα πήγε να βγάλει τη χώρα από το Ευρώ κάνοντας ένα σπασμωδικό και αχρείαστο δημοψήφισμα. Την κύρια ευθύνη για την αποψίλωση της πολιτικής μας ζωής, θεώρησα, έφεραν και τα δύο τότε μεγάλα κόμματα Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, που δεν επέτρεψαν στους μεταρρυθμιστές τους κόλπους τους να προχωρήσουν πιο ριζοσπαστικά στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και της οικονομίας μετά την είσοδό μας στην ΕΕ, αλλά και φοβόντουσαν να εξηγήσουν στην κοινή γνώμη τί πραγματικά συνέβαινε. Παρά τις κάποιες πολύ σημαντικές προσωπικότητες στο εσωτερικό τους, ως οργανισμοί είχαν πλέον γίνει διαλυτικοί για την χώρα, αφού εμπόδιζαν τον εκσυγχρονισμό της.
Ξεκίνησα να συζητώ τα πράγματα αυτά με φίλους και κάποιοι από εμάς ξεκινήσαμε μια «Πρωτοβουλία» για έναν νέο φιλοευρωπαϊκό και προοδευτικό κόμμα που θα ήταν έξω-συστημικό, αλλά όχι «αντί-συστημικό». Συνάντησα τον Σταύρο Θεοδωράκη το φθινόπωρο του 2013 – στα γραφεία της Athens Voice μαζί με τον Φώτη Γεωργελέ – και μου είπε ότι δεν ήταν πρόσφορη η εποχή για ένα τέτοιο νέο κόμμα. Μου συνέστησε να φτιάξουμε ένα Ινστιτούτο, μια δεξαμενή σκέψης πολιτικών μελετών. Μετά από τέσσερις μήνες άλλαξε, ευτυχώς, γνώμη. Τελικά, μετά από συζητήσεις και παραινέσεις φίλων και ιδίως του Σταύρου Τσακυράκη, ακολούθησα τον Θεοδωράκη στην ίδρυση του Ποταμιού το 2014, και αφού εξελέγην μέλος της «Πανελλήνιας Επιτροπής» του στο συνέδριο του Λαυρίου τον Ιούνιο του 2014, υπήρξα μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής και υποψήφιος στις εκλογές. Το Ποτάμι είχε πετυχημένη παρουσία τόσο στις Ευρωεκλογές του 2014 όσο και τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, εκλέγοντας Ευρωβουλευτές και βουλευτές. Δυστυχώς έχασε όμως σχεδόν το ένα τρίτο της δύναμής του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Μετά την εκλογική αυτή αποτυχία πίστεψα ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει το Ποτάμι θα ήταν με αποδοχή της ευθύνης για την εκλογική αποτυχία (ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε δημόσια δηλώσει ότι αν έπαιρνε κάτω από 5% θα πήγαινε σπίτι του) με αλλαγή ηγεσίας και με αλλαγή κατεύθυνσης: προς πιο έντονα μεταρρυθμιστικές, πράσινες και φιλοευρωπαϊκές θέσεις, με διαρκή κριτική προς την διαφθορά, τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό του Σύριζα και των ΑνΕλ και συγκεκριμένες κυβερνητικές προτάσεις για δομικές αλλαγές στο κράτος και την δημόσια διοίκηση. Δυστυχώς από τότε που ο Σταύρος Θεοδωράκης υποδέχτηκε διάσημες πολιτικές προσωπικότητες στο Ποτάμι, αμέσως πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2015, ο λόγος μας έπαψε να είναι ριζοσπαστικός.
Η επαμφοτερίζουσα στάση που είχε κρατήσει τότε ο Σταύρος Θεοδωράκης προς τον Σύριζα ήταν για μένα το μεγαλύτερό του πολιτικό σφάλμα του – μαζί με την απροθυμία του να στήσει ένα σοβαρά οργανωμένο κόμμα, και όχι μια παρέα φίλων (του). Στο δεύτερο Συνέδριο του Ποταμιού τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ο Χάρης Θεοχάρης αρνήθηκε την πρόταση που του κάναμε κάποιοι φίλοι να είναι εκείνος επικεφαλής, έθεσα υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος ως εκπρόσωπος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, εξηγώντας ότι οι παλινωδίες του Σταύρου Θεοδωράκη έβλαψαν την ταυτότητά του. Το Συνέδριο απέρριψε την πρότασή μας με μεγάλη πλειοψηφία. Μερικούς μήνες αργότερα αποχώρησα από το Ποτάμι, ομολογώ με κάποια ανακούφιση.
