Θα είχε ενδιαφέρον ένα ντιμπέϊτ Μητσοτάκη-Τσίπρα;- Το παρασκήνιο και η απόρριψη από τη Ν.Δ- Η ιστορία των τηλεμαχιών στην Ελλάδα και η πρώτη με Νίξον και Κένεντι
Η πλευρά της κυβέρνησης για του εκπροσώπου της Άκη Σκέρτσου απέρριψε χθες κατηγορηματικά την πιθανότητα να διεξαχθεί τηλεμαχία μεταξύ των δύο αρχηγών των μεγαλύτερων κομμάτων και περιορίστηκε να συμφωνήσει σε μία με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Άσκησε δε κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θέλει την διεξαγωγή του δεύτερου, κάτι που δεν είναι ακριβές δεδομένου ότι η εκπρόσωπος Τύπου Πόπη Τσαπανίδου δήλωσε ρητά πως η Κουμουνδούρου επιθυμεί την διεξαγωγή και των δύο τηλεμαχιών.
Η αλήθεια είναι πως σε μία κρίσιμη εκλογική μάχη στην οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάσει σκληρά το δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας”, κάτι που από την πλευρά του κάνει και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι μάλλον παράδοξο να μην διεξαχθεί και μία τηλεμαχία των δύο υποψηφίων πρωθυπουργών. Ιδιαίτερα όταν η κυβερνητική πλευρά επιδιώκει σύγκριση -και όχι σύγκρουση-, όπως λέει, των πεπραγμένων των δύο τετραετιών (15-19 και 19-23). Ο Άκης Σκέρτσος παρεπεμψε (όπως είχε κάνει και ο Γιάννης Οικονόμου) στο ότι Μητσοτάκης και Τσίπρας έχουν συγκρουσθεί στη Βουλή για περίπου 100 ώρες -σύμφωνα με την μέτρηση του εκπροσώπου-, άρα, όπως άφησε να εννοηθεί, δεν απαιτείται τώρα κάτι τέτοιο.
Σχετικά με το debate των πολιτικών αρχηγών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε πως «έχουν γίνει άπειρες μάχες στη Βουλή, πάνω από 100 ώρες συζητήσεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Το debate πρέπει να γίνει με βάση το εκλογικό σύστημα που έχουμε στην πρώτη κάλπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την απλή αναλογική και κυβέρνηση συνεργασίας. Δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας να εμφανίζεται ως αρχηγός της αντιπολίτευσης συνολικά, είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πρώτη κάλπη θα κρίνει εάν θα μπορέσουμε να έχουμε αυστηρό μήνυμα αυτοδυναμίας για να έχουμε πολιτική σταθερότητα».
Όλοι, ωστόσο, γνωρίζουν πως οι κοινοβουλευτικές συγκρούσεις γίνονται στο πλαίσιο ενός αυστηρού κανονισμού, με μονολόγους, και, φυσικά, χωρίς την διεύθυνση ενός ανεξάρτητου “διαιτητή”, όπως συνήθως είναι οι δημοσιογράφοι που συμμετέχουν στα ντιμπέϊτ. Από την άλλη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που λένε πως οι τηλεμαχίες, χωρίς την δυνατότητα απευθείας συζήτησης των μονομάχων, μετατρέπεται και αυτή σε μία παράθεση μονολόγων. Το αμερικανικό στυλ με το σφυροκόπημα του ενός στον άλλο απέχει παρασάγγας από την ελληνική αφυδατωμένη παράδοση.
Όμως, ένα ντιμπέϊτ των δύο αρχηγών που διεκδικούν την πρωθυπουργία, σε μια αναμέτρηση που άπαντες συμφωνούν πως είναι εξαιρετικά κρίσιμη, έχει την αξία του. Κάποιοι επισημαίνουν πως μια μέση λύση θα μπορούσε να είναι ένα ντιμπέϊτ όλων των αρχηγών πριν την κάλπη της απλής αναλογικής, και ένα με τους δύο που θα διεκδικήσουν την πρωθυπουργία πριν την δεύτερη κάλπη. Σε κάθε περίπτωση και παρότι αρκετοί προσπαθούν να απαξιώσουν την ανάγκη των τηλεμαχιών, ή να ισχυριστούν πως “το ζητάει ο δεύτερος και ο πιθανότερος για νικητής το απορρίπτει”, η εμφάνιση δύο πολιτών που διετέλεσαν πρωθυπουργοί και διεκδικούν εκ νέου την διακυβέρνηση της χώρας είναι κάτι χρήσιμο. Εάν, μάλιστα, μπορούσε να διεξαχθεί σε πλαίσιο ελευθερίας και όχι φορμαλισμού, με την δυνατότητα να απευθύνει ερωτήσεις και ο ένας στον άλλο, ακόμα καλύτερα.
