Από το Ιζμίτ στην Χατάϊ/ Η θετική συγκυρία στα ελληνοτουρκικά στην βαριά σκιά της τραγωδίας
Η Τουρκία και η Συρία ζουν στην βαριά σκιά ενός τεραστίων διαστάσεων ανθρωπιστικού μετασεισμού. Οι εικόνες που κάνουν τον γύρο του κόσμου από την ανείπωτη τραγωδία στις περιοχές της Hatay, στο Kahramanmaras και το Adiyaman, οι νεκροί που αυξάνουν κατά χιλιάδες καθημερινά, τα βίντεο με τις ηρωϊκές προσπάθειες των διασωστών που ανεβαίνουν στα social media, συνθέτουν την μεγαλύτερη τραγωδία των πολλών τελευταίων ετών.
Η αλληλεγγύη που εκδηλώνεται διεθνώς είναι εντυπωσιακή, όμως το αποτύπωμα που θα αφήσουν οι σεισμοί των 7,8 και 7,5 Ρίχτερ θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Και είναι βέβαιο πως θα είναι μεν πρωτίστως αυτό του ανθρώπινου πόνου, όμως θα είναι και γεωπολιτικό και πολιτικό στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Στις πληγείσες περιοχές ζουν περίπου 13.000.000 άνθρωποι, το 15% του πληθυσμού της χώρας. Εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Στις περιοχές αυτές το κυβερνών κόμμα AKP συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά του, είναι οι θύλακες της πολιτικής ισχύος του Ταγίπ Ερντογάν. Και η οργή των ανθρώπων για την καθυστερημένη αντίδραση του κρατικού μηχανισμού αλλά και για την εκτεταμένη διαφθορά στις κατασκευές προκαλούν πολιτικές αναταράξεις.
Όπως έγραφε ένας Τούρκος αναλυτής, ο Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία (2002) στον απόηχο του μεγάλου σεισμού του 1999 που στοίχε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και αποκάλυψε εγκληματικές κακοτεχνίες στην κατασκευή των κτιρίων που έπεσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Το ίδιο συνέβη και τώρα. Το κλίμα οργής μετά από εκείνο τον σεισμό εκτόξευσε την επιρροή του Ερντογάν, το κλίμα οργής που φουντώνει τώρα μετά τους δύο πρόσφατους σεισμούς απειλεί να τον “θάψει” πολιτικά στα συντρίμια.
Δεν είναι τυχαίο πώς ήδη άρχισαν να διατυπώνονται επιφυλάξεις και προβλέψεις σχετικά με το εάν η Τουρκία μπορεί να οδηγηθεί σε εκλογές στις 14 Μαϊου, όπως είχε ήδη προαναγγείλει ο Τούρκος πρόεδρος. Οι πληγείσες περιοχές έχουν κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους επόμενους τρεις μήνες, η δε δέσμευση του ότι θα ανοικοδομηθούν πλήρως μέσα σε ένα χρόνο (με τριόρωφα και τετραόρωφα κτίρια) φαντάζει αίολη.
Εκ του Συντάγματος, δεν έχει το περιθώριο να μεταθέσει χρονικά τις εκλογές (το άρθρο 78 προβλέπει κάτι τέτοιο μόνο σε περίπτωση πολέμου), η πιθανότητα αυτή είχε μπει και πρόσφατα στο τραπέζι -εξαιτίας των δυσμενών γι αυτόν δημοσκοπήσεων- αλλά με διαφορετικό “επίδικο”.Την τεχνητή πρόκληση “θερμού” επεισοδίου στο Αιγαίο (συνθήκες πολέμου), ώστε να εφεύρει σπουδαίο εθνικό λόγο και να συσπειρώσει το εθνικιστικό ακροατήριο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί τώρα, αν και με τον Ερντογάν ποτέ δεν μπορείς να πεις ποτέ.
Ωστόσο, η ανατροπή του κλίματος είναι οφθαλμοφανής. Η άμεση αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης με την αποστολή των πυροσβεστών και διασωστών της ΕΜΑΚ και η μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια που ξεκίνησε να στέλνεται φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα τον τουρκικό λαό. Τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά ακόμα και στα “ερντογανικά” μέσα ενημέρωσης για τους Έλληνες διασώστες και την αλληλεγγύη του ελληνικού λαού είναι διθυραμβικά. Ένα τεράστιο “ευχαριστώ” για την Ελλάδα διατρέχει την τουρκική κοινωνία, ισοδύναμο, ίσως και μεγαλύτερο, από το momendum που είχαν δημιουργήσει οι “παράλληλοι” σεισμοί στην Αθήνα και το Ιζμίτ και το οποίο εξελίχθηκε σε αυτό που ονομάσθηκε “διπλωματία των σεισμών” ( τουρκικά: deprem diplomasisi).
Η αντίδραση της κυβέρνησης Σημίτη, με προσωπική σφραγίδα του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, ξετύλιξε μια εκτεταμένη επιχείρηση ανθρωπιστικής στήριξης και αλληλεγγύης. Η ελληνική ανταπόκριση στον σεισμό έλαβε ευρεία κάλυψη στην Τουρκία με τίτλους εφημερίδων όπως “Ώρα Φιλίας”, “Φιλικά χέρια σε μαύρες μέρες”. Όλα αυτά, τρία μόλις χρόνια από την κρίση των Ιμίων.
Περίπου ένα μήνα μετά, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, ήταν η σειρά της Αθήνας να δεχτεί χτύπημα του Εγκέλαδου (5,9 Ρίχτερ). Ο σεισμός στοίχισε 143 ανθρώπινες ζωές και ήταν ο μεγαλύτερος που είχε χτυπήσει την χώρα κατά την τελευταία εικοσαετία.