Το 2019 στήριξα την Νέα Δημοκρατία ως υποψήφιος Ευρωβουλευτής. Δεν ζήτησα εγώ να είμαι υποψήφιος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μου το ζήτησε προσωπικά στο τηλέφωνο. Την περίοδο εκείνη μιλούσαμε περιστασιακά και συναντιόμασταν για να συζητήσουμε θέματα Ευρωπαϊκής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων. Δέχθηκα τότε γνωρίζοντας ότι θα μπορούσα να συνεισφέρω κάπως – ως δυνάμει εκπρόσωπος του μεταρρυθμιστικού τμήματος του Ποταμιού – σε μια μεγάλη φιλοευρωπαϊκή συμμαχία έναντι του Σύριζα. Θεωρούσα και θεωρώ την ηγεσία του Σύριζα, αν και όχι όλα τα στελέχη του, ακατάλληλη για κάθε δημόσια θέση. Η δημαγωγία του 2012-2015 δεν μπορεί να ξεχαστεί και δεν μπορεί ποτέ να συγχωρεθεί (το ίδιο πιστεύω και για τον Αντώνη Σαμαρά). Χαίρομαι που ο Σύριζα έχει μείνει στάσιμος στην προτίμηση του κόσμου και ελπίζω – και αναμένω – να επιστρέψει σε μονοψήφια ποσοστά και να αποχωρήσουν από την πολιτική οι υπεύθυνοι της κατάρρευσης του 2015.
Δέχτηκα την πρόταση του νυν Πρωθυπουργού σαν μια προσπάθεια αναβίωσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της πρώτης περιόδου του Ποταμιού, αφού πολλοί άλλοι φίλοι – και ο Χάρης Θεοχάρης – είχαν τότε στηρίξει τον Κυριάκο. Βρέθηκα έτσι, δια της ατόπου απαγωγής, υποψήφιος Ευρωβουλευτής, συμμαχώντας με την – τότε – φιλελεύθερη πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας. Είμαι ευγνώμων για την εμπειρία της προεκλογικής εκστρατείας για τις Ευρωεκλογές, που μου επέτρεψε να γνωρίσω από κοντά την συντηρητική παράταξη και κάποιες σημαντικές προσωπικότητές στο εσωτερικό της. Καταλαβαίνω πολύ καλύτερα την ελληνική πολιτική ζωή μετά από την εμπειρία μου αυτή.
Η «Περίπου» Τετραετία
Στις εκλογές της 21ης Μαίου όμως δεν θα ξαναψηφίσω Νέα Δημοκρατία. Οφείλω έτσι μια εξήγηση, όχι μόνο στην ηγεσία της αλλά κυρίως σε όσους με στήριξαν και με ψήφισαν πριν τέσσερα χρόνια αλλά και στους φίλους που έκανα στο κόμμα αυτό και τα μέλη και τους ακούραστους εθελοντές της που γνώρισα κατά την τότε προεκλογική εκστρατεία, ιδίως κατά τις συχνές επισκέψεις μου στο κέντρο της Πλατείας Κλαυθμώνος. Θέλω να τονίσω ότι δεν μετανιώνω που στήριξα τη Νέα Δημοκρατία το 2019. Καλά κάναμε οι κεντροαριστεροί που στηρίξαμε τον Κυριάκο τότε. Οι συνθήκες όμως έχουν αλλάξει και έχουν αλλάξει πολύ σημαντικά.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δώσει τότε σοβαρές υποσχέσεις ότι είχε ακολουθήσει τις παραινέσεις των πιο διακεκριμένων Ελλήνων οικονομολόγων για σοβαρές δομικές μεταρρυθμίσεις. Υποσχόταν ότι θα κυβερνήσει από το κέντρο, έχοντας διατυπώσει προοδευτικές προτάσεις για μεταρρυθμίσεις της χώρας. Η αισιοδοξία μου βασιζόταν και στις προσωπικές μας συζητήσεις και συνομιλίες, όπου ο Πρωθυπουργός ήταν πάντα ευγενής, διαβασμένος και σοβαρός. Ενδιαφερόταν σοβαρά για τα ζητήματα δημόσιας πολιτικής, ήταν ενήμερος για την διεθνή πολιτική και συνομιλούσε τότε και με πολλούς φίλους πανεπιστημιακούς, ακτιβιστές, επιχειρηματίες, που προερχόντουσαν, όπως εγώ, από πολιτικούς χώρους εκτός της συντηρητικής παράταξης. Θυμάμαι ότι είχα παρακολουθήσει στην Αθήνα μια πολύ καλή ομιλία του στην παλιά Βουλή όπου είχε μιλήσει πολύ ωραία για τον «Προοδευτικό Φιλελευθερισμό». Εκτιμούσα και εκτιμώ ακόμα τις πολιτικές του ικανότητες και την αποτελεσματικότητά του στο να ενώνει και να συνθέτει. Όλα αυτά με έκαναν τότε αισιόδοξο ότι αν κέρδιζε την αυτοδυναμία θα επέβαλε τις ιδέες του στο υπερ-συντηρητικό και ίσως οικονομικά βολεμένο κομματικό του ακροατήριο.