Ωστόσο, τίποτε απ΄ όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί αφού η Ν.Δ το απορρίπτει…
Η ιστορία των ντιμπέϊτ
Αν δούμε τους αριθμούς, αναφορικά με τον ποιόν ευνοεί τελικά η πραγματοποίηση ενός ντιμπέιτ, η κατάσταση είναι μοιρασμένη: από τις συνολικά 6 τηλεοπτικές αναμετρήσεις, στις μισές περιπτώσεις ο πολιτικός αρχηγός που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση κέρδισε τελικά τις εκλογές, ενώ στις άλλες 3 περιπτώσεις κερδισμένη βγήκε η αντιπολίτευση.
Η αρχή έγινε το 1990, λίγο μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα. Σε εκείνο το πρώτο ελληνικό ντιμπέιτ συμμετείχε ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Χαρίλαος Φλωράκης. Η εν λόγω πολιτική μονομαχία, δεν έγινε μάλιστα σε κάποιο τηλεοπτικό στούντιο, αλλά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τη συζήτηση συντόνιζε ο δημοσιογράφος και πρώην υπουργός Γιάννης Καψής. Η μετάδοσή έγινε από την κρατική τηλεόραση και από τα δύο ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, Mega και ANT1. Η συζήτηση κινήθηκε κυρίως γύρω από τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια και γενικότερα θέματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τελικά έχασε τις εκλογές του ’90.
Πέρασαν 6 χρόνια για να φτάσουμε στο επόμενο προεκλογικό ντιμπέιτ. Το 1996 αναμετρήθηκαν ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης και ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδης Έβερτ. Σημειώνεται, ότι από την συγκεκριμένη πολιτική συζήτηση είχαν αποκλειστεί οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί. Με τον σημερινό πρωθυπουργό και τότε επικεφαλής της Πολιτικής Άνοιξης, Αντώνη Σαμαρά, να στέλνει μάλιστα εξώδικο στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο καταγγέλλοντας τη μεθόδευση αυτή.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε το «καυτό» θέμα των Ιμίων, με τον Κώστα Σημίτη να δέχεται… έντονο πρέσινγκ για τις επιλογές του και το περιβόητο «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς. Τα ερωτήματα υπέβαλλαν οι δημοσιογράφοι Γ. Παπουτσάνης, Θ. Ρουσόπουλους και Π. Τσίμας, χωρίς όμως να υπάρξει διάλογος μεταξύ των πολιτικών. Ο Κώστας Σημίτης κέρδισε με σχετική ευκολία τις εκλογές του ’96.
Η επόμενη τηλεμαχία έγινε κυριολεκτικά λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες. Και συγκεκριμένα 10 μέρες πριν τις εκλογές του 2000. Συμμετείχαν ο Κώστας Σημίτης και ο Κώστας Καραμανλής. Τη συζήτηση συντόνιζε ο Νίκος Χατζηνικολάου, ενώ τις ερωτήσεις έκαναν 3 δημοσιογράφοι: οι Θοδωρής Ρουσόπουλος, Έλλη Στάη και Μανόλης Καψής. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγο μετά, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε κερδίσει οριακά και παρέμεινε στο «τιμόνι» της χώρας.
Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθηνάς, το σκηνικό διαφοροποιήθηκε λίγο. Στο ντιμπέιτ του 2004 συμμετείχαν οι πολιτικοί αρχηγοί όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Συγκεκριμένα έλαβαν μέρος ο Γ. Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ), ο Κ. Καραμανλής (Ν.Δ.), η Αλέκα Παπαρήγα (ΚΚΕ), ο Ν. Κωνσταντόπουλος (ΣΥΝ) και ο Δ. Τσοβόλας (ΔΗΚΚΙ). Τις ερωτήσεις έκαναν οι δημοσιογράφοι Π. Τσίμας, Αλ. Παπαχελάς, Ν. Ευαγγελάτος, αλλά και ένας… σημερινός πολιτικός αρχηγός: ο Σταύρος Θεοδωράκης. Ο Γιώργος Παπανδρέου που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση έχασε τις εκλογές.