Η Τουρκία ανταπέδωσε την αλληλεγγύη που είχε δείξει η Ελλάδα με εξίσου εντυπωσιακό τρόπο.
Συγκροτήθηκε ειδική ομάδα, η οποία αποτελούνταν από την Γραμματεία του Πρωθυπουργού, τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Εσωτερικών και τον Έλληνα Πρέσβη στην Άγκυρα, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή για να δεσμεύσουν βοήθεια. Η τουρκική βοήθεια ήταν η πρώτη που έφτασε, με την πρώτη ομάδα διάσωσης 20 ατόμων να φτάνει στην τοποθεσία με στρατιωτικό αεροπλάνο εντός 13 ωρών μετά τον σεισμό. Ακολούθησε περισσότερη βοήθεια μέσα σε λίγες ώρες. Οι τηλεφωνικές γραμμές στα ελληνικά προξενεία και την πρεσβεία στην Τουρκία είχαν μπλοκάρει από τους Τούρκους που καλούσαν για να μάθουν αν θα μπορούσαν να δωρίσουν αίμα και ένας εθελοντής επικοινώνησε με τον Πρέσβη Κοράντη, όπως είχαν γράψει τότε ελληνικές και τουρκικές εφημερίδες, προσφέροντας να δωρίσει τα νεφρά του για έναν «Έλληνα που έχει ανάγκη»
- Όλα τα παραπάνω που συνοπτικά αναφέρουμε οδήγησαν σε μία αρκετά μακρά περίοδο (σχετικής) ηρεμίας στα ελληνοτουρκικά, αν και με αμφιλεγόμενες κινήσεις της Αθήνας που, όμως, αξιοποιώντας την συγκυρία και το ευνοϊκό κλίμα προώθησε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Πολιτικοί, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος (αρχικά ως δήμαρχος Αθηναίων), η Ντόρα Μπακογιάννη και μετά ο Κώστας Καραμανλής, προσπάθησαν να ενισχύσουν αυτόν τον “αέρα φιλίας”, αν και οι ρεαλιστές επισήμαιναν πως δεν υπήρχε περίπτωση να αρθεί η στρατηγική αιτιάσεων και διεκδικήσεων της Τουρκίας. Όπερ και εγένετο.
Στο σήμερα, πάλι, ο Ερντογάν βρίσκεται ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος. Ή θα προχωρήσει σε μία αντιδημοκρατική εκτροπή, αναβάλλοντας τις εκλογές, ή θα επιχειρήσει ακόμα μεγαλύτερη όξυνση της πόλωσης με την αντιπολίτευση και θα αποδώσει, όπως ήδη αναφέρουν κάποιοι αναλυτές, σε “θέλημα Θεού” την βιβλική καταστροφή, υποσχόμενος ακόμα και όσα δεν είναι εφικτά μήπως και ανατάξει κάπως την οργή που εκδηλώνεται εναντίον του. Όλα δείχνουν, όμως, ότι θα υποστεί την πολιτική του αποδόμηση, όπως συνέβη και με την συντριβή των κομμάτων του Ετσεβίτ, της Τσιλέρ και του Ντεμιρέλ το 2002, στον απόηχο της μεγάλης οικονομικής κρίσης (που έφερε το ΔΝΤ στην Τουρκία) και του σεισμού του 1999.
Η Ελλάδα, χωρίς να τρέφει υπερφίαλες φιλοδοξίες ότι μπορεί, αίφνης, να αλλάξει η στρατηγική της Άγκυρας, έχει κάθε λόγο να εντείνει την αλληλεγγύη της απέναντι στην δοκιμασία του τουρκικού λαού.
Να στερεώσει το αίσθημα φιλίας ως γείτονας που συμπονά και να αναλάβει πρωτοβουλίες μέσω της ΕΕ για την οικονομική και ανθρωπιστική στήριξη των σεισμόπληκτων. Να καταστήσει, δηλαδή, έτσι ακόμα πιο ισχυρό το θετικό κλίμα στην τουρκική κοινωνία και να δυσκολέψει την ανάπτυξη εθνικιστικών αντανακλαστικών, όπως αυτά που εργαλειοποίησε ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η “διπλωματία των σεισμών”, με νέα χαρακτηριστικά, μπορεί και πάλι να αποτελέσει πεδίο δράσης, και στο πλαίσιο αυτό οι πρωτοβουλίες Μητσοτάκη, οι δηλώσεις Τσίπρα και η πρακτική απόδειξη της συμπαράστασης κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή η αποτρεπτική ισχύς της χώρας είναι στην καλύτερη στιγμή της και ως εκ τούτου οι διπλωματικές και ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες αναπτύσσονται με ειλικρινή διάθεση και χωρίς υστεροβουλία, δεν ενέχουν, δηλαδή, καμία …υποψία αδυναμίας.
Ο στόχος είναι διπλός μέσω της ενίσχυσης του αισθήματος φιλίας των δύο λαών: κατά το ελάχιστο, να περάσουμε σε μία φάση ηρεμίας, στην καλύτερη περίπτωση (με την συνδρομή των ΗΠΑ και της ΕΕ) να αποκατασταθούν δίαυλοι επικοινωνίας που στο βάθος του ορίζοντα ίσως επιτρέψουν το επόμενο διπλωματικό βήμα του διαλόγου. Και ως προς αυτό μπορεί βάσιμα να ελπίζει κανείς πως κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση μπορούν να συνεννοηθούν.