Δυστυχώς, δεν ήλθαν έτσι τα πράγματα. Η τετραετία που πέρασε ήταν για μένα μια μεγάλη απογοήτευση. Ενώ είδαμε κάποιες επί μέρους βελτιώσεις, π.χ. στο ασφαλιστικό, την πρωτοβάθμια υγεία, την υιοθέτηση κάποιων ψηφιακών λύσεων, στην ολόσωστη στήριξη της Ουκρανίας και την κριτική σε αυταρχικά καθεστώτα, δεν είδαμε σχεδόν καθόλου δομικές μεταρρυθμίσεις, ούτε και βήματα στην καλύτερη κατανόηση των παθογενειών της κοινωνίας μας. Οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη έχουν στην ουσία εγκαταλειφθεί. Η χώρα μας έχει μείνει στάσιμη.
Παρά τις πολλές διακηρύξεις, ομιλίες και δηλώσεις, δεν είδαμε καθόλου ουσιώδεις αλλαγές στην δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την δικαιοσύνη, την χωροταξία και το κράτος δικαίου. Αντίθετα ο δημόσιος βίος μας έγινε φτωχότερος, αφού και τα μέσα ενημέρωσης έχουν γίνει φτωχότερα με την διαρκή πίεση που τους ασκείται από το Μέγαρο Μαξίμου. Ακούστηκαν πολύ λίγες σοβαρές κριτικές φωνές (κυρίως από βουλευτές του ΚινΑλ/ΠαΣοΚ). Ακούσαμε τοξικότητα, λαϊκισμό και κινδυνολογία από όλες τις πλευρές.
Δεν ακούσαμε που θα πρέπει να είναι η Ελλάδα το 2030. Σε ορισμένους τομείς η Ελλάδα διολίσθησε σοβαρά όπως π.χ. στο κράτος δικαίου με την σκανδαλώδη ατιμωρησία των ενόχων για το σκάνδαλο των υποκλοπών και την τραγική αδυναμία των αρχών να ερευνήσουν τις χιλιάδες αναφορές για βιαιότητες και ποινικά αδικήματα στα σύνορα, αλλά και τις καταγγελίες για εγκατάλειψη οικογενειών σε σωσίβιες λέμβους, κλοπές, απαγωγές ακόμα και ανθρωποκτονίες. Μου είναι ειλικρινά δύσκολο να πιστέψω ότι όλα αυτά έγιναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με αυτήν την πολιτική ηγεσία. Τί συνέβη;
Πιστεύω ότι συνέβησαν τρία πράγματα, που συνδέονται μεταξύ τους: προγραμματική ασάφεια, ιδεολογική υποχώρηση, και ηθική κατάρρευση. Πιστεύω ότι το πρώτο έφερε το δεύτερο και μετά και τα δύο μαζί έφεραν το τρίτο. Θα τα εξετάσω με την σειρά.
Προγραμματική Ασάφεια
Η Νέα Δημοκρατία δεν είχε σχέδιο μεταρρύθμισης του κράτους. Αυτό που συζητούσαμε προεκλογικά δεν ήταν τέτοιο σχέδιο. Ο Πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του μιλούσαν τότε για την νομοθεσία ενός «επιτελικού κράτους». Ο όρος ήταν ένας νεολογισμός που ήταν εντελώς ασαφής. Ο όρος «επιτελικό» κράτος δεν έχει κάποιο τεχνικό νόημα στο διοικητικό δίκαιο ή την πολιτική επιστήμη. Όσοι το συζητούσαμε προεκλογικά είχαμε τελικά κατά νου δύο διαφορετικά νοήματα, που τελικά ήταν αντικρουόμενα.
Το πρώτο νόημα, που είχαμε όσοι προερχόμασταν από το Ποτάμι και ίσως και το ΠΑΣΟΚ, ήταν μια επιτελική δημόσια διοίκηση. Εννοούσαμε την ενδυνάμωση των ανώτατων στελεχών της δημόσιας διοίκησης ώστε να περιστοιχίζουν τα πολιτικά πρόσωπα και να δίνουν συνέχεια του κράτους (αυτό που περιμένει κανείς σε μια Ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, π.χ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, που δεν έχει μετακλητούς υπαλλήλους στα Υπουργεία). Αυτό πίστευα εγώ.