Φτάνουμε στο 2007, λίγο μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο. Στην τηλεμαχία λαμβάνουν μέρος οι Κώστας Καραμανλής (ΝΔ), Γ. Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ), Αλέκα Παπαρήγα (ΚΚΕ), Αλ. Αλαβάνος (ΣΥΡΙΖΑ), Γιώργος Καρατζαφέρης (ΛΑΟΣ) και Στ. Παπαθεμελής (Δημοκρατική Αναγέννηση). Για μια ακόμα φορά δεν υπάρχει η δυνατότητα διαλόγου μεταξύ των πολιτικών. Συντονίστρια ήταν η Μαρία Χούκλη και τις ερωτήσεις υπέβαλλαν οι Ολγα Τρέμη, Ελλη Στάη, Ν. Χατζηνικολάου, Ν. Ευαγγελάτος, Αλ. Παπαχελάς και Αιμ. Λιάτσος. Ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, κέρδισε τελικά τις εκλογές.
Το 2009 είχαμε δύο ντιμπέιτ. Ένα με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων συν του Οικολόγους Πράσινους και ένα μόνο με την παρουσία του Γιώργου Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ) και του Κώστα Καραμανλή (ΝΔ). Με διαφορά μόλις μιας μέρας. Και τις δύο πολιτικές συζητήσεις συντόνιζε η δημοσιογράφος Μαρία Χούκλη. Οι δύο τηλεμαχίες έγιναν στη σκιά του σκανδάλου του Βατοπεδίου ενώ το ενδιαφέρον συγκέντρωσαν επίσης τα οικονομικά θέματα. Τις εκλογές κέρδισε εκείνη τη χρονιά ο Γιώργος Παπανδρέου.
Η τηλεμαχία Τσίπρα-Μεϊμαράκη το 2015
Όπως έγραφε το protothema.gr, την επόμενη της τηλεμαχίας του Σεπτεμβρίου του 2015, με σύγκρουση με -μάλλον- ελεγχόμενη ένταση και χωρίς ακρότητες, εξελίχθηκε η τηλεοπτική μονομαχία ανάμεσα στους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς που, για διαφορετικούς λόγους, άφησε ικανοποιημένα τα επιτελεία τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και του Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Οι δύο «μονομάχοι» κατάφεραν, κατ΄ αρχήν, να κρατήσουν, καθ’ όλη τη διάρκεια του debate, «ζωντανό» το ενδιαφέρον των τηλεθεατών, κυρίως μέσα από τον ζωηρό διάλογο που είχαν μεταξύ τους και παρά την εμφανή, εκατέρωθεν, προσπάθεια να αποφύγουν το ενδεχόμενο λάθος που θα έδινε «πόντους» στον αντίπαλο.
Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, με τον κ. Τσίπρα να αμύνεται, υπερασπιζόμενος τη σύντομη θητεία του στην πρωθυπουργία, και τον κ. Μεϊμαράκη να επιτίθεται, στριμώχνοντας τον αντίπαλο του για τα όσα είπε πριν από τις τελευταίες εκλογές και (δεν) έκανε, οι δύο πολιτικοί αρχηγοί έδειξαν να στοχεύουν στο ίδιο κοινό που δεν ήταν άλλο από τη μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων που θα κρίνουν την εκλογική μάχη της προσεχούς Κυριακής.
Παρά τις εμφανείς διαφορές στις επισημάνσεις τους, ήταν προφανής η εκατέρωθεν επιδίωξη να πείσουν τους πολίτες ότι εγγυώνται την πολιτική σταθερότητα, με την διπλή, ένθεν κακείθεν, διαβεβαίωση ότι την επομένη των εκλογών, αφενός, η χώρα θα έχει κυβέρνηση, χωρίς να απαιτηθεί να συνεργαστούν τα δύο κόμματα, και, αφετέρου, ότι θα τηρηθούν οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί με το τρίτο Μνημόνιο.
Όπως και στην προηγούμενη τηλεμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι επτά αρχηγοί, ο κ. Μεϊμαράκης είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, καθώς υπήρξε και πάλι αρκετά επιθετικός έναντι του κ. Τσίπρα, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που ψήφισε το νέο Μνημόνιο έχει μεταλλαχθεί και λέει ψέματα.