Το δεύτερο νόημα όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Βασιζόταν σε κάτι άλλο που είχε παρατηρήσει ο Κέβιν Φεδερστόουν και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στο βιβλίο τους για τον ρόλο του Πρωθυπουργού στην Ελλάδα, ότι δηλαδή το πρωθυπουργικό γραφείο ήταν εξαιρετικά αδύναμο έναντι των υπουργείων. Τελικά το «επιτελικό» κράτος σήμαινε μόνο αυτό. Την ενδυνάμωση του γραφείου του πρωθυπουργού ώστε εκείνος να είναι ο ισχυρότερος πολιτικός και όχι οι υπουργοί. Αυτό όμως δεν ήταν από μόνο του μεταρρύθμιση (και φυσικά δεν εννοούσαν αυτό οι Φέδερστοουν και Παπαδημητρίου). Η φιλοσοφία της κομματοκρατικής διοίκησης δεν άλλαξε. Έτσι τώρα το γραφείο του Πρωθυπουργού μπορεί να διορίζει δικούς του δεκάδες μετακλητούς και αποσπασμένους υπαλλήλους, ώστε να παρακολουθεί πολύ στενά τα επιμέρους υπουργεία. Αυτός ο συγκεντρωτικός τρόπος διακυβέρνησης μπορεί να είναι σχετικά πιο αποτελεσματικός για ορισμένα θέματα, δεν αλλάζει σε τίποτα όμως την πελατειακή και αναποτελεσματική φύση της ελληνικής διοίκησης.
Δυστυχώς το «επιτελικό» κράτος δεν σήμαινε καθόλου την δημιουργία ακέραιης και αμερόληπτης κεντρικής διοίκησης. Αντί να γίνει λιγότερο κομματοκεντρικό, το κράτος μας έγινε περισσότερο κατά την τετραετία που πέρασε. Το κόμμα συνεχίζει να ελέγχει τα πάντα, από τις ΔΕΚΟ και τα νοσοκομεία μέχρι τις κρατικές προμήθειες για την φροντίδα των μεταναστών. Ως Πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέχθηκε τις παραδοσιακές πρακτικές κομματικής στελέχωσης όλων των διαθέσιμων θέσεων στον κρατικό μηχανισμό. Παρά τις περί αντιθέτου παραινέσεις πολλών, απέρριψε το μοντέλο της πλήρωσης με ανοικτές διαδικασίες, όπως είχε κάνει ο Γιώργος Παπανδρέου (με το opengov.gr). Έτσι το κόμμα διόρισε από τους επικεφαλής οργανισμών, μέχρι τους διοικητές νοσοκομείων, χωρίς καμία φροντίδα για ανοιχτές διαδικασίες ή αξιοκρατία.
Συνήθως στην Ελλάδα αυτό θεωρείται αναγκαίο κακό από τους περισσότερους πολιτικούς και δημοσιογράφους. Οι αποδοχή αυτή όμως ξεχνά ότι όλες οι μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν επιτρέπουν τέτοια κομματικό ρεσάλτο στη διοίκηση, αντίθετα το τιμωρούν ως κακουργηματική απιστία, ενώ από τη στιγμή που δίνεται το σύνθημα για το ρεσάλτο, όλα τα κομματικά στελέχη σταματούν να εργάζονται για ο,τιδήποτε άλλο.
Η κατάρρευση της χώρας το 2010 προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την αδυναμία της διοίκησης και του κράτους να σκεφτεί και να προγραμματίσει μακροπρόθεσμα. Τα μεγάλα κόμματα έχουν έτσι γίνει μηχανισμοί διορισμών, όχι μηχανισμοί παραγωγής ιδεών, πολιτικής και συλλογικότητας, προσελκύουν έτσι ανθρώπους κυνικούς, ναρκισσιστές, ιντριγκαδόρους, που αγωνιούν απλά και μόνο να λύσουν δια της πολιτικής τα δικά τους προβλήματα, όχι τα προβλήματα της χώρας. Δεν ήταν έτσι τυχαίο ότι ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν εντελώς μόνος του. Όταν γίνεται το ρεσάλτο, είναι όλοι μόνοι τους. Με αυτό το προσωπικό και με αυτά τα κίνητρα και με την διαρκή επιβράβευση του χειρότερου κυνισμού, η χώρα μας δεν μπορεί να σχεδιάσει τίποτε. Με αυτήν την έλλειψη σχεδιασμού και στρατηγικής ξέφυγε το δημόσιο χρέος την περίοδο 2007-2009 και έτσι ίσως ξαναγίνει σε δέκα χρόνια μόλις λήξουν τα προνομιακά επιτόκια των μνημονιακών δανείων.
Έτσι οι όποιες μεταρρυθμίσεις του – τότε -προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας βάλτωσαν, εκτός ίσως του προγράμματος πρωτοβάθμιας υγείας και του ασφαλιστικού. Αυτό όμως σήμαινε ότι η κυβέρνηση δεν είχε πλέον συνδετικό κρίκο, πέραν της κομματικής συναλλαγής, ούτε και γνωστούς μακροπρόθεσμους στόχους. Οι Υπουργοί – και το μέγαρο Μαξίμου – αφοσιώθηκαν στην περιστασιακή διακυβέρνηση, απασχολήθηκαν ασφαλώς και με την μεγάλη κρίση του κορωνοϊού, και δεν εκπόνησαν κανένα μεγαλόπνοο σχέδιο για κανέναν τομέα της κοινωνίας μας, ούτε την ενεργειακή μετάβαση, ούτε την χωροταξία, ούτε την προστασία του περιβάλλοντος, την παιδεία ή την δικαιοσύνη. Ακόμα και το σχέδιο για την αστυνόμευση των Πανεπιστημίων, ανακοινώθηκε, νομοθετήθηκε, και εγκαταλείφθηκε. Αυτό που είδαμε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μια κυβέρνηση μεταρρυθμίσεων. Μπορεί να ήταν καλύτερη από αυτό που θα ήταν ο Σύριζα. Ναι, αυτό σίγουρα. Η χώρα όμως χρειάζεται ριζικές αλλαγές, όχι ένα τέλμα στασιμότητας.
Ιδεολογική Υποχώρηση: Ανασφάλεια
Πιστεύω ότι η προγραμματική ασάφεια συνοδεύτηκε από μια συγκεκριμένη ιδεολογική υποχώρηση, για την οποία η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός προσωπικά – αλλά και τα πρώην κεντρώα στελέχη που μπήκαν στην κυβέρνηση και έμειναν από φόβο σιωπηλά σε αυτά τα θέματα – έχει τεράστια ευθύνη. Ποια είναι ακριβώς η «ιδεολογία» των φιλοευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες μιλάω;
Υπάρχουν, φυσικά, πολλές διαφορετικές τέτοιες ιδεολογίες με διάφορους επιμέρους χρωματισμούς. Υπάρχει όμως ένας κοινός τόπος που ενώνει σοσιαλδημοκράτες, κεντρώους, φιλελεύθερους ακόμα και συντηρητικούς μεταρρυθμιστές. Θα το ονομάσω μια ιδεολογία της αυτοπεποίθησης.
Ο κοινός ιδεολογικός τόπος των μεταρρυθμιστών είναι η διαπίστωση ότι η χώρα μας θα μπορούσε να έχει, αλλά δεν έχει σοβαρούς θεσμούς ώστε να εκμεταλλευτεί το τεράστιο προνόμιο της συμμετοχής της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Το επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι οι θεσμοί της ισότητας και της συμμετοχής. Οι ανοικτοί θεσμοί αλλάζουν την προσωποπαγή και ιεραρχική δομή της κοινωνίας μας. Οι πολλοί επιβάλλονται στους λίγους. Αυτή είναι μια ουσιαστική κατάκτηση των Ευρωπαϊκών δημοκρατιών.
Ποιοι είναι αυτοί οι θεσμοί; Η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, η παιδεία, η υγεία και η χωροταξία. Αυτοί οι πέντε τομείς δημόσιας πολιτικής είναι πέντε πληγές από τις οποίες υποφέρει η χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Σε όλους τους τομείς αυτούς οι θεσμοί είναι αδύναμοι και οι προσωπικές σχέσεις, δίκτυα επιρροής και πελατειακές διευθετήσεις βασιλεύουν. Αν η κοινωνία μας δεν καταφέρει να δώσει λύσεις στους τομείς αυτούς και να προσαρμοστεί στα δεδομένα της νέας εποχής, η Ελλάδα θα είναι καταδικασμένη να είναι ουραγός στην ΕΕ και να επιβιώνει εξάγοντας το καλύτερο κομμάτι της νεολαίας της, που θα μεταναστεύει είτε για λίγο είτε μονίμως αναζητώντας δικαιοσύνη και ευκαιρίες στις μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι μια ουτοπία. Όπως η Ελλάδα υιοθέτησε τον πολιτικό φιλελευθερισμό ως πρωτοπόρος στην Ευρώπη την δεκαετία του 1820, έτσι και σήμερα θα μπορούσε να υιοθετήσει πρωτοπόρες μεταρρυθμίσεις για μια πιο ανοικτή κοινωνία, για ένα πιο ακέραιο κράτος, για πιο υπεύθυνους πολίτες και για πιο δίκαιους και οργανωμένους θεσμούς. Αυτό σήμαινε, πιστεύω, η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στον «προοδευτικό φιλελευθερισμό» την άνοιξη του 2019. Μπορεί να ήμουν αφελής, αλλά πίστευα ότι το μεταρρυθμιστικό κύμα που υπήρχε τότε θα έσπρωχνε την κυβέρνηση σε ουσιαστικές αποφάσεις.