«Δεν σε αναγνωρίζω αφότου έγινες νεομνημονιακός, έχει υποστεί αλλοίωση ο χαρακτήρας σου», ήταν η επωδός του προέδρου της ΝΔ που επέμεινε να αναδειχθεί μέσα από την τηλεμαχία τόσο η αθέτηση των υποσχέσεων του κ. Τσίπρα όσο και το βαρύ κόστος από την συμφωνία που υπέγραψε, αλλά και ο κίνδυνος ο ΣΥΡΙΖΑ να προκαλέσει νέες κάλπες. Ταυτόχρονα, ο κ. Μεϊμαράκης παρουσίασε το προφίλ ενός υπεύθυνου πολιτικού που δεν υπόσχεται, αλλά είναι έτοιμος να αναλάβει ευθύνες και να πορευθεί στη γραμμή της εθνικής συνεννόησης, αξιοποιώντας στην κυβέρνηση ακόνη και υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιστοίχως, ο κ. Τσίπρας ήταν και σε αυτή την τηλεμαχία προσανατολισμένος σε αμυντική -και μάλλον απολογητική- θέση, επιδιώκοντας από τη μια να αποκρούσει τις βολές του κ. Μεϊμαράκη και από την άλλη να φιλοτεχνήσει την εικόνα ενός μετριοπαθούς πολιτικού που «έμαθε από τα λάθη» του και αναζητά μια δεύτερη ευκαιρία -«εντολή συνέχειας», τη χαρακτήρισε- επειδή τον ανέτρεψαν μέσα από το κόμμα του, παρόλο που ο ίδιος απέφυγε την «παγίδα Σόιμπλε» με την «εθνική επιλογή» της παραμονής στο ευρώ.
Το πρώτο ντιμπέϊτ στην ιστορία
Ήταν 26 Σεπτεμβρίου 1960, όταν σε ένα μικρό στούντιο του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού CBS στο Σικάγο, ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον (πρόεδρος ο Αιζενχάουερ) και ο νεαρός γερουσιαστής της Μασαχουσέτης, Τζον Κένεντι, έδιναν την πρώτη πολιτική τηλεμαχία, στην ιστορία των ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο, για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών!
Μπαίνοντας στο στούντιο του τοπικού CBS στο Σικάγο, το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1960, ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ήταν κάτωχρος. Μόλις είχε χτυπήσει το προσφάτως εγχειρισμένο γόνατό του και πάλι με τον ίδιο τρόπο -κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο- και πονούσε.
Οι τρεις σταρ των αμερικανικών δικτύων που θα έκαναν τις ερωτήσεις στην πρώτη τηλεοπτική μονομαχία της ιστορίας -Γουίλιαμ Πάλεϊ (CBS), Ρόμπερτ Σάρνοφ (NBC), Λέοναρντ Γκόλντενσον (ABC) – πρόσεξαν ότι ο υποψήφιος πρόεδρος είχε χάσει βάρος και ίδρωνε.
«Εμοιαζε με άνθρωπο που πήγαινε σε κηδεία, τη δική του κηδεία, παρά σε ένα ντιμπέιτ», έγραψε την επόμενη μέρα ένας δημοσιογράφος.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα έμπαινε στο στούντιο, λεπτός, ξεκούραστος και μαυρισμένος, ο σταρ της βραδιάς Τζον Κένεντι. «Εμοιαζε με αθλητή που απλώς ήρθε να τού φορέσουν το δαφνοστέφανο», παρατήρησε ο συντονιστής του ντιμπέιτ Χάουαρντ Κ. Σμιθ. Σε αντίθεση με τον Νίξον, ο οποίος τις προηγούμενες μέρες αρνήθηκε να προβάρει με τους συνεργάτες του πιθανές απαντήσεις, ο γερουσιαστής της Μασαχουσέτης είχε περάσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο με πρόβες και ξεκούραση. «Ο Νίξον δούλεψε σαν μουλάρι», έγραψε στο βιβλίο «Προεδρικές μονομαχίες» ο Αλαν Στρέντερ. «Διάβαζε τα πάντα, μέχρι και βιβλία, για να απαντήσει στις ερωτήσεις. Αντιθέτως, οι βοηθοί του Κένεντι χειρίζονταν τον υποψήφιό τους σαν άλογο κούρσας».
Ολα πήγαν στραβά εκείνο το βράδυ για τον Νίξον. Ακόμη και το γκρι κοστούμι που φορούσε τον έδειχνε χαμένο στο γκρι σκηνικό που οι δικοί του άνθρωποι είχαν προκρίνει. Οταν οι μακιγιέρ πλησίασαν τους δύο υποψηφίους, ο Κένεντι αρνήθηκε αμέσως. Ο Νίξον αρνήθηκε κι αυτός: «Δεν μπορώ να βάλω μέικαπ γιατί εγώ θα φαίνομαι με φτιασιδώματα και αυτός όχι», είπε. Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι οι βοηθοί του Κένεντι ήδη είχαν βάλει κάποιες πινελιές μακιγιάζ στο πρόσωπο του υποψηφίου τους, όπως έχει γράψει ο Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή.
Με πληροφορίες από το thehaffingtonpost και το iefimerida