Φυσικά, ένα μεγάλο μέρος της συντηρητικής παράταξης δεν συμφωνεί με αυτές τις διαπιστώσεις. Πιστεύει ότι τα σχολεία μας είναι επαρκή, επειδή διαπλάθουν μια στενή και κλειστή εθνική συνείδηση χωρίς να ανοίγουν την κοινωνία μας σε δήθεν «ξένες» επιρροές. Πιστεύουν ότι η δημόσια διοίκηση καλώς βρίσκεται στην υπηρεσία του πελατειακού κράτους αφού έτσι είναι η «κουλτούρα» μας. Κουτσά στραβά, τα βολεύουμε. Και τελικά το γεγονός ότι τα παιδιά των δικηγόρων γίνονται και αυτοί δικηγόροι και κληρονομούν τα μικρά οικογενειακά γραφεία τους θεωρείται από τον συντηρητικό ψηφοφόρο μέρος της «φύσης των πραγμάτων». Γιατί να αλλάξει; Αντίστοιχα ο συντηρητικός ψηφοφόρος πιστεύει ότι η χαλαρότητα στην δικαιοσύνη, ή την χωροταξία, είναι κομμάτι μιας ελληνικής ιδιομορφίας, που καλώς υπάρχει και πρέπει να προστατευτεί ως ιδιόμορφη εθνική «ταυτότητα». Στο κάτω κάτω σηκώνουν το τηλέφωνο και μιλούν με έναν γνωστό τους. Τους αρκεί να πορευόμαστε κουτσά στραβά αφού δεν θα μπορούσαμε ποτέ να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο. Η μοιρολατρία είναι μέρος του συντηρητισμού. Οι πρώτες θέσεις, πιστεύουν, είναι κατειλημμένες από άλλους, που δεν είναι σαν και εμάς. Για να τους φτάσουμε, θα έπρεπε να αλλάξουμε. Το κυριότερο περιεχόμενο της συντηρητικής αυτής οπτικής είναι η ανασφάλεια για την εθνική μας ταυτότητα.
Αντίθετα, το κύριο χαρακτηριστικό των μεταρρυθμιστών είναι η μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για το παρόν και μέλλον της χώρας. Οι μεταρρυθμιστές είναι αισιόδοξοι, γι αυτό κρίνουν τις σημερινές κυβερνήσεις με πολύ πιο αυστηρά κριτήρια από ότι οι συντηρητικοί. Δεν λένε ότι μια κυβέρνηση είναι καλή όταν δεν κάνει μεγάλη ζημιά, όπως οι συντηρητικοί, αλλά λένε ότι μια κυβέρνηση είναι καλή όταν πετυχαίνει κάποιες μεγάλες και εφικτές μεταρρυθμίσεις. Έχουν την αισιοδοξία ότι αν η Ελλάδα είχε σοφότερη πολιτική ηγεσία, θα μπορούσε να αλλάξει, χωρίς να χάσει την «ταυτότητά» της.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε αυτήν την αισιοδοξία σχεδόν αμέσως μετά την εκλογική της νίκη. Η ειρωνεία είναι ότι κατά την στιγμή που ο Πρωθυπουργός ήταν ισχυρότερος, δηλαδή τον πρώτο χρόνο της θητείας του, έδειξε την μεγαλύτερη αδιαφορία για την ιδεολογική ταυτότητα της κυβέρνησής του. Ο καταλύτης στην εγκατάλειψη του «προοδευτικού φιλελευθερισμού» ήταν η ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2019. Η σωστή απάντηση του Πρωθυπουργού θα ήταν τότε να απορρίψει την κριτική του κ. Σαμαρά και να αγωνιστεί στον στίβο των ιδεών να εκλείψει τον πηγαίο συντηρητισμό του προκατόχου του στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Τελικά έγινε το αντίθετο. Αντί να υποχωρήσει ο κ. Σαμαράς, υποχώρησε ο κ. Μητσοτάκης.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η ιδεολογική αφοσίωση του κ. Σαμαρά στα δόγματα της ανασφαλούς και περικυκλωμένης Ελλάδας είναι ειλικρινής, πηγαία και ισχυρότατη. Είναι η δική του πίστη δεν είναι κάτι που υποδύεται για να γίνει δημοφιλής. Αυτό το εκλογικό σώμα το εκτιμά και το επιβραβεύει. Γι αυτό, πιστεύω, ο κ. Σαμαράς έχει ακόμα τεράστια απήχηση στο εκλογικό σώμα, παρά τις πολλαπλές αποτυχίες του. Στο παρελθόν η ιδεολογία αυτή αγκάλιασε διάφορους εθνικιστικούς φόβους για την Μακεδονία και αντίστοιχους φόβους για τις πάντα «εξαιρετικά κρίσιμες» Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από το 2015 η εθνικιστική ιδεολογία της ανασφαλούς και περικυκλωμένης Ελλάδος έχει στραφεί στο μεταναστευτικό.
Ο κ. Σαμαράς ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για την δήθεν «εισβολή» των προσφύγων και μεταναστών, μετατρέποντας ένα θέμα ανθρωπιστικής κρίσης σε θέμα «εθνικής άμυνας». Οι απελπισμένοι που έφταναν στα σύνορά μας παρουσιάζονται από τον κ. Σαμαρά όχι ως μια ευκαιρία να δείξουμε τον γνήσιο ανθρωπισμό μας περιθάλποντας παιδιά και οικογένειες με αποτελεσματικότητα όπως είχαμε εξάλλου νόμιμη υποχρέωση, αλλά ως μια τεράστια απειλή που έπρεπε να μείνει έξω από τα σύνορα με κάθε κόστος. Τα πεινασμένα παιδιά που ξέφευγαν από την Τουρκία, ήταν δήθεν πράκτορες των Τούρκων και εχθροί του έθνους. Αυτή η παραδοξότητα ήταν και είναι το κεντρικό μήνυμα του κ. Σαμαρά. Αυτό είναι πλέον η επίσημη ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας: η παράδοξη ανασφάλεια.
Η ομιλία του κ. Σαμαρά στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2019 ήταν μια παθιασμένη έκκληση προς τον Πρωθυπουργό να αναγνωρίσει τον «κίνδυνο» της μετανάστευσης για την εθνική άμυνα και προσκαλούσε τον ακροατήριο να δει τους πρόσφυγες ως τοξικά απόβλητα που έπρεπε να αποκρουστούν. Δεν γνωρίζω γιατί ακριβώς, αλλά από την ομιλία αυτή ο Πρωθυπουργός υιοθέτησε πλήρως την λογική του κ. Σαμαρά, ακριβώς όπως εκφράστηκε τότε. Από τότε η κύρια ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας έπαψε να είναι ο «προοδευτικός φιλελευθερισμός» και επέστρεψε στον εύκολο μαξιμαλιστικό εθνικισμό (κάτι που περιέγραψα αναλυτικά στο άρθρο μου «Η Ιδεολογία της Ανασφαλούς Ελλάδας» Books Journal). Σύντομα η κυβέρνηση επανέφερε το Υπουργείο Μετανάστευσης και τοποθέτησε σε αυτόν τον εξίσου ακραίο κ. Μηταράκη που, όχι μόνο έχει τις ίδιες απόψεις με τον κ. Σαμαρά αλλά και εκλέγεται βουλευτής στην Χίο, και έχει προσωπικό συμφέρον να μεγεθύνει τους φόβους των εκλογέων του – ώστε να εμφανιστεί ως σωτήρας.
Ηθική Κατάρρευση
Η ιδεολογική υποχώρηση και η έλλειψη σοβαρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων είχαν ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση έχασε το αφήγημά της και έγινε απλά διαχειριστική. Προτεραιότητα ήταν ξανά η «απορρόφηση» των κονδυλίων της ΕΕ, όχι ο τρόπος με τον οποίον θα μοιραστούν. Οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε η Επιτροπή Πισσαρίδη εξαφανίστηκαν από την δημοσιότητα. Κανείς δεν μιλούσε για αυτές. Πιστεύω ότι αυτό έγινε επειδή οι Υπουργοί τελικά επικράτησαν του Μεγάρου Μαξίμου. Ο κομματισμός στην κεντρική διοίκηση δηλητηρίασε κάθε άλλη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων ή σχεδιασμού ευρύτερων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Δεν υπήρχε κανείς να τις προωθήσει. Οι πελατειακές διαμάχες φέρνουν μια νοοτροπία μηδενισμού: «τίποτα εκτός από εμένα δεν έχει σημασία». Αυτός ο μηδενισμός γίνεται αποδεκτός από διακεκριμένους Έλληνες πολιτικούς με τον ευφημισμό του «πολιτικού κόστους». Έτσι όλοι οι Υπουργοί ασχολούνται με το σύνηθες κομματικό άθλημα, την ψηφοθηρία, ενώ αν ακούσει κανείς τους δημοσιογραφικούς ψιθύρους, κάποιο ασχολήθηκαν και με τον προσωπικό τους πλουτισμό. Έτσι φτάσαμε στην ηθική κατάρρευση.
Κατά την διάρκεια της τετραετίας συνέβησαν δύο τεράστια σκάνδαλα. Το πρώτο είναι οι συστηματικές βίαιες επαναπροωθήσεις στα σύνορα με πιθανές ληστείες, απαγωγές και ανθρωποκτονίες από μασκοφόρους. Ο ξένος τύπος αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν γράψει για πανομοιότυπες πρακτικές τόσο στα χερσαία σύνορα όσο και στο Αιγαίο, γεννώντας την εύλογη υποψία κεντρικού σχεδιασμού. Το δεύτερο σκάνδαλο ήταν οι συνδυασμένες υποκλοπές μέσω της ΕΥΠ και μέσω του κακόβουλου λογισμικού της εταιρείας Intellexa, σκάνδαλο στο οποίο εμπλέκεται και ο ανηψιός του Πρωθυπουργού. Το σκάνδαλο δεν είναι εδώ μόνο η υποψία ότι το μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται πίσω από αυτές τις πράξεις, αν και οι ενδείξεις είναι σαφείς. Το πραγματικό σκάνδαλο είναι ότι η κυβέρνηση επέλεξε την συγκάλυψή τους.
Η συγκάλυψη είναι για μένα ανεξάρτητο σκάνδαλο από ό,τιδήποτε άλλο ίσως κρύβεται πίσω από τις εικασίες του τύπου. Δεν επιτρέπεται μια δημοκρατική κοινωνία να επιτρέπει σε τόσο σοβαρές κατηγορίες κατά της πολιτικής ηγεσίας της να σέρνονται χωρίς απάντηση. Η διερεύνηση τόσο σημαντικών κατηγοριών έπρεπε να είναι η απόλυτη πρώτη προτεραιότητα του πρωθυπουργού αλλά και της Βουλής.
Όταν υπάρχουν ενδείξεις για την διάπραξη σοβαρότατων κακουργημάτων στα υψηλότερα κυβερνητικά επίπεδα, η ατιμωρησία δηλητηριάζει την ηθική ζωή, όχι μόνο την πολιτική ζωή της χώρας. Στέλνει το σύνθημα ότι όλα επιτρέπονται, ότι όταν είσαι ισχυρός, κάνεις ότι θέλεις. Αυτά μπορεί να συμβαίνουν στην Ρωσία του Πούτιν, αλλά όχι σε μια δημοκρατία όπως η Ελλάδα. Αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσο ευαίσθητα θέματα, που ενδεχομένως θα οδηγήσουν προβεβλημένα πρόσωπα ενώπιον του εισαγγελέα, έπρεπε να αλλάξει. Η απραξία αυτή γεννά την απόλυτη δυσπιστία και διαιωνίζει την αναξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος, ιδίως στους νέους. Για την ηθική αυτή κατάρρευση, δυστυχώς ο Πρωθυπουργός φέρει την πλήρη ευθύνη.
Εκλογές & Κόμματα
Όπως έγραψα στο Βήμα πριν λίγες εβδομάδες, πιστεύω ότι τις μεταρρυθμίσεις θα τις κάνει μόνο μια κυβέρνηση συνεργασίας με γραπτό κυβερνητικό πρόγραμμα. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι ψηφοφόροι στις εκλογές. Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα οι επιλογές των ψηφοφόρων εκφράζονται μέσω των κομμάτων. Σήμερα λοιπόν περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε υγιή, συλλογικά κόμματα, με ανοικτές, συμμετοχικές και πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες. Αν λοιπόν διαβάζετε τις γραμμές αυτές, συγκρατήστε αυτό το μήνυμα. Δεν υπάρχουν σωτήρες ή μαγικές λύσεις στην δημοκρατία. Δεν γίνεται να κόψουμε δρόμο. Κανένας ηγέτης μόνος του δεν μπορεί να τα καταφέρει – είτε αυτός είναι ο Γιώργος Παπανδρέου, είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το μέλλον μας περνάει από τους θεσμούς μας. Χρειάζεται μεθοδική, συστηματική δουλειά για να αποκτήσουμε δημοκρατικά κόμματα που θα πιέσουν για ένα ακέραιο κράτος και για αποτελεσματική δικαιοσύνη. Πρέπει να μπουν στην πολιτική νέα παιδιά, που όχι μόνο δεν θα έχουν τον αμοραλισμό ή κυνισμό των παλαιότερων, αλλά θα έχουν και το θάρρος να μην ανέχονται τέτοιο κυνισμό μέσα στο κόμμα τους. Ελπίζω κάποτε τα κόμματα να αποβάλουν εγκαίρως τους τυχάρπαστους και τους τσαρλατάνους. Ελπίζω αυτό να γίνει σε όλα τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου. Έχουμε ακόμα πολλή δουλειά να κάνουμε.
Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο. Έχει δημοσιεύσει τα βιβλία «Legal Rights» (2008) και «A Union of Peoples» (2020) και πολλές άλλες μελέτες στη φιλοσοφία του δικαίου και το δημόσιο δίκαιο. Δικηγορεί στο δίκαιο της ΕΕ, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αρθρογραφεί συχνά στον ελληνικό και ξένο Τύπο για ζητήματα κράτους δικαίου και θεσμών.